Κάποιος που είναι ταυτόχρονα ξενέρωτος και ανέραστος, με τη μία ιδιότητα να τροφοδοτεί την άλλη ατέρμονα, αδιάκοπα και ατελείωτα.
- Έχω δει ξενέραστες γκόμενες, αλλά αυτή ξεπερνά κάθε προηγούμενο...
Κάποιος που είναι ταυτόχρονα ξενέρωτος και ανέραστος, με τη μία ιδιότητα να τροφοδοτεί την άλλη ατέρμονα, αδιάκοπα και ατελείωτα.
- Έχω δει ξενέραστες γκόμενες, αλλά αυτή ξεπερνά κάθε προηγούμενο...
Got a better definition? Add it!
Διαδεδομένη λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει το γεγονός ότι κάποιος /-α δεν έχει συμπεριλάβει στις εμπειρίες του τον έγγαμο βίο.
Αναφέρεται μειωτικά κυρίως σε ανύπαντρες γυναίκες μια και αυτές αποτελούσαν μέχρι πρότινος τον πιο ευάλωτο πληθυσμό στην κοινωνική πίεση για «αποκατάσταση». Οι καιροί αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν όμως -οι γυναίκες μπορεί να γίνονται όλο και λιγότερο ευάλωτες σε αυτές τις μαλακίες αλλά αυτό δεν σταματά τον κάθε παπάρα και την κάθε κυρα-περμαθούλα να συνεχίζουν ακάθεκτοι να λένε το μακρύ τους και το κοντό τους. Παρόμοια είναι η κατάσταση και για τους ανυπογύναικους άντρες, πλην όμως χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη επιείκεια για γνωστούς και επίσης καθ' όλα μαλακισμένους λόγους.
Αντιπροσωπευτικοί των μυαλών που κουβαλάμε ως λαός, που δεν εννοεί να σέβεται προσωπικές επιλογές αλλά αντίθετα αρέσκεται να επεμβαίνει και να ασκεί κριτική επί προσωπικών θεμάτων, είναι και οι κλασικοί χαρακτηρισμοί «γεροντοκόρη» και «γεροντοπαλλήκαρο», που εδώ και πάμπολλα χρόνια λειτουργούν ως ταμπέλες που καταδεικνύουν κουσούρι ή ρετσινιά (κοινωνικό στίγμα).
Συντάσσεται συνήθως με το ρήμα «μένω» και η έκφραση «μένω στο ράφι» σημαίνει ότι μένω στα αζήτητα, έκφραση που από μόνη της υποδηλώνει την μειωμένη αξία όποιου /-ας ζει μόνος /-η του/της και τον κοινωνικό αποκλεισμό που συνεπακόλουθα του/της αξίζει.
Πέρα από τα παραπάνω, η λέξη καθώς και παρόμοιες εκφράσεις χρησιμοποιούνται ευρύτερα και για οτιδήποτε δεν έχει ζήτηση, δεν πουλάει, μένει στα αζήτητα.
«Πολλές γυναίκες που η ηλικία των 30 τις βρίσκει ελεύθερες, χωρίς βέρα στο δεξί παθαίνουν σύνδρομο πανικού. Θεωρούν ότι έχουν στενέψει απειλητικά τα περιθώρια και πάνω στην απελπισία τους να μην κάνουν παρέα στο ραφάκι τους, παντρεύονται στην πρώτη ευκαιρία. Έχοντας παραβλέψει κάποιες βασικές προϋποθέσεις που ίσως σε μικρότερη ηλικία να αποτελούσαν προαπαιτούμενο.» (από το διαδίκτυο)
«Στο ράφι η αναλογική τηλεόραση
Κατά 24% θα μειωθούν ως το 2008 εκείνοι που βλέπουν «παραδοσιακούς» σταθμούς.»
(από το διαδίκτυο)
«Η Kate Moss στο Ράφι.
Το ντεμπούτο της Kate Moss στην εικαστική αρένα ήταν μάλλον απογοητευτικό...
...Το εντυπωσιακό είναι ότι έμειναν στο ράφι έργα από ονόματα που κανονικά κάνουν θραύση στις δημοπρασίες...»
(από το διαδίκτυο)
Got a better definition? Add it!
Το ξέπλυμα, η πολύ άχαρη γκόμενα, η χλωρίνη, η ξενέρωτη.
Λέγεται για γυναίκες οι οποίες σου δίνουν την εντύπωση πως δεν έχουν υπόσταση, τόσο άχρωμες και άοσμες είναι, σαν το ρούχο που έχει ξεβάψει από τα πολλά πλυσίματα χωρίς όμως να έχει την γοητεία του «used». Η ξεπλένω συνήθως μοιάζει με ανολοκλήρωτο έμβρυο, δηλαδή κάτι λείπει από τα χαρακτηριστικά της -δεν διαθέτει, πχ, ούτε καν την παιδική και ανώριμη εμφάνιση της λολίτας. Είναι φυσική ξανθιά, ξερακιανή, πουλόμορφη, με ίσιο συνήθως λιγδιασμένο μαλλί που έχει σκοτεινιάσει κάπως με την πάροδο των χρόνων, άβαφη, με καλό δέρμα (που λάμπει κάπως, όπως το έχουν οι καλόγριες), άτριχη, μυρίζει αγνότητα γιατί καμία κατάχρηση δεν έχει περάσει από πάνω της ή από μέσα της.
Δεν είναι όμως μόνο θέμα εμφάνισης αλλά και προσωπικότητας. Η ξεπλένω είναι αυτή που δεν θα σου σφίξει ποτέ το χέρι αλλά θα το αφήσει να πέσει ιδρωμένο μέσα στο δικό σου όταν χαιρετηθείτε, η φωνή της περνά απαρατήρητη, το βλέμμα της είναι άδειο, η ζωή της αδιάφορη στους πάντες. Απλώς υπάρχει και όλοι απορούν γιατί, καθώς και τί μπορεί να νιώθει αυτή από τη ζωή.
Βέβαια, επειδή πολύ συχνά πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, η ξεπλένω μπορεί να αποδειχθεί μέγα βίτσιο στο γαμήσι, να είναι, πχ ουρολάγνα (για να μη μιλήσουμε πάλι για σκατά), να θέλει πολύ ξύλο, να προκαλεί, τέλος πάντων με αναπάντεχο τρόπο τον παρτενέρ της, αν ποτέ βρεθεί κανας τέτοιος στο κρεβάτι της. Αλλά μπα, δε νομίζω ούτε κι αυτό να ισχύει.
Η αλήθεια είναι ότι ο όρος ταιριάζει κατά τη γνώμη μου περισσότερο σε γυναίκες άνω των σαράντα, στην ηλικία δηλαδή κατά την οποία έχει πια φανεί για τα καλά η προσωπικότητα στο πρόσωπο. Αν λοιπόν τότε δεν διακρίνουμε τίποτα μα τίποτα στη φάτσα μιας γυναίκας, έχουμε να κάνουμε με ξεπλένω χίλια τα εκατό.
Συχνά απαντώνται κάτι τέτοιες στα ΒΠ ή σε θρησκευτικά περιβάλλοντα, αλλά και στην ΚΝΕ βεβαίως βεβαίως, στην βουλή (δεν θα τις πω, δεν θα τις πω), στο διπλωματικό σώμα, ανάμεσα στις αεροσυνοδούς, στα ταμεία των σουπερμάρκετ, άμα ψάξετε καλά θα βρείτε και αλλού.
Η λέξη, μέχρι τα τώρα, δεν έχει πληθυντικό.
Την πουτσίσαμε, μεγάλε... Ψηφίσανε για πλάκα οι μαλάκες την Αλίκη για πρόεδρο της τάξης και τώρα αυτή την ξεπλένω θα την έχουμε στην καμπούρα μας για μια ολόκληρη χρονιά...
Got a better definition? Add it!
Απαξιωτικό κράξιμο, συχνά συνοδευόμενο από την ιαχή φτεραααα!
Απευθύνεται τόσο σε ομοφυλόφιλους, όσο και σε μαλθακά άτομα και πάσης φύσεως λουλούδες.
Φτερού είναι το παρατσούκλι του Αντρέα, ενός αγνώστων λοιπόν στοιχείων cult μικροπωλητή φτερών, ο οποίος επί 40 τουλάχιστον χρόνια περιφέρεται κουνάμενος - λυγάμενος στους δρόμους της Αθήνας φωνάζοντας με επιτηδευμένη θηλυπρέπεια Φτεράααααα!
Η Φτερού είναι πάντα ετοιμόλογη και δεν χαρίζεται σε όσους επιχειρούν να την κράξουν. Όπως διηγείται ο Κ. Παπασπήλιου στο Οι ωραίοι των Αθηνών, η Φτερού κάποτε έκανε ρόμπα κάποιον κουραδόμαγκα με καρό κοστουμάκι λέγοντάς του «Το τραπεζομάντιλο που φοράτε, το έχω κι εγώ σπίτι μου».
Σύμφωνα με ανεξακρίβωτo αστικό μύθο, η Φτερού δεν είναι αδελφή αλλά υποδύθηκε την εν λόγω persona για να σπουδάσει τα παιδιά της.
- ΜΩΡΗ ΦΤΕΡΟΥ ΠΛΕΝΕΙΣ ΚΑΙ ΠΙΑΤΑ ΚΑΙ ΣΕ ΚΑΡΠΑΖΩΝΕΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ;;; ΦΤΟΥ ΣΟΥ ΜΩΡΗ ΜΠΑΜΙΑ (κράξιμο από φόρουμ).
- Φοβάσαι μη σου πουν ότι ακούς Stratovarius μωρή φτερού; Αν είχες IQ πάνω από 15 θα καταλάβαινες και 2 πράγματα παραπάνω. Μάλλον κάτι άλλο έχεις ανοιχτό... όχι το μυαλό σου (κράξιμο από φόρουμ).
- Αυτή όμως η κίνηση θα δείξει και τις μεγάλες διαφορές που κρύβονται ανάμεσα στους πισωγλέντηδες. Πλέον δημιουργούνται δυο μέτωπα. Οι ελεύθεροι κι ωραίοι (κοινώς φτερού) θα πηγαίνουν προς Μύκονο μεριά. Οι παντρεμενάκηδες (κοινώς φούστα-μπλούζα) θα πηγαίνουν προς Τήλο μεριά. Προβλέπεται ξεμάλλιασμα... (από blog).
- Σήμερα το πρωί καθώς περπατούσα στην Αιόλου, άκουσα τη φωνή του Ανδρέα, «της Φτερούς». Για λίγα δεύτερα νόμιζα πως ήμουν οχτώ ετών, κάπου κοντά στο Σύνταγμα και άκουγα τον Ανδρέα να φωνάζει “Φτεράαααα” (Αναφορά στον Αντρέα, από blog).
Ωραίοι τρελοί της πόλης: Φτερού (Αθήνα), Ρέψας (Θεσσαλλλονίκη), Μπαμπαΐας (Καβάλα), Μπαραμπάκος (Χανιά).
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για έκφραση ακραίας αηδίας που εκστομίζει τις μόλις αντικρύσει γυναίκα με ειδικές εμφανίσεις, ανήκουσα δηλαδή στις κατηγορίες: χαμούρα, μπαζόλα, πατόζα, φόλα, ξεπλένω , μπουρούχα, μουφλόζα, ασχημindie, βολική αρκούδα, ταγάρι, μέλος του Κώδικα, κορίτσι της συγγνώμης, κ.ο.κ.
Τα απόλυτα λογικά αντεπιχειρήματα κάθε σαβουρογαμόσαυρου επικεντρώνονται στα γεγονότα ότι:
Η έκφραση ακραία διατύπωση του κάπως πιο εκλεπτυσμένου αποφθέγματος να μασάς κουκιά και να φτύνεις.
Παραλλαγές της εκφράσεως χρησιμοποιούνται πλέον και με ευρύτερη έννοια, περιγράφοντας οποιαδήποτε κατάσταση δεν βλέπεται.
1.- «Η καινούρια γκόμενα του Κούγια είναι γαμώ τις γαρίδες! Από σώμα σκίζει, αλλά από μάπα να μασάς σκατά και να φτύνεις...»
2.- «…η ομαδούλα και πάλι ΔΕΝ βλεπόταν. Τέτοια χάλια και χειρότερα… να μασάς σκατά και να φτύνεις!»
Got a better definition? Add it!
Όχι το κυριολεκτικό του Dr. Scholl. Αν και εκτιμώ ότι από εκεί βγήκε ο χαρακτηρισμός για γυναίκα που φέρνει προς φρόκαλο, λάικα, γκαραζογκόμενα ή μπουζουκομούνι. Αυτή η ζάμπλουτη γλώσσα που μας χαρίζει απλόχερα χαρακτηρισμούς για το οτιδήποτε, μας δίνει το συγκεκριμένο ιδιαίτερα για την περίπτωση νεόπλουτων γυναικών που την έχουν δει μόνο επώνυμο αξεσουάρ /ρούχο / παπούτσι αλλά είναι μάλλον για go village, ρε....
Κατ' άλλους, τσόκαρο είναι απλά η εκνευριστική γκόμενα, όπως εκνευριστικό είναι και το ηχητικό φόντο του συνώνυμου υποδήματος που φέρνει αναπόφευκτα την ιαχή έτσι να κάνει ο κώλος σου! σ' όσους είναι κοντά.
- Έτσι που λες Μερόπη μου. Μα να μην έχει Prada και Dolce... Τι το κρατάς ανοικτό το ρημάδι τότε κυρά μου; Και τι περιμένεις να πάρει ο κόσμος δηλαδή;
- (ναι, είχες και στο χωριό σου Πράντα και σου 'λειψε, τσόκαρο...)
- Τι είπες Μερόπη μου;
- Λέω: Πώς δε σου είπε να πάρεις κανένα τσόκαρο...
- Αααα...
Got a better definition? Add it!
Μέσα στα πλαίσια μιας απελευθερωμένης αντίληψης σχετικά με τις ανθρώπινες σχέσεις και αντιμετωπίζοντας το σεξ ως χαρά της ζωής και όχι επικύρωση της ιδιοκτησιακής σχέσης μεταξύ των ανθρώπων, έχω την τιμή να παρουσιάσω την κοινόχρηστη γκόμενα.
Αν και πολλές φορές το ερωτικό παιχνίδι δύο φίλων με την ίδια κοπέλα προκαλεί ανεπανόρθωτες παρεξηγήσεις και είναι αιτία ακόμα και τερματισμού της φιλίας τους, αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση της κοινόχρηστης γκόμενας: δύο ή περισσότεροι φίλοι μπορούν να απολαμβάνουν τις ερωτικές χάρες της εν λόγω κοπέλας (εναλλάξ ή ομοθυμαδόν) χωρίς καμία παρεξήγηση μεταξύ τους.
Για να υπάρξει τόση απελευθέρωση βέβαια, σημαίνει ότι κανείς από την παρέα δεν διεκδικεί την κοπέλα για σοβαρή σχέση. Αυτό γίνεται είτε επειδή η γκόμενα είναι χαζή, είτε επειδή είναι μπάζο, είτε επειδή είναι πολύ πεταχτούλα και αν τα φτιάξει κάποιος μαζί της θα του πάει το κέρατο σύννεφο...
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα άτομα μέσα σε μια παρέα που δεν μπορούν να καταλάβουν πότε μια κοπέλα ανήκει σε αυτή την ειδική κατηγορία γυναικών, οπότε κολλάνε με αυτή, χαλιούνται και ζαλίζουν τ'αρχίδια των φίλων τους προσπαθώντας να την κατοχυρώσουν για τον εαυτό τους, πράγμα βέβαια μάταιο. Πρόκειται για τους γνωστούς χαζομούνηδες που χαλάνε όλη την πλάκα...
- Χθες πήδηξα την Ανθούλα... Καλή φάση φίλε...
- Καλά ρε μαλάκα, αυτή δεν την πηδάει ο κολλητός σου;
- Δεν τρέχει τίποτα ρε! Την έχουμε κοινόχρηστη τη γκόμενα...
- ... και μας ζάλισε που λες ο μαλάκας ο Τάσος! Πάλι κόλλησε με μια γκόμενα που γνωρίσαμε στο νησί και μας απαγόρευε και να της μιλάμε κιόλας!
- Έλα ρε...
- Και βέβαια η γκόμενα δεν ήταν για τέτοια... Κοινόχρηστη έπρεπε να την έχουμε και οι τρεις, αλλά μας τη χάλασε τη φάση ο βλάκας!
Έρωτες χωρίς δεσμεύσεις: ανάβω κεράκι, γαμιολάκι, ελευθερογαμία, ελευθεροσχεσίτες, ένα στα γρήγορα, ερωφίλη, καβάτζα, καβατζογκόμενα, καφέ και πίπα, κοινόχρηστη γκόμενα, ξεπέτα, πηδύλλιο, πισωκολλητός και πισωκολλητή, πουτσοδότης, σαλματζής, σεξάκι (ως και σεξάκοι), σέρβις, φιλικό (τα καλύτερα γκολ μπαίνουν στα φιλικά), φίλοι με προνόμια, fuck buddy, one night.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είδος γυναίκας που, παρά την σεξουαλική χειραφέτηση, δεν έχει εκλείψει, όσο απίστευτο και ν' ακούγεται. Είναι αυτή που τον παίρνει από κώλο για να μη σπάσει η παρθενιά, είναι η αράβισσα που το ξαναράβει γιατί αλλιώς κανείς δεν θα την παντρευτεί, είναι γενικώς η κατηγορία γυναικών που, είτε από κατάλοιπα κοινωνικής καταπίεσης ή από ενδόμυχο βίτσιο και κουτοπονηριά, ή, τέλος από απλή και καθαρή βλακεία, δεν τολμά να σπάσει την περίφημη παρθενιά της και να βγει στον κόσμο του σεξ με το κεφάλι ψηλά...
Επίσης είναι αυτή που ναι μεν είναι παρθένα αλλά όλο και κουνιέται στον καθένα, αφήνοντας υπονοούμενα ότι «τη λαδώνει τη μπάμια», και όταν την προσεγγίσεις σου έχει επιτεθεί για σεξουαλική παρενόχληση, σου έχει κάνει κατήχηση για το πόσο απρεπής είσαι, ή, απλώς, το έχει βάλει στα πόδια για τα καλά.
- Αυτή η Μαρία λες να έχει νιώσει ποτέ χαρά στα σκέλια της;
- Ου! είναι μια μισοπαρθένα αυτή, άλλο πράμα. Τους έχει πάρει όλους από κώλο αλλά η παρθενιά παρθενιά! Άθικτη!
Άρχισαν να έρχονται στο γραφείο οι υποψήφιες γραμματείς και έσκασε μύτη και μια μισοπαρθένα, ο θεός να μας φυλάξει! αν την προσλάβει ο αφεντικός θα έχουμε όλοι πρόβλημα εδώ μέσα. Πάει γυρεύοντας για ιστορίες και σούξου μούξου μανταλάκια αυτή.
- Το ήξερες ότι η γκόμενα του Χρήστου, αυτή η φοιτήτρια από την Ιορδανία, μας έλεγε πως προτού επιστρέψει στην πατρίδα της θα πα να κάνει παρθενορραφή γιατί αλλιώς δεν θα μπορέσει να παντρευτεί ποτέ της;
- Ε καλά και συ δεν τό' χεις ξανακούσει; Όλες αυτές είναι μισοπαρθένες.
Got a better definition? Add it!
Ένας κλασικός προσδιορισμός πιπινίου-πουτσάναμμα, που αναφέρεται φυσικά στην εμπειρία ή στο potential του εν λόγω θήλεος στα όσα οι Παναγριότατοι αυτού του κόσμου απαγορεύουν -στους άλλους-, βάσει της προσέγγισης RTFM για την κατάκτηση του Παραδείσου. Πέραν τούτου, ως λέξη έχει αρκετό ψωμί.
Πρώτ' απ' όλα, προφέρεται με ειδικό τρόπο, ο οποίος είναι αρκετά κοντά στον τρόπο με τον οποίο προσφέρεται το επίθετο σκληρόόό (με ελαφρά παρατεταμένο «ο» και στρογγυλοποίηση των χειλιών), γεγονός που αναδεικνύει τη σαδομαζό μας αντίληψη για την ηδονή. Μιλάμε για το σκληρό, το ζόρικο, το σφιχτοδεμένο, το σφιχτό γενικώς σε όλα εκτός από τα ήθη, το πρόστυχο και σωστό, το καυλόμουνο το βουτηγμένο στην αμαρτία το ίδιο, καυλοτσουλήθρα προς το βούρκο για τους υπόλοιπους εμάς.
Αυτή βέβαια η αμφιταλαντευόμενη αντίληψη για την ηδονή, έχει σαφώς οριενταλιστικές ρίζες. Έτσι, το «αμαρτωλό» συνοδεύεται από δάγκωμα του χειλιού (τα ξερογλειψίματα είναι καθαρά δυτικοευρωπαϊκά, εμείς εκφραζόμαστε με τον πόνο και την αυτοτιμωρία για την αμαρτία). Και ακολουθείται από τα ανατολίτικα επιφωνήματα ααααχχχχ, αμάν, αμάν, αμάν ή ακόμα και βάι, βάι, βάι. Μερικοί στη θέα του αμαρτωλού βέβαια μπορούν απλά και να κάνουν το σταυρό τους, άλλοι λένε αχ, Παναγία μου, άλλοι λένε και α πα πα πα. Σατανάς.
Υπάρχουν συμπεριφορικά-εμφανισιακά κριτήρια για το «αμαρτωλό» (πάντα ουδέτερο). Εμφανισιακά όχι και πολλά, χωρίς να είναι και απολύτως θέμα γούστου: υπάρχει κατά κανόνα μια α συναίνεση, ότι «αυτό είναι αμαρτωλό», υπάρχουν βέβαια και ατομικές διαφορές. Ας πούμε μόνο ότι κατά κανόνα μιλάμε για μελαχρινές, κοκκινομάλλες κλπ και όχι ξανθές, γι' αυτές λέμε απλά το ξανθό (για τα καυλερά ξανθά, και όχι για τα ξεπλένικα φυσικά).
Κατά τα άλλα, η νεαρή ηλικία είναι βασική (αν και υπάρχουν και αμαρτωλά μιλφέιγ), το νάζι, τα ψυχοσωματικά συμπτώματα που προκαλεί, το γεγονός ότι είσαι σίγουρος ότι το μωρό είναι για τρελά, ε ναι, γαμήσια, και ότι τα κάνει, αλλά δεν τα κάνει με σένα. Θα έκανες τα πάντα για να τα κάνει με σένα. Και βέρια για το διάολο ακόμα.
- Αμάν αμάν αμάν....
- Α πα πα πα....
- Βάι βάι βάι...όι όι μανούλα μου
- τι ήταν αυτή η Λίλιαν βρε παιδιά....τι ήταν αυτό βρε συνάδελφοι...;
- Αμαρτωλό ήτανε, συνάδελφε, αμαρτωλό...Θέ μου φύλαε ήτανε.....
Βλ. και μουνί, καυλόμουνο, ξεψώλι, τρύπα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόκειται για πονηρά κωδικοποιημένο σλανγκ εποχής που σού επέτρεπε να αποκαλέσεις κάποιον πούστη χωρίς να μπορεί να σε μηνύσει για λίβελο.
Η πατρότητα της έκφρασης ανήκει στον δημοσιογράφο Γεώργιο Πωπ, εκδότη της εφημερίδας Αθήναι, ο οποίος σε κάποια προπολεμική φλογομαχία με αντίπαλο έντυπο έγραψε:
«τοιούτον άρθρον δεν διενοήθη νους τις, ουδέ έγραψε χειρ τις, αλλά πους τις»
Δηλαδή, «αυτό το άρθρο δεν διανοήθηκε να το γράψει ούτε νους, ούτε χέρι, αλλά πόδι».
Την έκφραση αυτή ανέσυρε απ’ την λήθη ο βολευτής Μ. Κεφαλογιάννης ο οποίος την εξαπέλυσε στον δημοσιοκάφρο Θέμο Αναστασιάδη με αφορμή κράξιμο που δέχτηκε μπουμπούκι-συνεργάτης του από το «Πρώτο Θέμα».
Στα πλαίσια βέβαια της ανικανότητας που τον διακρίνει, ο ανιστόρητος Κεφαλογιάννης απέδωσε την έκφραση στον Σπυρο Μελά. Ερωτηθείς από τον Νίκο Ευαγγελάτο εάν η χρήση τέτοιας έκφρασης συνάδει με το δόγμα του «σεμνά και ταπεινά» της κυβέρνησης, εκείνος το γάμησε και ψόφησε λέγοντας ότι εννοούσε ότι επίμαχο άρθρο ήταν «γραμμένο στο πόδι».
Ο Θέμος Αναστασιάδης, έκδοτης της εφημερίδας «Το Πρώτο Θέμα» απαντώντας στο «πους τις» του κυρίου Κεφαλογιάννη είπε χαρακτηριστικά: «του επιστρέφουμε το χαρακτηρισμό με όποια ορθογραφία του αρέσει...» (από ιστιοσελίδα)
Got a better definition? Add it!