Further tags

Κυριολεκτικά: Το προκομμένο κορίτσι, αυτό που έχει ιδιότητες που χρειάζονται αν θέλει κανείς να την παντρευτεί για να ανοίξει σπίτι και όχι κωλοχανείο, όπως (λέμε τώρα...) καλοσύνη, αγάπη, σεμνότητα, και λίγο από νοικοκυριό κι είσαι μέσα.

Σαρκαστικά 1: Το κορίτσι με τα ακριβώς ακριβώς αντίθετα χαρακτηριστικά από τα παραπάνω. Πουτανάκι και καριολίτα, βόμβα στα θεμέλια του σπιτιού αυτού που θα γκαβωθεί να την πάρει γιατί κάνει καλά κλαρίνα, μελλοντική αιτία σκοτωμών και ισοβίων καθείρξεων.

Σαρκαστικά 2: Περιπαικτική ατάκα σε άντρα που τον βλέπουμε να κάνει δουλειές του σπιτιού και να τις κάνει καλά, σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος...

  1. - Βαγγέλη! Κλείσ' το αυτό το ρημάδι το ίντερνετ, το σλάντζηρ και τα χαζά και έλα να δεις την Φωφώ που σε περιμένει η κοπέλα στο σαλόνι για καφέ!
    - Καλά ρε μάνα, καλά.
    - [Πιο χαμηλόφωνα και επιτακτικά] Έλα βρε, που βρέθηκε κορίτσι για σπίτι να σε πάρει, να σου μαγειρεύει και να σε πλένει και κάνεις και τον δύσκολο!
    - Έρχομαι asap μάνα.
    - Έλεος Χριστέ μου...

  2. - Και ποια παίρνει ο Βαγγέλης;
    - Την Φωφώ, προκομμένη κοπέλα και καλή μαγείρισσα έτσι;
    - Την Φωφώ; Τώρα μάλιστα... Κορίτσι για σπίτι... Μ' αυτήν έχω βγάλει κάτι γούστα... Μόνο πίπες γύρο ξέρει να φτιάχνει, άκου με που σε λέω...

  3. - Κολλητέ έχεις τίποτα από φαΐ ή να παραγγείλουμε κάνα γυρόνι;
    - Μισό, δικέ μου, τελειώνω τη φασίνα και βγάζω το φρικασέ από το φούρνο. Σπέσιαλ είναι, θα σε φτιάξω καλά τώρα.
    - Έτσι πως σε βλέπω αγόρι μου... Φτου σου! Κορίτσι για σπίτι είσαι!
    - Άι γαμήσου ρε! Και κόψε καμιά σαλάτα!
    - Έεετς!

Του Quino (από patsis, 21/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που με το φέρσιμό του, τις κινήσεις του, τις ατάκες του, την όλη παρουσία του βρε αδερφέ, αφήνει έναν αέρα αμφίσημης σεξουαλικότητας που γέρνει όλο χάρη και φρεσκάδα προς το ύποπτο.

Ο αρχαΐζων τύπος προσδίδει αυτήν την λεπτή ειρωνεία και διπλωματία που απαιτείται σε καταστάσεις όπου, υπάρχουν μεν στοιχεία μαστιγώματος του δελφινιού, αλλά η δικαιοσύνη επιβάλλει περισσότερα δείγματα γραφής για την τελική ετυμηγορία.

- Αμάν βρε μωρό μου, τι σου έχει κάνει ο Χαρίλαος και δεν βγαίνετε μαζί για καφέ; Μια χαρά είναι ο άνθρωπος, γείτονας χρόνια, ευγενικός, τόσες φορές σου έχει προτείνει να πάτε για ένα φρέντο...
- Ναι ρε συ, δε λέω, καλός ο Χαρίλαος αλλά δεν μου πάει να κυκλοφορήσω παραλία με την πάρτη του, κάτι δεν μου κολλάει...
- Τι δεν σου κολλάει;
- Να μωρέ, λίγο κεχαριτωμένος μου φαίνεται... Άσε που όποτε με πετυχαίνει στην είσοδο με ρωτάει αν θέλουμε να κάνουμε το ασανσέρ τυρκουάζ με κορδέλες...
- Α, να χαθείς ομοφοβικέ!
- Γιαλόμα, ε γιαλόμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H γκόμενα που έχει πολύ καλές επιδόσεις στο τσιμπούκι. Προέρχεται συνειρμικά από τη λέξη «οδοστρωτήρας».

«Μαλάκα, μου πήρε μία πίπα άλλο πράγμα, σωστός τσιμπουκωτήρας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από του φυσικού της κατάχλωμη και άβυζη γκόμενα, με βλέμμα αποτραβηγμένο σα να βλέπει παντού γύρω της ντεντ πήπολ (φαντάσματα ντε).

Μού 'χε στήσει που λες ο δικός σου ένα ραντεβού στα τυφλά και περιμένω εγώ να δω τι μου κανόνισε. Και βλέπω να έρχεται κατά πάνω μου ένας κάσπερ... Μια μισή μερίδα γυναίκα, χλωμή και μαζεμένη, λες και την έδερνα για τρία χρόνια πριν την γνωρίσω... Και ντεκολτέ.. αβυζαλέο φίλε! Σαν φωτοτυπία ταφόπλακας ένα πράμα... Μου ήρθαν στο μυαλό σκηνές από κάτι θρίλερ, τα χρειάστηκα, αφού έκανα το σταυρό μου στα κρυφά...

Kula Shaker, Hey dude, 1996. (από patsis, 11/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό της φυλακής.

Δεν είναι ο συνηθισμένος αρραβώνας με βέρες, πεθερικά και φαγοπότι, αλλά ο παρά φύσιν, που συμβαίνει μεταξύ δύο ανδρών, όταν ο ένας σκύβει να πάρει το σαπούνι.

Όποιος συνάψει πολλούς τέτοιους αρραβώνες, του γίνεται η ροδέλα κόσκινο.

- Γιατί ρε συ έβγαλε ο Στράτος το τραγούδι ο «Σαλονικιός»;
- Γιατί όταν είχε μπει στη στενή, ήτανε εκεί και ο Σαλονικιός (διάσημο μούτρο του υποκόσμου). Θα τον γλίτωσε φαίνεται από κανέναν αρραβώνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «έβαλα τα αρχίδια στο στόμα» αναφέρεται σε κλιματολογική κατάσταση απόλυτης απελπισίας, όπου επικρατεί τέτοιο πολικό ψύχος, ώστε ο μόνος τρόπος αναθέρμανσης των αδένων, να είναι να τα βάλει κάποιος στο στόμα.

Μάλλον προέρχεται και απο την έκφραση του προσώπου κάποιου που κρυώνει πολύ, όπου φουσκώνει τα μάγουλά του, καθώς φυσάει τις παγωμένες του παλάμες. Εκείνη τη στιγμή φαίνεται σα να έχει δυο μπαλάκια μέσα στο στόμα.

Ενδέχεται να προέρχεται και απο την βιομιμική επιστήμη, όπου κάποιοι παραδειγματιζόμενοι απο τα σκυλιά, έχουνε τέτοια ευλυγισία, ώστε να μπορούνε να δαγκάνε ή να γλύφουνε τα ίδια τους τα αρχίδια.

Κάποιος μπαίνει μέσα στη ζέστη.

- Μπρρρ! Ξεπάγιασα!
- Τι έγινε ρε συ, κάνει κρύο έξω;
- Με δουλεύεις ρε συ; ...Εδώ έβαλα τα αρχίδια μου στο στόμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα μεγάλου μεγέθους γυναικεία στήθη.

- Δεν πιστεύω να της είπες ναι;...
- Τι να κάνω, μου είχε πετάξει τα φουσκώνια της στη μούρη και με τούμπαρε...

(από Labros, 04/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ξεπεσμένη πουτάνα, πρώην καλή και τώρα γρια-μάπα... Όταν κάποια ξεπεσμένη παριστάνει την όμορφη. Έκφραση λιμανιού Πειραιά του 50' και πιο πριν.

Ίσα μωρή βακέτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορίζεται ως τύπος ομοφυλόφιλου, με όψη αντροβαρβάτη, ή με φωνή νταλικέρη, ή look «σκληρού» άντρα (μούσια, μουστάκες, δερμάτινα, αλυσίδες, μπλα, μπλα, μπλα...).

Υπάρχουν πολλοί...

Ο τραγουδιστής των Judas Priest, ας πούμε, είναι ένα καλό παράδειγμα...

Ο συγχωρεμένος ο Σεργιανόπουλος θεωρούταν τέτοιος...

Για άλλους η φωνή του Ψινάκη θεωρείται αντιπροσωπευτική βαρβατοπουστάρικη...

Ή ο γκέι που φορά John Varvatos. (από Khan, 14/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Gay θεωρία συνωμοσίας, απόκρυφη και μυστικιστική, σύμφωνα με την οποία αρχηγός, ηγέτης και καθοδηγητής είναι ο σκληροτράχηλος, ανθεκτικός και υπομονετικός που τον έχει φάει τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του.

Εμπνευσμένη από παλιό θρύλο που βρέθηκε γραμμένος στα αρχαία καλιαρντά σε ανασκαφές στα υπόγεια της Μασονικής στοάς Μυκόνου και παρά τον έντονο συμβολισμό του, εντέχνως θεωρήθηκε κυριολεκτικός και αγκαλιάστηκε αμέσως από την καλύτερη οργανωμένη ιστορικά gay μοναστική κοινότητα όπου και εφαρμόζεται ως τις μέρες μας.

Η κατά κόσμον εφαρμογή της προωθείται από έκφυλους ολιγάρχες που απεργάζονται την επιστροφή σε έναν εργασιακό μεσαίωνα.

...... – Σ' αρέσει, τέκνον Ιερόδουλε;
– Μ' αρέσει, αγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ και πανοσιολογιότατε Δωρόθεε, αλλά ο κώλος μου ριγεί και ο πόνος με τυλίγει... Προς τί άρα γε;
– Αληθώς λέγω σε... Για να γίνεις Ηγούμενος, πρέπει να σε γαμήσει ο προηγούμενος.

Δες ακόμη: μας πιάσανε στα πράσα και δεν φοράμε ράσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified