Further tags

Κρυφοπρόστυχη έκφραση που λεγότανε/λέγεται στην Κρήτη από γυναίκες για γυναίκες. Πρόκειται για έπαινο προς τις πολύ δουλευταρούδες χωρικές, οι οποίες τα κατάφερναν σε όλες τις αγροτοκτηνοτροφικές εργασίες (τρύγος, ελιές, άρμεγμα, βοσκή, τυροκομικά, σκάψιμο, κόψιμο ξύλων, πότισμα, κλάδεμα, θέρισμα, αλώνισμα και ξανά από την αρχή) το ίδιο καλά με τους άντρες, ενώ έκαναν φυσικά και όλα τα οικιακά. Έτσι, η μόνη δουλειά που δε μπορούσαν εκ φύσεως να κάνουν ήταν να τον κερνάνε (όχι ρακί, ρακί κερνούσαν).

Η φράση απαρχαιώθηκε όταν διαδόθηκαν και στην επαρχία τα στραπ-ον.

βλ. φωτό

(από xalikoutis, 15/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αδερφή του ελέους, η κραγμένη, πιθανόν και πρόεδρος του τοπικού σωματείου.
Έχει βγει, ο απεόφοβος, από την ντουλάπα εδώ και πολύ καιρό και μάλλον δεν τό 'χει ξαναμπαίνει γιατί φοβάται το σκοτάδι.

- Πστ! Πάρ' έναν γκέυλορντ με φτερά και πούπουλα!
- Δεν είναι σήμερα η γκέυ πράιντ ρεεεεε!!!

στο 8.25 (από jesus, 04/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που έχει πάρει διαζύγιο και ο πρώην σύζυγός της ζει. Από τις πλέον παρωχημένες και σεξιστικές εκφράσεις της Νέας Ελληνικής. Παλαιότερα δε, προ 20-30 ετών, η ζωντοχήρα ήταν συνώνυμο της γυναίκας αμφιβόλου ηθικής, αφού αν και δεν υπήρχαν απτά στοιχεία, θεωρούνταν δεδομένο ότι γαμιέται. Για τον λόγο αυτό, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν και χωρισμένη, σύμφωνα με το Urban Legend της εποχής. Σπανιότερα ο όρος χρησιμοποιείται και στο αρσενικό.

- Ρε συ, πού είσαι χαμένος τόσους μήνες;
- Έχω βρει μια ζωντοχήρα και μ' έχει ξεπουτσιάσει φιλαράκι.
- Τι άλλο να πω, παρά ΚΑΛΑ ΓΑΜΗΣΙΑ!

(από krepsinis, 12/09/08)(από limadoros, 22/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση την οποία άκουσα στην Πελοπόννησο. Αναφέρεται σε γυναίκες κοντές, σε βαθμό τέτοιο που, μεταφορικά, όταν κλάνουν σηκώνουν σκόνη, σύμφωνα με την κλασσική και γνωστή έκφραση. Το κοντοκλάνι συνήθως το παίζει μαγκιώρα και σκληρή, προληπτική πολιτική προκειμένου να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις που δέχεται πανταχόθεν, λόγω του μικρού μεγέθους του.

- Ρε τι κοντοπούτανο είναι αυτό εκεί;
- Μη μου πεις ότι σ' αρέσει αυτή;
- Την ξέρεις;
- Όχι μωρέ, πήγα να της μιλήσω τις προάλλες και μου το έπαιζε δύσκολη. Μου έγινε και γκόμενα, το κοντοκλάνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γεροντομούνω, -α: Γυναίκα άνω των 45, η οποία παραμένει σεξουαλικά ενεργή και δεν το κρύβει. Το πρώτο συνθετικό της λέξης δίνει το στίγμα της ηλικίας, το δε δεύτερο προδίδει την αυξημένη σεξουαλικότητα της γυναίκας. Η γεροντομούνω είναι συνήθως ανύπαντρη ή χωρισμένη και σε αρκετές περιπτώσεις η σεξουαλικότητά της είχε καταπιεστεί κατά τη νεότητά της.

Ήρθε το ξαδερφάκι μου από τη Θεσσαλονίκη και πήγαμε για καφέ Γλυφάδα χθες. Φίλε, τον είχε σταμπάρει μία γεροντομούνω και τον έπαιζε άγρια, αν έκανε κίνηση πιστεύω θα την έπαιρνε επί τόπου.

Δεν ξέρω στα νιάτα της τι έκανε, τώρα πάντως γαμεί και δέρνει. (από joe909, 19/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βάφομαι υπερβολικά, χρησιμοποιώντας μεγάλη ποσότητα από κάθε είδους καλλυντικό. Προτιμάται από τον όρο ''παστώνομαι'' αν θέλουμε να τονίσουμε την υπερβολική χρήση κραγιόν.

- Έλεος! Στο σούπερ μάρκετ θα πάμε. Πρέπει να γίνεις κλόουν για να σκάσεις μύτη; Ρεζίλι θα γίνουμε...

Όχι πάντα κακό. (από Galadriel, 26/02/09)όχι πάντα ακινδυνο (από gaidouragathos, 06/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βάφομαι υπερβολικά, χρησιμοποιώντας κυρίως μεγάλη ποσότητα make-up και ρουζ. Συνώνυμο: γίνομαι κλόουν.

- Κανονίσαμε με την Ντέπυ να πάμε για τζόγκινγκ το πρωί. Κι αν έχεις τον θεό σου ρε Γωγώ... Πάστώθηκε μ' ένα κιλό make-up και ρουζ και στικ πρωί-πρωί και ήρθε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν προσεγγίσουμε τον όρο κατά λέξη, είναι ο άρχων των ομοφυλοφίλων, ο επικεφαλής, ο αρχηγός. Κατά το Ίλαρχος, Ίππαρχος, Δήμαρχος, ο καθοδηγών τους πούστηδες. Το νόημα ωστόσο παραπέμπει στην άλλη έννοια που ενέχει η λέξη, δηλ. στον φορέα κακίας, πονηριάς, ψεύδους και βλαπτικότητας. Το δεύτερο συνθετικό τονίζει έντονα το μέγεθος της κακότητας του ατόμου, είναι κάτι παραπάνω από «πούστης», δεν «εξηγείται πούστικα» ούτε «κάνει πολλές πουστιές». Κάποιες φορές στον στρατό χρησιμοποιείται εναλλακτικά και ως ο οπλίτης που κάνει ό,τι πουστιά περνάει από το χέρι του για να «χώσει» μέσω του βύσματος που διαθέτει τους άλλους φαντάρους.

- Ρε συ, αυτό το κωλόπαιδο ο Μίμης, συντοπίτης σου δεν είναι;
- Μην τον αναφέρεις καθόλου αυτό το αρχίδι, πρόκειται για μεγάλο πούσταρχο, πραγματικά μισητή μορφή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα που δεν έχει τίποτα ωραίο πάνω της! (πάτος σε όλα)

- Ρε Σάκη, πώς σου φάνηκε η καινούρια;
- Άσε ρε φίλε, πολύ πατόλα!

Bλ. και σχετικά λήμματα μπάζο, το, μπαζόλα, μπαζόλι, το, μπαζολιό, το και μπαζόμπαζο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ήσυχος, μικροκαμωμένος, λακωνικός και διακριτικός πούστης, ο οποίος, από δειλία ή από ηθική, τέλος πάντων, πολλές πουστιές δεν κάνει.

Ίσως βγήκε επειδή θυμίζει ηχητικά το πισπιρίγκος αλλά πλέον η ηχητική συγγένεια με το στριγκ και τα παράγωγά του είναι καταλυτική.

- Ο Στέλιος καλό παιδί ρε φίλε, αλλά πολύ ήσυχος, ξεχνάς ότι υπάρχει....
- Ε, πουστρίγκος είναι...
- Ναι, ε;
- Αλλά καλό παιδί, όντως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified