Further tags

Η αντρογυναίκα, συνήθως αρρενωπή, ψηλή και υπέρβαρη. Μερικές φορές χρησιμοποιείται για την τσαούσα, δυναμική γκόμενα, που πιάνει τον ταύρο απ' τ' αρχίδια, γυμνασμένη, αθλήτρια.

Αρχετυπικές νταρντάνες είναι οι χωριανές που περνάνε τη μέρα στα χωράφια σκάβοντας και που παρότι έχουν 5 παιδιά, λόγω τρόπου ζωής δεν ασχολούνται με τη θηλυκότητά τους.

- Ρε ο Κώστας τα έφτιαξε με μπασκετμπολίστρια. Μια νταρντάνα μαλάκα, δίμετρη.
- Σοβαρά; Είναι καλή γκόμενα, ή του βγήκε «μητσάρας»;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδευτικός, περιπαικτικός χαρακτηρισμός ομοφυλόφιλου ανδρός. Σύνθετη λέξη εκ των χαϊδεύω και κώλος, αναφέρεται στην τάση για χάιδεμα των οπισθίων άλλου ανδρός ή των δικών τους από άλλον. Η χρήση για γυναίκες (ομοφυλόφιλες και μη) είναι λανθασμένη και θα πρέπει να αποφεύγεται.

Συνώνυμα: αδελφή, συκιά, πισωγλέντης, κουνιστή, γυναικωτός, κίναιδος, πούστης, gay και διάφορες παραφράσεις αυτών (αδέλφω, καπετάν-Πισωγλέντης, κουνίστρα κ.λπ.)

- Δεν το 'χα πάρει πρέφα ρε συ ότι ο Γιακουμής τον παίρνει.
- Έλα ρε μαλάκα, ξεκόλλα! Ο Γιακουμής χαϊδοκώλης;
- Ε άμα σε λέω. Την έπεσε στον Μηνά κανονικά. Γάμησέ τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπερβολικό μακιγιάζ.

Δείχνει να έχει ωραίο δέρμα. Αν όμως βγάλει τον σοβά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρώτος τη τάξει, ο έχων το γενικό πρόσταγμα. Η χρήση του πρώτου συνθετικού καπετάν είναι προφανής, είτε εννοεί τον καπετάνιο στη θάλασσα, είτε εννοεί τον καπετάνιο του βουνού (αντάρτη), αφού και στις δυο περιπτώσεις υποδηλώνει την ηγετική του θέση μέσα στο σύνολο. Το δεύτερο συνθετικό αρχίδας οφείλεται αφ' ενός στο γεγονός ότι κατά τεκμήριο οι καπεταναίοι (στεριανοί και θαλασσινοί) είναι άντρες και ωσεκτουτού έχουν κοινό χαρακτηριστικό μεταξύ άλλων τους όρχεις, αφετέρου δε στην σεξιστική και φαλλοκρατική κρατούσα άποψη στην Ελλάδα ότι οι όρχεις είναι το πολυτιμότερο κομμάτι του σώματος.

Σημειώνεται ότι παρά την ύπαρξη αξιόλογων γυναικών σε ηγετικές θέσεις, η έκφραση καπετάνισσα μούνα ποτέ δεν υπήρξε δημοφιλής και αντ' αυτής χρησιμοποιείται ως γενική περιγραφή το καπεταν αρχίδας, ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες.

- Πρώτη μέρα στη δουλειά ο τύπος και μας τα 'κανε τσουρέκια. Ποιος νομίζει ότι είναι, ο καπετάν αρχίδας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που «γεμίζει» ή «γεμίζεται» από πίσω, ο πούστης.

Ο Τάκης είναι τελικά πισωγιομίδης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ιδιαίτερη κατηγορία γυναικών με ιδιαιτέρως μικρό στήθος (το επονομαζόμενο και «πλάκα») και με οπίσθια που δεν γεμίζουν ακριβώς το παντελόνι.

- Το είδες το Τζενάκι; Κουκλί μονάχο!
- Καλή φάτσα, δε λέω, αλλά αβύζου και ακώλου γωνία ρε παιδάκι μου.

Βλ. και κόντρα πλακέ, αβυζαλέο, το.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουνάνι (punany ή poonani) σημαίνει αιδοίο. Είναι λέξη Ινδικής προελεύσεως - απαντάται στην Κάμα Σούτρα - και είναι δημοφιλής στους κύκλους των μαύρων του LA και των Τζαμαικάνων του Λονδίνου.

  1. "You only love me when you want punanι!" (Από άλμπουμ του Τόμμι Λη)

  2. "Hear me now. Riiiiide the punany. Ride the punany" (Ali G)

  3. Do you want to smell my poonani? (Ανωνύμου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδερφάρα, εντελώς θηλυπρεπής άντρας.

Ρε συ γνώρισα τον Μάκη χτες... Τι κραγμένη που είναι ρε παιδιά, και νόμιζα ότι ήταν σοβαρό παιδί!

Βλέπε και τελειωμένος/-η.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κραγμένη αδερφή, ομοφυλόφιλος που δεν φοβάται να το δηλώσει δημοσίως.

Ρε συ όλο με την κοπέλα μου μιλάει ο Αλέκος.
— Μην τον φοβάσαι ρε, είναι δηλωμένη, το πολύ να γίνουν φιλαράκια.

Δες και βγαίνω απ' τη ντουλάπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O ομοφυλόφιλος, αλλά και η γυναίκα που δεν έχει άντρα, η νυμφομανής.

- Αχ δεν είναι πολύ άντρας ο Μπάμπης;
- Ο Μπάμπης; Ας γελάσω! Ρε αυτός είναι γνωστός poutsless.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified