Further tags

Η ψώλα, (ως γνωστόν το τσόλι) και ενίοτε το ξεψώλι (με την αρνητική έννοια πάντα), σε συνδυασμό με την ταμπλέτα η οποία, στο πέρασμά της, καθαρίζει τα πάντα αδιακρίτως.

Το εν λόγω υβρίδιο βγαίνει σε όποιο χρώμα επιθυμείτε, αλλά για καλύτερα αποτελέσματα προτιμήστε το μπλε (η καλύτερη απομίμηση της CALGONIT-ταμπλέτας). Το συνιστούν οι μεγαλύτεροι κατασκευαστές καλτσοδέτων.

Πώ ... πώ... τί ψωλοκαυλέτα είσ' εσύ μάνα μου!!!! Βγαίνεις και σ' άλλα χρώματα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα (νεαρή συνήθως) που υπερβάλλει (από φυσικού της όμως) τόσο πολύ στις χαρακτηριστικά γυναικείες κινήσεις και νάζια, που θυμίζει κραγμένη αδελφή.

Ως εκ τούτου δεν την παρομοιάζω με τον νταλικέρη.

πάσα: Χαλικού (και Βράστα) από το σχόλιό του στο μπάι.

Είναι βέβαια και δε ρεαλ θινγκ, βλ. εδώ.

- Ωραία γκόμενα η Βάλια αλλά κάτι με χαλάει ρε γμτ...
- Είναι γυναίκα πούστης, αυτό σε χαλάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από σαχλή προσφώνηση μωρού κοριτσιού (τ. «μπέμπα» κι έτς), ή όνομα κατοικιδίου, σημαίνει και την τροφαντή (αλλά όχι απαραιτήτως νόστιμη) κοπέλα, η οποία επί πλέον δίνει την εντύπωση της μπεμπέκας.

Λέγεται γούτσικα, πειρακτικά ή/και υποτιμητικά. Μπορεί επίσης να ειπωθεί (ειρωνικά πάντα) και για καμιά ξεμωραμένη μιλφ.

Επίσης λέγεται και από μηχανόβιους για τις μηχανές τους (οι οποίοι ως γνωστόν έχουν ένα θέμα φροϋδολιμπιντικό με δαύτες, το οποίο υποθέτω πως κατάγεται από την εποχή των φοράδων), όπως βλέπουμε εδώ...

Εν μέρει συνώνυμο με την λολίτα.

Αρσενικό: μπουμπούκος - καμία σχέση.

  1. - Ωραίο το μουνάκι που χτύπησε ο Ισίδωρας;
    - Νταξ, λίγο μπουμπού αλλά θα στρώσει.

  2. Τι το παίζεις μπουμπού μωρή ξεκωλόγρια, δε σε παίρνει αφού ...

  3. - Έλα μωρούλι μου, έλα μπουμπού μου, κάτσε πάνω στο παπί μου.

  4. μπουμπου στη μεσογειων:
    σε είδα,ησουν στην μεσογείων σε χτύπησε ένα μηχανάκι και έσπασες το προφέσιοναλ κινιτο σου (νοκια).αντεδρασες γρηγορα-τρομερα αντανακλαστικα αλλα εισαι λιγο αδυναμος και εχεις παχυνει λιγο,σα βαρελακι εχεις γινει.εισαι τρελλη μπουμπου. η κοπελια απο τα φλοκα.
    (από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη σε μέγεθος κλειτορίδα, το γλωσσίδι. Ο όρος διασώζεται από τον Ηλία Πετρόπουλο.

Πάσα: Στέφανος.

- Της έφαγα το μουνί, μιλάμε! Νά ήταν το παραψώλι της!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καυλόγερος / καυλόγρια, δηλαδή γύρω στα 50 με 60-65, μαλλί βαμμένο ό,τι νά 'ναι και καυλερό ύφος και look σαν να ήταν τζόβενα. Μπορεί να ανήκουν στην κατηγορία και κάποιες περιπτώσεις των 45 ετών.

  1. Για δες την καυλόγρια που έιναι τίγκα στην πατσά και το παίζει και μιλφάρα. Το στρινγκάκι της έλειπε και το κολάν.

  2. Η Μάρω από τότε που πήγε στο ΤΕΙ στην Άρτα νταραβερίζεται με έναν καυλόγερο με μια αλβανική μπέμπα κάμπριο.

David Coverdale, η ενσάρκωση του γεροντότεκνου- καυλόγερου (από Sasa, 13/02/11)

βλ. και ξεκωλόγρια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη και άχαρη γυναίκα. Το μπάζο, η φλόμπα, η πατόζα. Σαλονικιώτικη κυρίως έκφραση.

- Φίλε, ο Μήτσος χτύπησε γκομενάκι χτες!
- Ποιο μωρέ; Η Σούλα η τσιμεντογωνία;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μια λεσβία κάνει έρωτα με άνδρα και η γνώμη της για τ' άλλο φύλο αλλάζει.

- Φίλε, γάμησα μια μεθυσμένη λεσβία χθες. Την ξέσκισα κανονικά.
- Αλήθεια;
- Ναι, ρε. Την ξελεσβίωσα λέμε.

(από Khan, 24/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερωτική πράξη, σύντομη, χωρίς προκαταρκτικά και παρελκόμενα, με σκοπό την ερωτική αλάφρωση και ψυχοσωματική απελευθέρωση.

- Τι έγινε με το ραντεβού σου εψές;
- Εντάξει, πήγα στο σπίτι της για ένα ξεραδάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία λέξη που που ζυγίζει τόνους. Μία λέξη προσβλητική όσο δεν πάει παραπέρα. Αυτή η λέξη λέγεται μόνο σε εξαιρετικά συγκεκριμένες περιπτώσεις, όταν αναφερόμαστε σε ξεσχίστου τύπου γκόμενες ή σε σκύλες ανέραστες που γαμιούνται με πολύ λαό και, από τον πολύ πούτσο, τσιγάρο και ξενύχτι, η φάτσα τους έχει πάρει την κάτω βόλτα. Χωρίς να σημαίνει απαραίτητα ότι είναι άσχημες.

- Καλά ρε τι μουνί ήταν αυτό δίπλα μας στο bar;
- Α μωρέ και εσύ όλες τις χυσομούρες κοιτάς που γαμιούνται σαν σκυλιά και έχουν περάσει από 30 χέρια!

Το Cif είναι ο φίλος της καλής νοικοκυράς (λινκ ντε) (από Khan, 04/02/11)Γιουσομούρια. (από patsis, 09/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο με τον παπατζή στην κυριολεκτική έννοια, δηλαδή η παίκτρια του ''παπά''.

Μεταφορικά περιγράφει γυναίκα, ενήλικη, με ευχέρεια λόγου, έντονη πειστικότητα που αφήνει μία εντύπωση αίσθησης ερωτοτροπίας με μη εκπληρώσημες υποσχέσεις και συνήθως με εμπλοκή ανταλλαγμάτων εκ μέρους των μνηστήρων (θαυμαστών).

- Τι κάνει ο Μήτσος με την ''κούκλα'' απέναντι;
- Τίποτα δεν θα κάνει, αυτή είναι γνωστή παπατζού περιωπής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified