Further tags

Εργαζόμενη κοπέλα σε μπαρ κονσομασιόν όπου οι θαμώνες αγοράζουνε (κερνάνε) ποτά στα εργαζόμενα κορίτσια εξασφαλίζοντας χρόνο ομιλίας, όσο διαρκεί η κατανάλωση του ποτού (το οποίο είναι αναψυκτικό, αλλά σερβίρεται και χρεώνεται σαν αλκοολούχο). Τα κορίτσια εισπράττουν ποσοστά από το μπαρ για κάθε ποτό που τους κερνάει ο κύριος (θαμώνας).

  1. - Πω, πω, δες ένα καυλόνι στο περίπτερο...
    - Ποια ρε, αυτή την καμπαρετζού;

  2. Ο Μίλτος ο Χαζοκάβλης ήτανε πάλι χτες στο κονσομασιονετζίδικο μες τα μπαλαμούτια με τις καμπαρετζούδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ macho gay. Ο υπέρ το δέον φουσκωτός σε στυλ άγριου πορτιέρη αλλά με πωπό λουγκρίτας. Μιλάμε για πολλές ώρες σε γυμναστήριο (συν κάμποση αναβολικούρα μέσα, για να δέσει το γλυκάκι). Συνήθως made in USA. Το στυλάκι φοριέται πολύ στη Μύκονο. Άντε παιδιά, καλούς απογόνους...

Έχουνε γίνει όλοι φουσκωτόπουστες. Ούτε να τους κράξεις δεν μπορείς πλέον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φλόμπα, το μπάζο, η ξεπλένω, γενικά μια σκέτη ομορφιά ένα πράμα, μια γυναίκα ουχί μόνον τέρας ασχήμιας, κοντή, χοντρή, αντισέξ, κακοντυμένη, βρωμερή, τρισάθλια και τα λοιπά, αλλά και ψιλο-μαλακοβιόλα ή και άκρως αντιπαθής.

Ηλικία: ό,τι.

Τι μου την έφερες τη στρέμπα ρε πούστη στο πάρτυ, δε φτάνει που είναι σα γαμώ τον Χριστό μου μέσα, μας ξενέρωσε και με τις μαλακίες που έλεγε όλη νύχτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκέι που δεν έχει βγει από την ντουλάπα, αλλά διάγει ζωή στρέιτ, ίσως και οικογενειάρχη, με μια άμωμη βιτρίνα, ενώ στην πραγματικότητα το τινάζει το λιόδεντρο. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν θα πούμε ποτέ «κρυφός» εν προκειμένω, αλλά μόνο «κρυφή», εννοείται αδερφή.

Αντώνυμα με διαφορετική χροιά: δηλωμένη, κραγμένος/-η, ξεφωνημένη.

Αχ αυτές τις κρυφές να φοβάσαι, αγάπη μου, αυτές τις κρυφές!
(Δήλωση γκέι που έχει βγει απ' τη ντουλάπα).

(από Khan, 28/01/14)

Συνώνυμα: κρυφαδερφή, κρυφοσυκιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πετούγια ή και μπετούγια λέμε και την εύκολη γυναίκα, την κοινή άμα θέλετε, όπως ακριβώς κοινή είναι και η μπετούγια για να ανοίξεις την πόρτα.

Όχι, αν είσαι μάγκας να ανέβεις από το παραθύρι της της *μπετούγιας* ή να σου ρίξει κάτω τα μαλλιά της να ανέβεις, η [σκορδόπιστη](http://www.slang.gr/definition/5494-skordopisti)!!! Κοινή για όλους μέσα στο σπίτι και στα σπίτια όλου του κόσμου, εύκολη στη χρήση, με ένα τσακ, μπήκες, απλά πράγματα. Σαν το [πατσαβούρα](http://www.slang.gr/lemma/106-patsaboura), ένα εύκαιρο πάνω απ' όλα, πανάκι να μαζεύεις τις βρομιές σου. Αλλά και οι μπετούγιες έχουν αποδειχτεί να έχουν παραπάνω μικρόβια ακόμα κι από τα πληκτρολόγια, που έχουν παραπάνω μικρόβια από τη λεκάνη της τουαλέτας. Ίσα μωρή *μπετούγια*, κατευθείαν παρασύνθημα, ανοίγω και χωρίς τα κλειδιά. Τα πορτοπαράθυρά σου είναι πάντα διάπλατα για μένα. Ξεσκισμένη καριόλα!

Ξεσκισμένη καριόλα: «Έξι μπετούγιες ίνοξ, στο τιμολογιάκι, χονδρική, ε;».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνική παράφραση του «copy paste».

Κυριολεκτικά σημαίνει κάνω αντιγραφή (copy) ένα επιλεγμένο χωρίο κειμένου και έπειτα το κάνω επικόλληση (paste) στην επιθυμητή περιοχή.

Μεταφορικά όμως, που είναι και η πιο συχνή χρήση του, σημαίνει ότι κάποιος κουνάει την αχλαδιά ή κανελώνει το ρυζόγαλο, κοινώς έχει ορέξεις ως προς το ίδιο γενετικό φύλο.

- Καλά ε! πολύ λουγκρητία μας έχει προκύψει ο Δευκαλίωνας...
- Καλά ρε μαλάκα, τώρα το κατάλαβες; Αυτός παστώνει το κοπίδι εδώ και χρόνια!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τη φράση αυτή, που έχει τις ρίζες της στα πρωτόλεια φλερτ που λαμβάνουν χώρα στις σχολικές αίθουσες του Δημοτικού, επαναφέρουμε στην τάξη κάποιον που επιδίδεται σε καμάκωμα σε ακατάλληλο χώρο και χρόνο.

Η φράση προειδοποιεί τον παραβάτη για το άκαιρο του καμακώματος και του εφιστά την προσοχή ως προς την τήρηση των καθηκόντων του τη δεδομένη στιγμή.

(Kατά τη διάρκεια εγχείρησης):

Χειρουργός: - Όταν σου πω, θα ακουμπήσεις το ηλεκτρόδιο του καυτηριασμού στη λαβίδα, οκέικ;

Α' βοηθός (Λάουρα): - Ντάκσει.

Β΄Βοηθός (Καυλαγόρας) προς Λάουρα: - Να σου τον ακουμπούσα λίγο κι εγώ όταν τελειώναμε;

(Χειρουργός): - Το καμάκι εκτός αιθούσης, Καυλαγόρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία προκύπτει από την ενστικτώδη διάγνωση ότι τα υγρά του αντικειμένου του πόθου διακρίνονται από την γλυκιά τους γεύση, την ωραία μυρωδιά και ενδεχομένως από θεραπευτικές ιδιότητες. Παίζει επίσης και η προσμονή της αγιοσύνης μετά την κατάποση, ιδιότητα που, αν και αποδίδεται από την εκκλησία στην μαυροδάφνη, εντούτοις και άλλες ουσίες την διεκδικούν.

Τυχόν ταύτιση του λήμματος με την πασίγνωστη έκφραση: «Σφάξε με αγά μου να αγιάσω» είναι υπό συζήτηση.

-Πω ρε μάγκα τι κόμματος είναι τούτος;
-Πού ρε συ;
-Να πίσω σου. Χύσε πασά μου να μεταλάβω!!!

(από Khan, 28/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τον εναλλασσόμενο στις σεξουαλικές του προτιμήσεις, κοινώς τον αμφισεξουαλικό.

Συνώνυμα: μπάι, μπάι-μπάι ντάρλινγκ, αμφίβιος, Freddie Mercury, παντός καιρού, κ.α.

No pun intended με το θρυλικό Αυστραλιανό hard rock συγκρότημα των AC/DC. Ο όρος ac/dc κανονικά σημαίνει το εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα (alternating current/direct current).

Εμ, πως να μη βγει Ι15 στον Έψιλον Σου; Αφού πήγε και δήλωσε από την πρώτη μέρα AC/DC!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπότσα: κατ' αρχήν ο όρος δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συγχέεται με τον όρο σάπια ή με τον όρο πατσαβούρα.

Πρόκειται για ιδιαίτερης ασχήμιας αδύνατη κοπέλα. Τις περισσότερες φορές είναι άκωλη, ψηλή, με πολύ γαμψή μύτη και γουρλωτά μάτια. Η μόνη ομοιότητα της με την σάπια είναι η πεποίθησή της ότι είναι μουνάρα (κρατούσα άποψη).

Ο Παναγάκος Γιώργος υποστηρίζει, μεμονωμένα όμως, ότι η μπότσα, εκτός από όλα τα ανωτέρω, είναι και κακοντυμένη.

- Δυνατό μουνί η ξένια. Ψηλή και κρεβατογεμίστρα.
- Ίσα ρε η άκωλη. Άμα βγάλει και τον μπαζοκρύφτη από την μούρη της θα δεις τι μπότσα είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified