Selected tags

Further tags

Στη σεξοσλάνγκ σημαίνει γλείφω σχετικά επιφανειακά λ.χ. το αιδοίο, τον πρωκτό ή μια άλλη ερωτογενή ζώνη με κινήσεις της γλώσσας που με λίγη φαντασία θυμίζουν κινήσεις σπατουλαρίσματος.

  1. Η γλώσσα μου χάθηκε ανάμεσα στα μπουτάκια της και ακούμπησε το μουνάκι της. Τραντάχτηκε ολόκληρη και τα πόδια της ανοίξανε πιο πολύ. Συνέχισα απαλά με τη γλώσσα μου να σπατουλάρω το μουνάκι της και με τα χέρια μου έβαλα το ένα πόδι της στην πλάτη του καναπέ και το άλλο κάτω. Τώρα το μουνάκι της βρισκόταν μπροστά μου με τα μουνοχειλάκια λίγο ανοιγμένα και κατακόκκινα από γκαύλα. ("Μαθήματα στην άβγαλτη γειτόνισσα", από flock.gr).
  2. Ο ίδιος παραδέχθηκε, πριν την διείσδυση, αρέσκοταν να φιλάει με το στόμα, να αρμέγει το κογχύλι της γυναίκας. Να σπατουλάρει τη Σχισμούλα. (Η Λατρεμένη Στενή Ατραπός των Σοδόμων, όπου ο Ερεβοκτόνος παρουσιάζει και 40 αρχαιόκαυλες λέξεις για το αιδοίο).
  3. ελπίζω κάποια στιγμή να με αφήσει να της "σπατουλάρω" μουνί και πίσω τρύπα, έχω τεράστια ανάγκη να γλύψω [sick] αυτό το μωρό εδώ και πάρα πολύ καιρό,αλλά δεν αφήνει.. (Επίδοξος Πυγμαλίων- το γλείφω με ύψιλον!- από μπουρδελοσάη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ένα κλικ λιγότερο μεταφορικά από τον άλλο ορισμό για τα γλειφτρόνια, είναι το κυριολεκτικό σπατουλάρισμα, δηλαδή το επιφανειακό γλείψιμο σε αιδοίο, πρωκτό ή άλλη ερωτογενή ζώνη με κινήσεις που με λίγη φαντασία θυμίζουν σπατουλάρισμα τοίχου ή άλλης επιφάνειας.
  1. Ξαναμμένο πουτανάκι γαμιέται στο μπάνιο, μετά από καλό σπατουλάρισμα! (Από σάη για ενήλικες).
  2. Τα θετικά της είναι οτι κάθεται χωρίς να βιάζεται, δέχεται σπατουλάρισμα πολύ καλό στο νινάκι της, αν είστε πεντακάθαροι και την έχετε καβλώσει καλά με το σπατουλάρισμα ίσως δεχτεί και δαχτυλάκι. (Από μπουρδελοσάη).
  3. Ρομαντικα γλωσσοφιλα κατευθειαν, και σιγα σιγα αρχισα να κατεβαινω μεχρι που εφτασα στο μουνακι της αλλα για καποιο ανεξηγητο λογο δεν ειχα αναγκη να το γλυψω [sick]. Δεν ξερω γιατι.. Αντιθετως την εβαλα να ξαπλωσει μπουμητα και επαιζα με την κωλαρα της και φυσικα αρχισα να τη γλυφω [sick].. Εκανα και ενα συντομο σπατουλαρισμα στο κωλοτρυπιδι της. (Ακόμη ένας Πυγμαλίων γλύπτης).

2.Επίσης το να χρησιμοποιείται μέικ απ και άλλα καλλυντικά μέσα ώστε να μη φαίνονται οι ρυτίδες και άλλες ατέλειες ενός προσώπου.

H Kαινούργιου είναι αντικειμενικά άσχημη γυναίκα. Εδώ με τόσο σπατουλάρισμα και δεν την συνεφέρνουν...(Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικός χαρακτηρισμός ή βρισιά για παθητικό ομοφυλόφιλο ή για θεωρούμενο ως τέτοιο. Επίσης και τρυπιοκώλα για γυναίκα. (Λες και των άλλων δεν είναι τρύπες οι κωλότρυπες αλλά τέσπα). Βλ. και τρύπιος, τρύπια, κωλοτρυπάτος.

  1. Αυτά μόνον στην Ελλάδα με τα βαλκανικά σύνδρομα λεγόντουσαν. Ότι ο μεν είναι φούστης, ο δε κωλόμπα. Στην πραγματικότητα και οι δύο είναι ομο, άσε ότι πάνω στο παιχνίδι, πάνω στο βογκητό, επειδή η απόσταση της τρύπας είναι μόλις δυο πόντους από το μπροστινό εργαλείο, επιτόπου μπορεί να γίνει το μπέρδεμα. Και ο τρυπιοκώλης να τον φερμάρει στον άντρα τον πολλά βαρύ και μετά, αν γίνει γυριστή και στο αλλοιώς η δουλειά, ο «ενεργητικός» να βρεθεί με το λουκάνικο στο στόμα. Ανάμεσα σε κοπτήρα και φρονιμίτη και σίγουρα δεν θα τον λοιώσει με τα δόντια. (Διερωτήσεις από τον Αποδυτηριάκια).
  2. τρυπιοκωλης ειναι και οταν ερθει στο χαριλαου θα του τον καρφώσουμε για τα καλα... (Η συνέχεια της συζήτησης από το παράδειγμα στο λεβεντόπουστας).
  3. Πάλι πελάτες ψαρεύεις μωρή τρυπιοκώλα σκρόφα; (Αλλού στο μπουρδελοφόρουμ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θρυλικό σχήμα λόγου του τιτάνα αθλητικοδημοσιοκάφρου Γιώργου Γεωργίου στο θρυλικό βίντεο για την Eurovision το οποίο εκφράζει την άμμεση επιθυμία ενός ομοφυλόφιλου για πρωκτική επαφή.

Μηπώς έχετε να μας κάνετε ένα τάλαρο λιανά?

συνοδεύεται και απο κίνηση χεριού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το κλύσμα πιθανόν και με τις μεταφορικές σημασίες που βλέπουμε εδώ, εδώ και εδώ. Προέρχεται από τη λέξη πούλη= κώλος, πιθανόν εκ της λέξης bul της ρομανί, και της λέξης μουσαφίρης= φιλοξενούμενος εκ του τουρκικού misafir < αραβικό مسافر (mosâfer =ταξιδιώτης). Πρόκειται, επομένως, για έναν φιλοξενούμενο στον πρωκτό.

Τζους μωρή ψαμοσκελού... άντε να βρεις καμιά γκαζοζού να σου αβέλει κανά πουλομουσάφιρο.. (Από το Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφενός είναι ο καναπές, όπου κάθεται ο κώλος μας αναπαυτικά, ή η πράξη ή συνήθεια του καθισιού, της ραστώνης, νωθρότητας, απάθειας, ή ο ίδιος ο καναπεδάκιας.

  1. Κατέβηκα στην προκυμαία και περπάτησα μέχρι το λιμάνι, διαδρομή που κάναμε παλιά για να ξεμουδιάσει ο κώλος μας από την κωλοκαθίστρα. (Εδώ).
  2. Το σημαντικότερο εδώ να σημειώσω, είναι ότι θα ξελακουβιάσει η καρέκλα που από την κωλοκαθίστρα έχει αλλάξει χρώμα. (Εδώ).

Αφεδύο είναι η γυναίκα ή κόρη που προσφέρεται για πρωκτογάμευση, που κάθεται με τον κώλο. Και κατά μεταφορική επέκταση ο κάθε ηττημένος, διασυρμένος, συντετριμμένος, ξεφτιλισμένος.

Έβαλε δυο γκολ στην Κ20 και την κωλοκαθίστρα Ιτάνζ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: Ο γεννημένος εκ του πρωκτού βλέπε και κώλος

Μεταφορικά: χρησιμοποιειται προσβλητικά για πρόσωπο που αντιπαθεί κάποιος ή γενικότερα συμπεριφερεται ύπουλα βρόμικα υποκριτικά

Παράδειγμα Είδα ρε μαλάκα το κωλόβγαλμα το Τακη χθες βράδυ και του ζήτησα να μου επιστρέψει τα δανεικά κι αντί γι αυτό είδα γρατσουνιές στο αμάξι μου το πρωί!!τέτοιο κωλόβγαλμα μιλάμε!!

Got a better definition? Add it!

Published

Το λέμε για να προειδοποιήσουμε κάποιον, με έμφαση,για ζημιά που μπορεί να πάθει.Και θα είναι τέτοια,που μπορεί (μεταφορικά) να κουβαριαστεί,να διπλωθεί,να γυρίσει ανάποδα κλπ,σε βαθμό που θα δεί κατάφατσα και αυτοπροσώπως την κωλοτρυπίδα του.

''Πάλι καπνίζεις ρε πανίβλακα;Δεν είπε ο γιατρός ότι κινδυνεύεις;Συνέχισε έτσι εσύ,μέχρι να δείς του κώλου σου την τρύπα.''

Got a better definition? Add it!

Published

Ο λάτρης των ωραίων γλουτών, σε μια πιο μέτα προσέγγιση του λήμματος. Ο αισχρός, ανήθικος, εγωιστικός και ύπουλος τόνος της πιο διαδεδομένης σημασίας παραμένει, όμως τώρα καλύπτεται από ένα πέπλο λαγνείας. Με αυτή τη σημασία χρησιμοποιείται ως λογοπαίγνιο.

Συνώνυμα: κωλάκιας

- Ρε, ρε! Την τσέκαρες αυτή με το χρυσό κολάν;
- Εγώ ρε; Αφού ξέρεις ότι είμαι μεγάλος κωλάνθρωπος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός μουσικής, ρούχων, χώρου και γενικότερα κάθε αντικειμένου που έχει φάνκυ, κίνκυ ή αισθησιακά χαρακτηριστικά, τέτοια ώστε θα μπορούσε να ταιριάζει με την ατμόσφαιρα ενός κωλόμπαρου. Εναλλακτικά όμως μπορεί να προσδιορίζει όλα τα παραπάνω ως χαρακτηριστικά ενός κωλομπαρά, ενός δηλαδή πληθωρικού ομοφυλόφιλου.

-Τσέκαρες καινούργιο κομμάτι Σνουπ Ντογκ;
-Ναι ρε, τέρμα κωλομπαρίστικο μπιτάκι.

-Να σου πω, να βάλω τις κωλομπαρίστικες τιράντες με τις μπανάνες;
-Σοβαρέψου ρε Στέφανε σε κηδεία πάμε!
-Ναι αλλά θα 'ναι κι ο Νικολάκης εκεί πέρα...

Got a better definition? Add it!

Published