(... ο λόγος το λέει, έτσι;)

Παθητική φωνή του γαμάω, βλ. ορισμό. Επίσης πρβλ. την μεγάλη (αλλά όχι πλήρη) καταχώρηση του Τριανταφυλλίδη. Παρακάτω συμπεριλαμβάνω τόσο σλανγκ όσο και μη σλανγκ σημασίες, για λόγους πληρότητας.

γαμιέμαι

1. Πρώτον και κύριον, κάνω σεξ δεχόμενος /-η διείσδυση. Κάνω σεξ με ρόλο παθητικό, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό στο μυαλό του καθένα που χρησιμοποιεί το ρήμα.

i. - Α, φιλενάδα, εμένα όταν γαμιέμαι μου αρέσει να μου χαϊδεύει το στήθος και να με τραβάει από τα μαλλιά...
- Πώς δηλαδή;

ii. - Μπαίνω μέσα και τον πιάνω να γαμιέται με τον κολλητό του!
- Ουγκχ... Ε τον Μπάμπη...Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια...

iii. - Στις τουαλέτες του Skandinavik έχω κάνει αμαρτίες εμένα που με βλέπεις...
- Μωρή! Γαμήθηκες σε τουαλέτα;
- Όχι, αλλά κάτι τσιμπουκάκια τά ’χω πάρει...

2. Κάνω σεξ ασχέτως «ρόλου», τόσο για άντρες ή γυναίκες, ετεροφυλόφιλους ή ομοφυλόφιλους. Κυρίως στον πληθυντικό.

- Μ’ αυτήν την γυναίκα την είχα καταβρεί, ίσως ήτανε χημεία, δεν ξέρω. Γαμιόμασταν συνέχεια και γουστάραμε, πέντε λεπτά να μας άφηνες, θα ορμούσαμε ο ένας στον άλλο. Ήταν μια περίοδος που κλεινόμασταν στο σπίτι και βγαίναμε μόνο για προφυλακτικά.

3. Έχω μια σεξουαλική σχέση με κάποιον ή κάποια. Η νοηματική έμφαση στο σεξ ενίοτε υποχωρεί, κυρίως όταν μιλά κάποιος σαν αντικειμενικός παρατηρητής. Τότε σημαίνει απλώς την «ερωτική» σχέση δύο προσώπων, οπωσδήποτε και σεξουαλική, αλλά όχι μόνο. Η εξειδίκευση και ο τυχόν ηθικός χρωματισμός που προσδίδει ο ομιλών διακρίνεται στα συμφραζόμενα (συν/μο: τραβιέμαι).

i. - ... την περιπτερού έμαθα ότι τότε την πηδούσε ένας σερβιτόρος απ’ το μπαράκι απέναντι, αλλά μετά τους έπιασε στα πράσα η γκόμενά του και το διαλύσανε. Τώρα γαμιέται μ’ ένα μυστήριο τυπάκι με ένα μπλε Λαγκούνα και...
- Τι μπλε λαγκούνα και μπλου λαγκούν! Πού νοίκιασες σε ρώτησα, όχι τα σεξουαλικά της γειτονιάς σου!

ii. - Την πρώτη μου δουλειά έτσι την είχα πιάσει, επειδή ο φάδερ μού ’κοψε το χαρτζηλίκι.
- Γιατί;
- Ε, τότε γαμιόμουνα με μία από το φιλοσοφικό και είχα γράψει εξεταστικές και βιβλία στ' αρχίδια μου...

iii. - Για πες, στην πολιτική δικονομία με ποιον να κάτσω για αντιγραφή;
- Ή με τον Μπονάντζα, ή με την Μαίρη, και οι δυο δυνατοί είναι.
- Ποια Μαίρη, την ψηλή;
- Όχι την ψηλή, την άλλη, αυτήν που γαμιέται με τον Γιώργο τον πασπίτη.
- Α, οκ.

4. Είμαι άντρας ομοφυλόφιλος, είμαι πούστης, κυρίως ως επισήμανση μεταξύ τρίτων για τον σεξουαλικό μου προσανατολισμό.

- Αυτόν τον Χαρίλαο πώς τον κόβεις, γαμιέται;
- Το σηκώνει το σακάκι, χαλαρά.

5. Ξηγιέμαι σκάρτα. Αθετώ υπόσχεση. Δεν ανταποκρίνομαι σε δικαιολογημένες προσδοκίες. Εμφανίζω καταστροφικά προβλήματα (ιδίως για άψυχα).

i. - Λοιπόν, εγώ από βδομάδα θα λείπω, να ξέρεις...
- Τώρα γιατί γαμιέσαι; Πήρα εγώ ποτέ άδεια σε τέλος εξαμήνου; Όλες τις εγγραφές εγώ θα τις κάνω δηλαδή;

ii. - Να σου πω, δεν την κάνεις την μετακόμιση το άλλο σουκού γιατί μου βγήκε μια δουλίτσα;
- Μη γαμιέσαι, αφού μου τα μιλήσαμε. Ή μιλάμε ή κλάνουμε. Έχω ήδη κανονίσει με το φορτηγό, τι θα τους πω τώρα;

iii. - Το βράδυ πάμε για κάνα ποτάκι;
- Άρχισες τα δικά σου ρε υποσχεσάκια; Αφού πάλι θα γαμηθείς και θα την κάνεις με ελαφρά πάνω στο καλύτερο...

iv. - Να φέρω ταινιούλα να δούμε σπίτι σου;
- Άσε καλύτερα γιατί το πισί μου γαμιέται συνέχεια, μια το ντιβιντί, μια η κάρτα γραφικών, σου σπάει τα νεύρα.

6. Ιδίως σε στιγμιαίους χρόνους: ξεκωλώνομαι, παρουσιάζω μεγάλη κωλοφαρδία σε μια κατάσταση, στέκομαι ιδιαίτερα τυχερός.

- Πώς πάει το παιχνίδι;
- Ε πώς να πάει, γαμηθήκανε στα τρίποντα οι άλλοι, νταμπλ-σκορ μας έχουνε...

7. Υβριστικά, χωρίς κυριολεκτική σημασία (όπως όλες οι βρισιές). Η ευρεία διάδοση της χρήσης αξίζει μιας μικρής ανάλυσης:

i. Στην προστακτική, συνήθως ακολουθώντας επιφώνημα. Βλ. άι γαμήσου, άντε και γαμήσου.

- Πού ’ν’ τα δελτία ρε σκουλήκι;
- Άντε γαμήσου ρε λαχαναγορίτη, μπινέ.

ii. Στην οριστική ενεστώτα.

- Για μίλα ρε σκατόφλωρε να δούμε πώς μιλάς!
- Γαμιέσαι ρε μουνί!

iii. Σε δευτερεύουσα τελική πρόταση, εξαρτώμενη από ρήμα κίνησης.

- Εγώ πάντως πιστεύω ότι μπορούμε να τα βρούμε και...
- Να πα’ να γαμηθείς! Δεν έχουμε να βρούμε τίποτα.

iv. Σε παγιωμένες φράσεις: δε γαμιέσαι (λέω ’γω);, δε γαμιέσαι να κάνεις καριέρα;, δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσεις;, άντε γαμήσου ρε να βγάλεις όνομα, γαμήσου παραπέρα, ιά και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου και φέρε μου τα ρέστα, τράβα γαμήσου και φέρε μας και τις εισπράξεις, όταν γαμιέσαι κουνιέσαι;.

8. Εξαντλούμαι, εξουθενώνομαι, καταταλαιπωρούμαι από κάτι. Παθαίνω ζημιά. Συντρίβομαι ψυχολογικά.

i. - Γιατί είσαι έτσι ψόφιος;
- Γαμήθηκα όλη μέρα στους δρόμους να βρω φορτιστή γι’ αυτήν μπαχατέλα.

ii. - Γεια χαρά, τι κάν-
- Αυτά τα pivot tables στο excel πώς στον πούτσο γίνονται; Έχω γαμηθεί από το πρωί, έχει πάει έντεκα και αύριο υποτίθεται ότι έχω παρουσίαση. Τα νεύρα μου, τα χάπια μου κι ένα ταξί να φύγω...

iii. - Μού ’βαλε ο εγκληματίας νοθευμένη βενζίνη και γαμήθηκε ο κινητήρας, βγήκε τελείως οφ.

iv. - Φίλος πάρε ένα μπουκαλάκι κι έλα από ’δω...
- Όπα ρε, ηρέμησε. Τι παίχτηκε;
- Εκεί που καθάριζα όμορφα κι ωραία τα ντουλάπια μου, βρήκα ένα άλμπουμ με φωτογραφίες της... Γαμήθηκα...

9. Αφοσιώνομαι σε κάτι με εντατικούς ρυθμούς, τρέχω με κάτι. Φτάνω στην υπερβολή με κάτι.

i. - Τι κάνεις αυτήν την περίοδο;
- Τίποτα φίλε, γαμιέμαι στην δουλειά, έχω μπει στο τριπάκι και γουστάρω αλύπητα.
- Μαζόχα...

ii. - Με τα φωτοβολταϊκά που έλεγες εντάξει;
- Μπα, ακόμα γαμιέμαι με τις προθεσμίες και τα κωλοδικαιολογητικά.

iii. - Πώς περάσατε χθες;
- Άστα, κωλοτρυπίδι έγινα, πάλι γαμηθήκαμε στα σφηνάκια με τους άλλους τους κοπρίτες...

10. Σε φράσεις (μη υβριστικές):

i. Λεξικογραφημένες στο slang.gr: Δε γαμιέται / να πα να γαμηθεί / δεν πα να γαμηθεί, γαμιέται ο Δίας, δε γαμείς που δε γαμείς, δε γαμιέσαι να γαμήσουμε κι εμείς;, εκεί που γαμιούνται οι αράχνες, υπόθεση γαμιόμαστε, οικογένεια γαμιόμαστε, χανόμαστε - γαμιόμαστε ένα και το αυτό, τώρα γαμιέσαι χαίρεσαι, στην γέννα θα τα πούμε / γαμιέσαι κόρη χαίρεσαι, μα θα 'ρθει η γέννα και θα δεις, μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι / κι οι Βλάχοι ή έμαθαν που γαμιόμαστε μας ήρθαν κι απ’ τη Σάμο / κι απ’ τη Χίο.

ii. άι γαμήσου!: Έκφραση κατάπληξης μπροστά σε κάτι που μας αφηγούνται (συν/μο: άι στο διάλο!). Ενίοτε και ειρωνικά.

a. - Τά ’μαθες για τον τμηματάρχη; Τον παίρνει!
- Ά(ει) γαμήσου!
- Εγώ όχι, αυτός στάνταρ.

b. - Εσύ τό ’ξερες ότι ο Σούπερμαν είναι ο Κλαρκ Κεντ;
- Άι γαμήσου! Σοβαρά;

Τέλος, βλ. και: τραβογαμιέμαι, γαμημένος, κακογαμημένη, στραβογαμημένη, ναι το γαμημένο, γαμιοντουστάντενε.

11. Στον πληθυντικό και σε στιγμιαίους χρόνους: μετέχω σε συμπλοκή, φραστική ή με χειροδικίες, από την οποία κανείς από τους συμμετέχοντες δεν βγαίνει αλώβητος. Εκδηλώνω οργή με αφορμή μια διαφορά μου με άλλον και σκοπό την εκτόνωσή μου, τον εκφοβισμό του άλλου και την οριοθέτηση των θέσεων που δεν σκοπεύω να εγκαταλείψω. Συνήθως σαν απειλή και μάλιστα ακολουθούμενο συχνά από τον τοπικό προσδιορισμό «εδώ μέσα».

i. Από εδώ:
- Βγάλε τη μούρη μου από τα αβατάρ Αλέξανδρε μη γαμηθούμε εδώ μέσα!
- Σπόρε το έχω τρία χρόνια τώρα δε θα το αλλάξω επειδή σου τη βάρεσε. Άντε στη μανα σου τώρα.

ii. Από εδώ:
Η υπομονή μας τελείωσε. Να κόψουν το λαιμό τους και να παίξουν μπάλα. Άντε μη γαμηθούμε καμιά ώρα.

Σ.σ: Γαμήθηκα να τον φτιάξω τον ορισμό, μη γαμηθείτε. :-D

Θεόδωρος Πάγκαλος, "Δε γαμιέσαι πρωί-πρωί". (από patsis, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια έκφραση που θέλει να τονίσει τις μεγάλες ικανότητες μίας γυναίκας στην ερωτική πράξη.

- Τελικά τι έγινε χθες με την γκόμενα που χτύπησες; Περάσαμε καλά;
- Δεν σου λέω τίποτα, με ξετίναξε. Μου τον πήρε μαλλί και τον έβγαλε πουλόβερ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σκαταδερφάρα, ο γκέουλας, αυτός που περπατάει σα να έχει καταπιεί σεισμό..., αυτός που τον κουνάει σαν βάρκα!

Διαδεδομένη έκφραση κατά τις δεκαετίες '80 και '90.

«και θυμάμαι τη νονά μου, την φοράδα που ερχόταν κάθε Πάσχα να μου φέρει την λαμπάδα και είπε: το παιδί δεν μου γυάλισε για μάγκας, θα γίνει ντιγκιντάγκας, θα γίνει ένας ντιντής»
Ημισκούμπρια - sex

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Της έριξα μανίκια» σημαίνει την πήδηξα Χ φορές. Κάθε μανίκι ισούται και με ένα γαμήσι... Έκφραση η οποία ανέβηκε στην κορυφή της δημοτικότητάς της, την δεκαετία του 80. Η αρχική της προέλευση αγνοείται. Είναι καταγεγραμμένη σε Ελληνικές cult τσόντες, όπως στο «Ηδονές στο Αιγαίο» με τον Τέλη Σταλόνε.

Μια ανάλογη έκφραση με πιο σαφές νόημα, είναι η λατρεμένη: «Της πέταξα 3 καβλιά».

- Φίλε, η Τζένη είναι μια λεβεντομούνα... το κάτι άλλο! Άσε που το μουνί της βράζει...
- Και συ που το ξέρεις;
- Εγώ;;.. Της είχα ρίξει τρία μανίκια σε ένα βράδυ!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς, τον παίρνει. Για ευνόητους λόγους η έκφραση είναι ιδιαιτέρως παραστατική.

Όπως είπε και ο Ισαάκ Νεύτων μεταξύ άλλων, στέκομαι πάνω στους ώμους γιγάντων και δράττομαι της ευκαιρίας να συμπληρώσω την εμβληματική δουλειά του χρήστη tarantula, επεκτείνοντας τη λίστα με τις παρεμφερείς εκφράσεις, μνημείο της ευρηματικότητας και επινοητικότητας του Έλληνος.

Τα παραδείγματα δεν εξαντλούν τη λίστα αλλά αποτελούν μία καλή αρχή προς επίτευξη του αντικειμενικού σκοπού, ο οποίος είναι η χρήση μίας μοναδικής έκφρασης ανά αδελφή εντός του ελλαδικού χώρου.

τα βερνικώνει τα φασόλια
τα κουνάει τα ζάρια
τα λέει τα κάλαντα
τα τραβάει τα βυζιά της πεταλούδας
τη βάζει τη κάλτσα στο συρτάρι
τη γαργαλάει την μπάμια
τη γυαλίζει την κάννη
τη γυρνάει τη μπετονιέρα
τη ζευγαρώνει την κάλτσα
τη μαδάει τη μαργαρίτα
τη μαδάει την παπαρούνα
τη μαρκαλίζει την κατσίκα
τη ματσακονιάζει τη βάρκα
τη ρυθμίζει την ένταση
τη σουρώνει την κουρτίνα
τη σουρώνει την ψαρόσουπα
τη στύβει την αντσούγια
τη φυσάει την σούπα
τη χαλαρώνει τη βαλβίδα
την αδειάζει την μπομπονιέρα
την ανοίγει την πίσω πόρτα
την ζουπάει την κέτσαπ
την καβουρδίζει την καραμέλα
την καθαρίζει την οδοντόβουρτσα
την καίει τη βάτα
την καρφώνει την μπαγλαντόπηχα
την καρφώνει την τσιμούχα
την κομποζάρει την πολυθρόνα
την κουνάει την αχλαδιά
την κουνάει την καμπάνα
την κρατάει την τιάρα
την κυνηγάει την πέρδικα
την ματσακονιάζει τη βάρκα
την ξελεπιάζει την ζαργάνα
την ξεφλουδίζει τη μπανάνα
την ξυρίζει τη μασχάλη
την οπισθογραφεί την επιταγή
την παριστάνει τη μπασκέτα
την παριστάνει τη σκούπα
την πλένει την εξωλέμβιο
την τζαγκουρνάει την πεύκα
την τινάζει την βερικοκιά
την τυπώνει τη σελίδα
τις βλέπει τις ειδήσεις των 8
τις γυρίζει τις μπριζόλες
τις μαζεύει τις ελιές
τις παίζει τις χορδές
το αλατίζει το γιαούρτι
το αρμέγει το φίδι
το βάζει το βέλος στη φαρέτρα
το βάζει το καλαμάκι στο φραπέ
το βάζει το ταψί στο φούρνο
το βγάζει το καπέλο
το βιδώνει το τιρμπουσόν
το γρασάρει το ρουλεμάν
το γυαλίζει το πόμολο
το γυαλίζει το σκαρπίνι
το γυαλίζει το φυνιστρίνι
το δαγκώνει το αντίδωρο
το δαγκώνει το μαξιλάρι
το δένει το μπουρνούζι
το δίνει το μπουρμπουάρ
το διπλώνει το σεντόνι
το εξαερώνει το καλοριφέρ
το ευλογάει το γένι
το ζυμώνει το μπιφτέκι
το καβουρδίζει το φιστίκι
το κανελώνει το ριζόγαλο
το καταπίνει το κουκούτσι
το κουνάει το μίλκο
το κουρδίζει το ρολόι
το κρατάει το δόρυ
το κρεμώνει το γαλακτομπούρεκο
το κρύβει το σαλάμι
το λαδώνει το σασμάν
το λαδώνει το τηγάνι
το λερώνει το πουκάμισο
το μαζεύει το λάστιχο
το μακιγιάρει το μπαρμπουνάκι
το μασουλάει το τουλουμπάκι
το μαστιγώνει το δελφίνι
το ματώνει το γόνατο
το μελώνει το παστέλι
το ξεβγάζει το πινέλο
το ξεπλένει το μαρούλι
το ξύνει το μολύβι
το ξυρίζει το ακτινίδιο
το πάει σούζα το τρίκυκλο
το πάει το γράμμα
το παρκάρει το μηχανάκι
το πατάει το γκαζι
το πεταλώνει το μυρμήγκι
το πιπιλίζει το καλαμάκι
το πλάθει το σουτζουκάκι
το πνίγει το κουνέλι
το ρουφάει το μύδι
το σηκώνει το σακάκι
το σηκώνει το χειρόφρενο
το σκουπίζει το μπαλκόνι
το στρώνει το σεντόνι
το στύβει το λεμόνι
το σφίγγει το καπάκι
το σφίγγει το μπουλόνι
το σφουγγαρίζει το κατάστρωμα
το τεντώνει το σεντόνι
το τινάζει το χαλί
το τραβάει το καζανάκι
το τρίβει το πιπέρι
το τσουλάει το διφραγκάκι
το τυλίγει το καλώδιο
το φοράει το περουκίνι
το φτύνει το κουκούτσι
το φυσάει το αχνιστό
το φυσάει το καλάμι
το χαϊδεύει το τριζόνι
το χαστουκίζει το δελφίνι
το χορεύει το λάτιν
το ψέλνει το ευαγγέλιο
το ψήνει το μπιφτέκι (κι από τις δυο μεριές)
τον αδειάζει το σκουπιδοτενεκέ
τον απλώνει τον τραχανά
τον αχνίζει τον κουραμπιέ
τον βάζει τον φορτιστή στην πρίζα
τον βαφτίζει τον Αλβανό
τον βοσκάει τον κένταυρο
τον βουτάει τον κολιό στο ξύδι
τον γυαλίζει τον αστακό
τον ζωγραφίζει τον πίνακα
τον κάνει τον σημαιοφόρο
τον μπουγελώνει τον παπαγάλο
τον ντραλονάρει τον καναπέ
τον ξεπατώνει τον αργαλειό
τον ξηλώνει τον καβάλο
τον πάει καλά τον σκαραβαίο
τον πάει τον απορροφητήρα
τον παλουκώνει τον δράκουλα
τον πασπαλίζει τον κουραμπιέ
τον πνίγει τον ιππόκαμπο
τον στρίβει τον ντολμά
το τινάζει το μυτζηθροκούλουρο
τον τσουρουφλίζει τον αστακό
τον φεσώνει τον περιπτερά
τον φτύνει τον ταραμά

Αξιοσημείωτο είναι το φαινόμενο ότι η συνδήλωση της ομοφυλοφιλίας οφείλεται αποκλειστικά στα συμφραζόμενα και τα εξωγλωσσικά στοιχεία και την σύνταξη προληπτική αντωνυμία + ρήμα + έναρθρο ουσιαστικό και καθόλου στις λέξεις που αποτελούν τη φράση. Έχουμε, δηλαδή, το φαινόμενο της υπό συνθήκες παραγωγής νοήματος από την σύνταξη της πρότασης και μόνον, εξ ου και η εν τέλει ανεξάντλητη ποικιλία των φράσεων αυτού του τύπου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικό κράξιμο σε βάρος γκέηδων ή θηλυπρεπών αγοριών.

Αποδίδεται σε παλαιό στρατιωτικό καψόνι (που παίζει να είναι και αστικός μύθος) όπου σαδιστές καραβανάδες ή / και λέουρες εξανάγκαζαν ύποπτες ψαρούκλες να κλάσουν μέσα σε ένα ταψί με αλεύρι ή στάχτη. Βάσει της διαμέτρου του κρατήρα προέκυπτε επιστημονικά το κατά πόσο η αγορίνα την έκαιγε τη βάτα.

Εναλλακτικά: το τεστ με το ταψί και τη στάχτη.

- Ή έκφραση μακριά από τον κώλο μου κι όπου θες χώσου! ξεκινάει, ίσως από την παροιμία: όξω ψωλή, άπ' τον κώλο μου, κι ας πάει στή μάνα μου! Οι πειραχτικές εκφράσεις: φέρτε το ταψί με τ' αλεύρι! (ή - τη στάχτη!) - κ α ί - φέρτε το κωλόμετρο! δεν χρειάζονται ιδιαίτερες επεξηγήσεις...
(Ηλίας Πετρόπουλος, «Το Μπουρδέλο»)

- [Βράστα] Αγνοώ τα εσώψυχα του και φυσικά δεν τού έχω κάνει το παροιμιώδες τεστ με το ταψί και την στάχτη. Φρονώ όμως ότι έχεις πέσει εντελώς μα εντελώς έξω «ὡσαναφορά» τον προσανατολισμό του. - [J.B.] ΥΓ το τεστ με το ταψί και τη στάχτη τι είναι;
- [Χεσούς] ο κλασσικός αστικός μύθος για το στρατό: σου βάζουν στάχτη σ' ένα ταψί κ κλάνεις από πάνω. απ' τη λακκουβίτσα που κάνεις καταλαβαίνουν άν τον παίρνεις ;)
(εδώ)

(από Vrastaman, 13/02/12)(από vanias, 21/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος, συνήθως σαν βρισιά, σπανιότερα και χωρίς υβριστική διάθεση. Συχνά δηλώνει νεαρό ομοφυλόφιλο με ένα κεχαριτωμένο ζενεσεκουά, αλλά γενικά διατηρεί τον μειωτικό του χαρακτήρα.

Στα κομμέ λέγεται στράκι και στα ποδανά στρακιπού. Συνώνυμα: πουστάκι, στάκι, στακιπού, πουστρίδι και ο πουστρίγκος.

  1. Ήμουνα γύρω στα 17 και μόλις είχα πρωτοξεκινήσει στη Συγγρού. Τρελοτραβεστούλα με όλο το θράσος της ηλικίας μου, όλα τα προβλήματα μου φαίνονταν ασήμαντα. Ο κόσμος των τρανς ήτανε πολύ μικρός τότε, πιάτσα, αστυνομία και τσόλια, ούτε η λέξη τραβεστί δεν ήτανε γνωστή, «φούστα-μπλούζα» λέγαμε ή «ντύθηκε». Έμενα σε ένα στενάκι κοντά στο Φιξ, πω πω αγόρια που πέρασαν από το σπίτι! Εκεί κοντά λοιπόν σε μια γραφική ταβέρνα «ο Γέρος του Μοριά», έβλεπα την Σαπφώ, έτρωγε συνήθως μόνη της, καθότανε λίγο και μετά έφευγε. Οι τρανς περνούσαμε και την χαιρετούσαμε «τι κάνετε κυρία Νοταρά μας, πως είσαστε;» κι εκείνη πάντα χαμογελούσε. [...] Μετά από χρόνια είχα ένα φίλο τον Αντωνάκη, χαριτωμένο κουλτουριάρικο πουστράκι, είχαμε γνωριστεί στο ΑΚΟΕ, εκεί στην οδό Ζαλόγγου στα Εξάρχεια. Δίπλα από το ΑΚΟΕ ήταν ένα καφενεδάκι, εκεί μια μέρα τον συνάντησα μαζί με την Σαπφώ, που ήτανε φίλοι και με προσκάλεσαν να καθίσω μαζί τους «έλα να πιούμε ένα τσαγάκι». Ο Αντωνάκης έφυγε ξαφνικά, πολύ μικρός, απ΄τη ζωή. (Από το Trans-late Paola- Συναντήσεις με την Σαπφώ Νοταρά).

  2. - Πώς καψούρευες τα αγόρια Πάολα; - Ξέρεις τι πιστεύω; Δεν νομίζω πως τελικά γουστάρανε το σεξουαλικό μου φύλο αλλά το κοινωνικό μου. Τον μύθο της τρανς Πάολας. Είχα κάτι άλλο ρε παιδί μου εγώ από μικρή. Είχα έναν τσαμπουκά και μια ανεξαρτησία που τους άρεσε. Επίσης εγώ δεν ήμουν και δεν ξεκίνησα σαν πουστράκι αλλά σαν κορίτσι, σαν γυναίκα. Δεν ήμουν μίζερη και στη μέση. Ήμουν από την αρχή ξεκάθαρη και ντόμπρα. Βγήκα και είπα αυτό είμαι. Δεν το έπαιξα και έτσι και αλλιώς. Τότε υπήρχαν αυτές που θα τις βαράγανε και αυτές που θα τις γαμάγανε. Εγώ ήθελα και ήμουν από την αρχή στις δεύτερες. (Η Πάολα περί έρωτος).

  3. «Ψιτ! Ψιτ! Πουστράκι! Πουστράκι, τελειώνετε κατάλαβες; Τελειώνουν τα πουστράκια» (Από το σεξιστικό παραλήρημα του βουλευτή της Χρυσής Αυγής Ηλία Παναγιώταρου έξω από το θέατρο Χυτήριο τον Οκτώβριο του 2012).

Προσφιλές στην ιδιόλεκτο του ραπερά Alitiz. (από Khan, 10/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από σπανίως ομολογημένη απορία προέφηβου, σχετική με την ανατομία του μουνιού, που σήμερα –το δίχτυ να ‘ν’ καλά- δεν αντέχει στο χρόνο, αλλά σαν πείραγμα από πιο περπατημένους, ταράζει ακόμη τον άγουρο που τον ενοχλεί η παρθενιά του, ενώ σαν γείωση επαναφέρει στην θέση του το νεοσσό που το παίζει ξερόλας στα γαμικά.

Σ’ αυτήν την περίπτωση συντάσσεται συνήθως με τα «μαθαίνω», «ξέρω», αν όμως στοχεύει σε μπακούρι χρησιμοποιείται το «θυμάμαι».

Απόδειξη διαχρονικής έλλειψης σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης ή τεκμήριο σκληρότητας προς τον ευάλωτο; Απαραίτητη φάση στη μύηση του αγοριού στον κόσμο των αντρών; Άγαρμπο σπρώξιμο κολλητού για ξεκόλλημα από ψυχολογικό κοκομπλόκο που παράγινε; Όλα παίζουν.

Προσαρμόζεται σε κλασικά σεξιστικά ανέκδοτα στα ρατσιστικά των οποίων πρωταγωνιστούν εξωτικές αλλοδαπές με προεξάρχουσες τις κινέζες.

1-α.
-Τι να ποστάρετε μωρέ κοκοράκια. Εσύ και ο Α.. πρέπει να πιείτε πολύ γαλατάκι να μεγαλώσετε πρώτα και μετά να εστιάσετε στην ψωλή σας. Μάθατε και το μουνί... -Τουλάχιστον θα πιω γάλα, όχι ρυζόγαλο γιαγιάκα. Δείξε μουνί να μάθουμε επιτέλους πώς είναι, οριζόντιο ή κάθετο;

1-β.
-Και πόσο πήγε καραμέλωμα και κόντρα παξιμάδι;
-15.
-Μάθε ρ’ αμάλλιαγο πρώτα αν είν’ οριζόντια ή κάθετα κι άσε τα ξινά γι’ αργότερα.

1-γ.
-Τρόμπαρες σήμερα;
-Πόσα κιλά μαλάκας είσαι;
-Λιγότερα. Ρε τρόμπαρες;
-Όχι ακόμα.
-Ξυρίσου, πλύσου, ντύσου. Σε μισή έφτασα.
-Δεν έχω κέφια για κωλόμπαρα.
-Χέστηκα. Σήμερα ο γιατρός λέει θα θυμηθείς αν είναι οριζόντια ή κάθετα.

2-α.
Κάθονται δύο τύποι στο καφενείο κι ο ένας λύνει σταυρόλεξο.
- Ρε συ: γυναικείο όργανο ηδονής με πέντε γράμματα.
- Οριζόντια ή κάθετα;
- Οριζόντια.
- Στόμα.

2-β.
Και μετά το «σεξ με μαύρο». Θα πηγαίνατε με κινέζο; ή με κινέζα; ανάλογα τα γούστα.
Σας έχει καμακώσει κινέζος / κινέζα;
Και όσοι άντρες έχουν πάει με κινέζα, ισχύει αυτό που λένε για τις κινέζες; ότι το έχουν κάθετα;
Δεδομένου ότι είναι λίγο κοντοί, θα ήταν αυτό εμπόδιο στο να αναπτυχτεί μια κάποια σχέση;

(Εκτός των 1-β,γ όλα απ’ το δίχτυ).

"L\' origine du monde" του GustaveCourbet στο Musée d\'Orsay (από sstteffannoss, 07/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα που ειπώθηκε για πρώτη φορά από την Ντένη Μαρκορά (κείμενο Αλ. Ρήγα) στην θρυλική σειρά «Δύο Ξένοι».

  1. Διερευνητική ερώτηση, έμμεσου τύπου, δια τον σεξουαλικό προσανατολισμό του συνομιλούντος/ενός τρίτου... κάποιου..

  2. Αφορά την διεισδυτική διαδικασία του ανδρικού μορίου εις όποια οπή είναι εύκαιρη...(ανεξαρτήτως φύλου του φέροντος αυτήν).

Ακολουθεί κατατοπιστικότατο οπτικοακουστικό υλικό.

(από mparmpa_thymios, 11/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά φέρεται να είναι φράση των κλεφταρματολών επί Τουρκοκρατίας που είχε την σημασία ευχής να σε βρει θάνατος από βόλι κατά την διάρκεια μάχης ή συμπλοκής και έτσι να πεθάνεις ένδοξα, το οποίο θεωρείτο καλύτερο από το να επιζήσεις και να ατιμαστείς.

Επίσης «καλό μολύβι».

Το ενδιαφέρον είναι, ότι αν ισχύει αυτή η αρχική ετυμολογία, που είναι η κυρίαρχη, όσο μπόρεσα να ψάξω, έχουμε αλλαγή σημασίας. Η σημασία αρχικά ήταν καλώς να σε δεχτεί το βόλι ώστε να έχεις τίμιο θάνατο, ενώ αργότερα εμπεδώθηκε η πιο ενεργητική σημασία του να ρίχνεις εσύ καλά το (όποιο) βόλι. Πρόκειται δηλαδή για κάτι παρόμοιο με την φράση ραντεβού στα γουναράδικα, που ήταν επίσης μια ατάκα δήλωσης ότι ο ήρωας αψηφά τον θάνατο.

Εν συνεχεία, η έκφραση χρησιμοποιήθηκε για την ψήφο στις εκλογές, καθώς οι ψηφοφόροι έριχναν σφαιρίδια σε ξεχωριστές κάλπες για το «ναι» και το «όχι», οπότε το σφαιρίδιο παρέπεμπε περισσότερο σε βόλι, από ό,τι η σημερινή διαδικασία. Το σύστημα αυτό που ίσχυσε μέχρι το 1911, και το οποίο περιγράφεται εδώ, μας έδωσε και τις εκφράσεις δαγκωτό και μαυρίζω.

Σήμερα ο κρεψινισμός αυτός είναι πολύ συνήθης και για την ψήφο στις εκλογές, αλλά και στη σεξοσλάνγκ ως ευχή για «καλό σεξ», και στη χεζοσλάνγκ ως ευχή για καλό χέσιμο / χεζοβόλι.

Γενικώς, είναι μια ευχή που περιμένουμε να μας πούνε όταν πάμε προς τουαλέτα για νούμερο δύο, ή όταν ανακοινώνουμε ότι θα βγούμε ραντεβού με κρεβατάμπλ φίλη.

Επίσης, όπως φαίνεται από τα γουγλικά ευρήματα, είναι η βασική ευχή στο ιδίωμα των μπουρδελιάρηδων. Και, όπως γράφει και ο Γκατσανήρ στον έτερο ορισμό, χρησιμοποιείται με την σημασία «καλή επιτυχία» σε πολλές περιστάσεις, λ.χ. ακόμα και σε εξετάσεις.

Με περισσότερο κυριολεκτική σημασία χρησιμοποιείται επίσης από κυνηγούς και ψαροντουφεκάδες.

Ας ελπίσουμε να μην ξαναζήσουμε πόλεμο, ώστε να το λέμε πάλι εντελώς κυριολεκτικά, και ότι η χρήση θα περιοριστεί στην όποια κάλπη ρίχνει ο καθένας το βόλι του.

  1. Δήλωση Αντώνη Μανιτάκη: «Πριν από δύο ώρες ξεκίνησε κανονικά η εκλογική διαδικασία. Δήμοι, Περιφέρειες και υπάλληλοι του Υπουργείου Εσωτερικών είναι στη θέση τους. Οι δικαστικοί αντιπρόσωποι βρίσκονται στα εκλογικά τμήματα και δέχονται τους εκλογείς. Όλα βαίνουν κανονικά, όπως είχαν προβλεφθεί και προετοιμαστεί.
    Καλό βόλι σε όλους μας!»

2. Μάθε τι σεξ κάνει το κάθε ζώδιο και… καλό βόλι!

  1. καβαλαει τον βαρδαβουλαρη μου οπου δεν αργησα να καταθεσω....προσωπικα για εμενα αξιζε το 50 ευρω που εδωσα.στα συν της οτι δεν βιαζοτανε!!καλο βολι στους επομενους!!!! (Από μπουρδελοσάιτ)

  2. -Γεια σου Μαρία, και καλό βόλι με τις εξετάσεις αύριο!
    - Σ' ευχαριστώ, Πέτρο, να 'σαι καλά! (Από ανάλυση για los Armatoles y los Kleftes).

Ρίξε το το τιμημένο! (από Khan, 09/11/13)Σύγχρονη χρήση της έκφρασης. (από Khan, 09/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified