Selected tags

Further tags

Σχολιασμός για γυναίκες οι οποίες έχουν ως χόμπυ την ρουφοκαυλέτα, τα κλαρίνα και τα λοιπά, και γενικώς έχουν ως μοναδική ασχολία του τα γκομενιλίκια και τους έρωτες. Προφανώς η καραμπίνα είναι μεταφορικά το ανδρικό μόριο.

-Πατσαβούριασε η Μαρία, τόσα χρόνια άδειαζε καραμπίνες, τώρα στο ράφι θα μείνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μαγικό ζουμί. Το πολυτιμότερο και πολυχρηστικότερο προϊόν φυτικής προελεύσεως που έχει ανακαλυφτεί. Πρόκειται για τον χυμό της γνωστής και ιερής ελιάς και βρίσκει εφαρμογή σε πολλές επιστήμες:

Βιοδιατροφολογία: Εμπλουτίζει ωμά αλλά και μαγειρεμένα φαγητά με τα απαραίτητα για τον οργανισμό ακόρεστα και Ω-3 λιπαρά που, εκτός άλλων, δρουν αντιοξειδωτικά για την αποτροπή της δημιουργίας των καρκινογόνων ελευθέρων ριζών. Στην έξοδο δε του πεπτικού συστήματος βοηθάει στην ευκολότερη και συχνότερη αποβολή των κοπράνων. Γνωστή είναι η φράση «λάδωσε το έντερο μου».

ΠΡΟΣΟΧΗ, η υπερβολή παχαίνει!!!

Οικονομολογία: Όταν αποτυγχάνουν όλες οι άλλες μέθοδοι για την επίτευξη μιας συμφωνίας (εκπτώσεις, μάρκετινγκ) αναλαμβάνει ρόλο το λάδι. Βοηθάει τον αποδέκτη να σκεφτεί καλύτερα (ενισχύει την σκέψη), λαδώνει τα γρανάζια του συστήματος (όταν ο έτερος των πλευρών είναι μηχανισμός, π.χ. δημόσιο) γιατί, ως γνωστόν, μια εκ των βασικών ιδιοτήτων του ελαίου είναι να μειώνει των συντελεστή τριβής όταν παρεμβάλλεται μεταξύ δύο εφαπτομένων κινουμένων επιφανειών. Πολύ σπάνια μια οικονομική συμφωνία δεν επιτυγχάνεται αν φτάσει στο λάδι. Ο κύριος λόγος μιας τέτοιας αποτυχίας είναι η διαφωνία στην ποσότητα λαδιού. (βλέπε μίζα) Φυσικά, στην περίπτωση αυτή, το λάδι χρησιμοποιείται μεταφορικά (σήμερα) καθώς έχει πλέον αντικατασταθεί από το ζεστό χρήμα. Παλαιότερα όμως η χρήση του όρου λάδι ήταν κυριολεκτική, ειδικά σε περιόδους ανέχειας, γιατί ποτέ δεν έπαψε να είναι ένα πολύτιμο προϊόν (βλ. λαδώνω ).

Σεξολογία: Βοηθάει (ή τουλάχιστο βοηθούσε μέχρι που ανακαλύφθηκε η βαζελίνη) στην διευκόλυνση της διεισδύσεως του ανδρικού μορίου εντός του γυναικείου (κατά κανόνα) πρωκτού. Ο λόγος έχει αναλυθεί (βλέπε ανωτέρω). Βέβαια, για τους οικολογικά σκεπτόμενους εραστές εξακολουθεί να αποτελεί πρώτης τάξεως λιπαντικό το οποίο, εκτός των άλλων, δεν προκαλεί γαστρικά προβλήματα εάν κατά λάθος το φας ή το γλείψεις και δε βλάπτει το περιβάλλον. Επίσης, ενισχύει τις επιδόσεις του εν δυνάμει διεισδύσαντος, εξ ού και η φράση φάε λάδι κι έλα βράδι.

ΠΡΟΣΟΧΗ, οι λεκέδες στο σεντόνι βγαίνουν δύσκολα. Εξ' ου και λαδιά, λεκές δηλαδή που δε βγαίνει.

Θεολογία: Από την αρχαιότητα ακόμη χρησιμοποιούσαν το λάδι σε διάφορες τελετές εδώ αλλά και για καλλωπισμό. Στην Χριστιανοκρατούμενη Ελλάδα χρησιμοποιείτο ως φωτιστικό καύσιμο. Κατάλοιπο αυτής της χρήσης είναι η γνωστή καντήλα (γνωστό εξ άλλου είναι το υπερχιλιετές μπέρδεμα του χριστιανισμού με το δωδεκάθεο σε εκατοντάδες θέματα). Μεταφορικά το καντήλι συμβολίζει τον άνθρωπο με το λάδι να συμβολίζει τη ζωή του. «Τελειώνει το λάδι μου» λέμε όταν γερνάμε. Ίσως και λόγω της ιδιότητας του λαδιού να επιπλέει (ειδικό βάρος <1) να προκύπτει το βγαίνω λάδι.

Το λάδι βέβαια, πέρα από τη συναλλαγή ανθρώπου με άνθρωπο, χρησιμοποιήθηκε και ως μέσο συναλλαγής ανθρώπου με άγιο. Στους ναούς οι πιστοί λαδώνουν και τους αγίους με προσφορές λαδιού.

Στην αργκό σημαίνει κυρίως το χρήμα με τις «λιπαντικές» του ιδιότητες αλλά και τη ενέργεια που έχει. «Μου έβγαλε το λάδι» σημαίνει με ξεζούμισε, με άφησε χωρίς ενέργεια, χωρίς καύσιμη ύλη. Έκανε «λαδιά», δηλαδή πράξη που μπορεί να λερώσει το ποινικό μητρώο.

Οι μάγκες της εποχής λάδωναν τα μαλλιά τους για να δείχνουν υγρά (wet look).

Χιλιάδες ώρες θα μπορούσαμε να μιλάμε για το λάδι, το οποίο και όρισε την κατηγορία των ελαίων (εκ της ελαίας ->υποκ. ελάδιον, στα ποντιακά ελάδ και οι ελιές=τα ελαίας) και για να διαχωρίζεται από τα υπόλοιπα έλαια ονομάζεται ελαιόλαδο (έλαιον δις δηλαδή, από γλωσσικές μαλακίες οι νεοέλληνες άλλο τίποτα) και συμπορεύεται με τον Ελληνισμό.

  1. - Αδερφέ μου, όλη νύχτα ήθελε κι άλλο κι άλλο... μου έβγαλε το λάδι.

  2. - Φίλε, τα έκανα όλα σωστά. Σταμάτησα στο κόκκινο, έκανα παρκάρισμα κλπ αλλά με έκοψε.
    - Λάδι θα ήθελε.

  3. - Τον τσάκωσαν οι μπάτσοι αλλά τους είπες μια- δυο ιστορίες και βγήκε λάδι.

Άλλες φράσεις:
- Η θάλασσα είναι λάδι
- Ρίχνω λάδι στη φωτιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθεμα που προκύπτει από την ένωση των λέξεων καύλα και γαλαρία, το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει την συνάθροιση από καύλες, καυλίτσες, καβλώστρες κ.ο.κ στην λεγόμενη γαλαρία ενός χώρου όπως π.χ. τις πίσω θέσεις ενός λεωφορείου, τα πίσω τραπέζια ενός νταπαντουπάδικου ή ενός μπαρ, ή τις πίσω καρέκλες/σκαμπό ενός μπαρ.

Περιττό να αναφερθεί πως η συνάθροιση στην καυλαρία προσφέρεται μεν για τέρψη των θαμώνων ή των θεατών μέσω της πρακτικής του οφθαλμόλουτρου, αλλά η πρόσβαση στην καυλαρία αποτελεί ενίοτε μία ιδιαίτερα σκληρή και επίπονη δοκιμασία αν είσαι ξέμπαρκος. Εκτός και αν το κατέχεις το σπρέχεν, οπότε όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές και τα σκυλιά δεμένα...

- Δεν παίζει και πολύ πράγμα σήμερα...
- Θύμισε μου να σου πάρω γυαλιά ρε γκαβούλιακα. Ολόκληρη καυλαρία έχεις μπροστά σου!
- Τι να σου πω ρε συ, είναι λες και κάνω δίαιτα και με σέρνεις σε ζαχαροπλαστείο... αφού δεν θα μου κάτσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολυπόθητη συνεύρεση μετά από καιρό αγαμοσύνης. Η αγαμία θεωρείται νηστεία, κάτι σαν σαρακοστή (αποχή από το άθλημα), που οδηγεί σε μια φαντασμαγορική ανάσταση. Συνήθως η έκφραση αναφέρεται στις γυναίκες και λέγεται και από γυναίκες.

- Τα 'μαθες; Ξεμπάρκαρε ο Γιώργος μετά από ένα χρόνο.
- Άντε, να κάνει ανάσταση και η Μαιρούλα. Την είχα λυπηθεί την καημένη. Έτοιμη ήμουν να της πω να του τα φορέσει. Καλή είναι η νηστεία, αλλά μπορεί να σε τρελάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλοι είμαστε εθελοντές τσιμπουκοδότες. Επειδή όμως τυγχάνει το τσιμπούκιον να μην αποθηκεύεται, στην εθελοντική αυτή τσιμπουκοδοσία απαιτείται η ταυτόχρονη παρουσία εθελόντριας τσιμπουκολήπτριας.

Η μετάγγιση είναι άμεση (χωρίς τη διαμεσολάβηση ξένων σωμάτων) και η σπερματολαμβάνουσα πλέον τσιμπουκολήπτρια, αφού προβεί στην απαραίτητη διαδικασία της γευσιγνωσίας, λαμβάνει στιγμιαία την απόφαση για την αποδοχή και κατάποση ή την απόρριψη και κατάπτυση του σπερματικού υγρού.

- Είμαι εθελοντής αιμοδότης, εσύ;
- Εγώ εθελοντής τσιμπουκοδότης.
- Κι εγώ
- Κι εγώ
- Κι εγώ
- Κι εγώ
- Κι εγώ
...
...

(από Stravon, 10/09/09)Οδηγίες προς τσιμπουκολήτριες (από Stravon, 10/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πράξη κατά την οποία εκπρόσωπος του ωραίου φύλου, σκύπτουσα μεταξύ των κάτω άκρων εκπροσώπου του δυνατού και σε ύψος τέτοιο ώστε το ανδρικόν μόριον (ή μαλαπέρδα, ή ματζαφλάρι / καβλιτζέκι ή τσουτσούνι κα) να παραλληλίζεται με την είσοδο του πεπτικού συστήματος, προβαίνει στην πράξη του θηλασμού του εν λόγω μορίου.

Η πράξη που λαμβάνει χώρα σε ατμόσφαιρα ευλαβική διαφοροποιεί την πεοθηλάζουσα από την τσιμπουκλού διότι, ενώ η πρώτη απολαμβάνει τη διαδικασία, ικανοποιώντας κατάλοιπα της βρεφικής ηλικίας (πρώιμη διακοπή θηλασμού) αλλά και Φροϊδικά συμπλέγματα, η δεύτερη απολαμβάνει το αποτέλεσμα και την κυκλική πορεία της κατάστασης του πέους (γαριδάκι-στικ-κοντάρι-πύραυλος-ξανά γαριδάκι)

- ααααα, ωωωωωωωωω, μμμμμμμμμ
- μιαμ μιαμ μιαμ μιαμ
- ωωωωωωωω αααααααααα
.....

(από patsis, 18/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει τουλάχιστο καλή γνώση ενός αντικειμένου. Εντάσσεται στη γενικότερη φιλοσοφική αθλητοκεντρική θεώρηση ότι όλα στη ζωή είναι αθλήματα.

Λέγεται επίσης: «το έχω το άθλημα», «είμαι καλός στο άθλημα» κ.α.

Όταν χρησιμοποιείται ως υπονοούμενο σε τρίτο ενικό πρόσωπο θηλυκού γένους, συνοδευόμενο από σύντομη παλινδρομική κίνηση της δεξιάς χειρός κατά τον άξονα του στόματος, υπονοεί την πιθανή καλή επίδοση της αναφερομένης γυνής εις το άθλημα του πεοθηλασμού

- Πώς το κόβεις το μωράκι;
- Φαίνεται να το κατέχει το άθλημα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για παραλλαγή του πρωκτικού σεξ εις την οποίαν αντισυμβαλλόμενος δεν είναι ο πέων αλλά μικρός πόντικας τ. meriones unguiculatus (gerbil).

Πρωκτόκολλο του τρωκτικού σεξ (αγγλιστί, gerbilling): Αφού αφαιρεθούν νύχια και δόντια με λιλιπούτεια χειρουργικά παραφερνάλια, ο εισπρώκτωρ πετσοπάς εισάγει το ζούδι εντός του ορθού του, όπου αυτό ορύσσει ενστικτωδώς, προκαλώντας έντονη διέγερση. Την κλιμάκωση του οργασμού επιφέρουν τα επιθανάτια τινάγματα του άτυχου τρωκτικού.

Κατ' ισχυρισμό του διεθνούς τύπου, ο ηθοποιός Richard Gere είναι μεγάλη ποντικοπνίχτρα και τρωκτικάντζα, ο δε ποπός του προ ετών έτεκεν μυν σε μονάδα επειγόντων περιστατικών στην Καλιφόρνια.

Ορισμένοι σκεπτικιστές, αλλά και σωμάτια ΛΟΑΤ, ισχυρίζονται ότι το τρωκτικό σεξ αποτελεί αρρωστημένο και ομοφυλοφιλοεχθρικό αστικό μύθο.

Πέρι: - Πού είναι οι πραγματικοί άνδρες ρε παιδί μου, έχει γεμίσει ο τόπος με γιαουρτομούνες λούγκρες και βερμουδιάρηδες αρκούδους...

Βαγγέλης: - Ξεκόλλα ρε, άσ' τον Πιερ να κωλογαμιέται με τον Καυλαγόρα! Καιρός να ψαχτείς...να’ σπώ κάτι στ’ αυτί: ...ψουψουψου...το τρωκτικό σεξ...μουμουμου...γούτσου-γούτσου ο ποντικομικρούλης...ψουψουψου....

Πέρι: - Ουαααου, είσαι θεά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται ο πούτσος πριν και μετά το σεξ.

Kαλέ πώς είναι έτσι; Σα ζυμαράκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως λεμε «κάνει κρύο», σημαίνει ότι δεν φταίω εγώ που πεινάω, αλλά κάτι άλλο αόριστο.

Σεξουαλικά σημαίνει ότι για κάποιον αόριστο λόγο πεινάω και θέλω σεξ.

- Πού είσαι μωράκι μου;
- Σπίτι.
- Έλα εδώ καρδούλα μου, κάνει πείνα.

βλ. και κάνει νύστα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified