Selected tags

Further tags

Το παιδί που προέκυψε χωρίς να το επιθυμούν οι συνουσιαζόμενοι, λόγω... λάστιχου.

Παρατημένο τον έχουν, τριγυρνάει από γιαγιά σε θεία κι από θεία σε ξαδέρφη. Τι τα θες, άμα είσαι το παιδί της τρύπιας καπότας...

(από GATZMAN, 28/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά, όταν ελέγχουμε τα λάδια κάποιας.

Θεμελιώδες προκαταρκτικό κάθε καλού σέρβις.

Αγγλιστί: pussy fingering, checking someone's oil.

- Αν την συνδυάσουμε με μουνοδάχτυλο, γίνεται το μουνάκι σαν χαλασμένη βρύση (στάζει).
(Slangprof, αναφερόμενος στην ροδέλα)

- Η ΝΤΟΛΟΡΕΣ ΕΙΧΕ ΚΑΙ ΤΡΙΧΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΡΟΓΑ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΙΚΕΣ ΜΟΥ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΔΕΝ ΑΝΤΙΛΗΦΘΗΚΑ ΕΓΚΑΙΡΩΣ ΛΟΓΩ ΣΥΣΚΟΤΙΣΗΣ, ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΝΑ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΩ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ. ΣΤΟ ΚΑΠΑΚΙ ΔΙΑΠΙΣΤΩΝΩ ΟΤΙ ΔΕ ΜΠΟΡΩ ΟΥΤΕ ΜΟΥΝΟΔΑΧΤΥΛΟ ΝΑ ΤΗΣ ΒΑΛΛΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΟΛΛΕΣ ΚΑΙ ΠΥΚΝΕΣ ΤΡΙΧΕΣ, ΟΠΟΤΕ ΤΗΝ ΒΑΖΩ ΚΑΙ ΜΟΥ ΤΡΑΒΑΕΙ ΜΙΑ ΠΡΟΧΕΙΡΗ ΜΑΛΑΚΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΠΩ ΟΤΙ ΠΗΓΕ ΤΕΛΕΙΩΣ ΧΑΜΕΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ
(Φωνακλάς μπέτα τέστερ, εδώ)

(από Vrastaman, 30/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπήχτης, ο γαμιάς, ο γαμίκουλας. Συμφυρμός του γαμώ και του επιβήτορας.

Ώστε είναι τόσο καλός γαμήτορας ο Θόδωρος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ελληνική βερσιόν της λέξης ταρζανέλια.

Θα αποτολμήσω και ετυμολογική προσέγγιση, όλη δικιά μου:

Κουρέμπελα από το κουρ(άδα) (το ποιόν) και (κουνια-)μπέλα (κατάσταση). Δηλαδή κουράδες που κρέμονται και κάνουν κούνια-μπέλα!!! Όπως και ο Ταρζάν στο συνώνυμο λήμμα.

Πώς ακούγεται;

«Θα σου κάψω τα κουρέμπελα.»

Τα κουρέμπελα τα έκαιγαν με αναπτήρα, για να μην πληγώνεται το εργαλείο τους (καθότι ξερά και σκληρά στις κολλημένες τρίχες).

«Άσ' τον αυτόν... του τάχουν κάψει τα κουρέμπελα» (π.χ. για τον παπούστη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητικός ιδιωματισμός για τα κορίτσια της τρυφερής ηλικίας των 12-16. Στην ηλικία αυτή οι δροσερές νεαρές δεν έχουν αναπτύξει ακόμα τα δευτερογενή χαρακτηριστικά του φύλου (δηλαδή τα στήθη δεν έχουν αναπτυχθεί ακόμα σε μπαλκόνια και η λεκάνη διατηρεί ακόμα μία ίσια γραμμή) και ο σωματότυπός τους δεν διαφέρει και πολύ από τα αγόρια (κοπέλια) της ίδιας ηλικίας. Παρόλα ταύτα τα «τουρναράκια» αποτελούν μια ιδιαίτερα δημοφιλή κατηγορία στις «ατζέντες» των καμακιών, ιδιαίτερα αυτών που ακολουθούν το μότο: «Αν η γυναίκα βγάλει δόντια...».

Τα τουρναράκια έχουν επηρεάσει και τον κρητικό πολιτισμό, αφού έχουν γραφτεί τραγούδια -όπως το ομώνυμο «Τουρναράκια»- που εκθειάζουν το μεγαλείο τους...

[I]Τα κορίτσα σερνικά τα λένε τουρναράκια
και χορό τον είχανε τα ντελικανιδάκια
τουρναράκια τουρναράκια ντου και παλαμάκια...[/I]
(εδώ).

Ο Σήφης με τον Μανωλιό πίνουνε ρακές...
Σήφης: - Πάμε τ' απόγεμα για τουρναράκια;
Μανωλιός: - Κουζουλάθηκες μωρέ;; 30 χρονών μαντράχαλοι τουρναράκια θα κυνηγάμε; Θες να μας κλείσουν μέσα;; Και δεν πάμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβολικός χαρακτηρισμός για την διαστολή του γυναικείου κόλπου κατά τη συνουσία ή κατά τις νωρίτερες, προκαταρκτικές περιπτύξεις.

Στην καθημερινή πρακτική απαντάται σε συναναστροφές ανδρών σε κωλόμπαρα και χαμαιτυπεία, όπου οι παλλακίδες που διαθέτουν περισσότερο προϊόν προς τους χρήστες, αφήνουν να ακουμπήσεις περισσότερα μέλη τους ή και να εισδύσεις αντικείμενα στον κόλπο τους ή και να έχεις κατ' ιδίαν ολοκληρωμένη επαφή...

Επιπλέον, γενικολογώντας, θα μπορούσε να απαντηθεί και στην προς φίλους εξιστόρηση ενός μη αγοραίου, ανιδιοτελούς, χτεσινοβραδυνού έρωτος....

(όλοι τέντα, έτσι;)

  1. Τη βλέπεις τη Λουντμίλα, αυτή με το ροζ στρίγκο; Δε φαντάζεσαι τι έγινε τις προάλλες! Με δυο ποτά, με πήγε πίσω και την πήρα χέρια-πόδια μέσα...

  2. Καλά, χτες βράδυ πήγα το Μαράκι στη ρεματιά και εκεί, κάτω από το γεφυράκι, το πήρα χέρια-πόδια μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που ρουφιανεύει... Η πιπατζού, αυτή που παίρνει πίπες αβέρτα κουβέρτα...

Χρησιμοποιείται συχνότατα για να αποκαλέσουμε κάποια πιπατζού χωρίς να γίνει αντιληπτό από την ίδια... Την βρίζεις και νομίζει ότι την αποκάλεσες με ένα επίθετο λάιτ ή κάτι συνηθισμένο... Και ακόμα και αν κάποιος βρεθεί να της εξηγήσει την αλήθεια, δεν γίνεται πιστευτός! (από προσωπική εμπειρία).

Έτσι λοιπόν, χρησιμοποιείστε το ευρύτατα χωρίς να σας παίρνουν χαμπάρι, λέγοντας, σε περίπτωση που ζητήσουν εξηγήσεις, πως εννοείτε ότι πίνει πολύ (ποτό, νερό κλπ), ή ότι σας ρουφιάνεψε στην φιλενάδα της ή σε φίλο σας (για κάποιο ψευτοπράγμα για να μην δείχνει σοβαρό...), αλλά στην ουσία της λέτε κατάμουτρα πως παίρνει πίπες αβερταστάν και έτσι βγαίνει κανείς λάδι και το ξαναλέει όποτε και όσες φορές γουστάρει!!!

  1. - Μωρή ρουφιάνα Μαίρη, πώς είσαι;
    - Εεε, όχι και ρουφιάνα !
    - Πίνεις τόσο νερό που μόνο μια ρουφιάνα μπορεί...
    - Ααα, καλά τότε...

  2. Όπως ερχόμουν βγαίνει η ρουφιάνα και με ρωτάει για τη γυναίκα μου, ενώ βλέπει ότι είμαι με έτερο μανούλι!

  3. - Ποια από εσάς είναι ρουφιάνα;
    - Ποια, ποια;;;;;
    - Η Ελένη !
    - Μα πώς με αποκαλείς έτσι;;;!!!
    - Εσύ δεν είπες τον Τάκη ότι πήγα με τον Μανώλη για ουζάκι;!!
    - Ε, ναι...
    - Είσαι ρουφιάνα !!

Peter Rufai (από Vrastaman, 07/04/10)παρε ναχεις πούτσαρς (από ο αυτοκτονημενος, 07/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το πούστης+ λουστραδόρος. Η αδερφή, αυτός που τη γυαλίζει την κάννη.

Μεγάααλος πουστραδόρος ο Τζίμης. Τι, δεν το 'ξερες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναικεία version του στ' αρχίδια μου. Η χρησιμοποίηση του δεν έχει να κάνει απλώς με τις ανατομικές διαφορές μεταξύ των δύο φύλλων αλλά έχει σαφώς μια εσάνς χειραφέτησης και φεμινισμού ως αντίδραση οφ κορς στην αρχιδοκρατούμενη κοινωνία μας. Εμφανίστηκε προς τα τέλη της δεκαετίας του '90 στον λεσβιακό χώρο αλλά χρησιμοποιείται πολύ και σήμερα από τον γενικό γυναικείο πληθυσμό.

Λέγεται και από άντρες, ωσάν χαριτωμενιά.

Συντάσσεται συνήθως με το ρήμα γράφω αλλά σπανίως λέμε: “παρ’ τις ωοθήκες μου”, όπως με τους όρχεις πιθανότατα λόγω του ότι είναι κομματάκι άβολο (ενώ με τ’ αρχίδια…).

Υπάρχει και σε οικογενειακή συσκευασία: “Σε έχουμε γραμμένο στα παπάρια και τις ωοθήκες μας’.

Παραμφερή λήμματα για ποιό ολοκληρωμένη προσέγγιση στο λήμμα:
στο μουνί μου, στα δώδεκά μου, σου φύτρωσε, δυο μουνιά (ρίχνω).

- Τελικά θα βγεις ξανά με τον Λάκης;
- Άσε μωρέ τον μαλάκα, πολύ λούλης μας βγήκε... Χτες το βράδυ μου τό παιζε καληνυχτάκιας αλλά τον άρπαξα από το λαιμό και του ριξα δυο μουνιά, το φχαριστήθηκα.
- Μα θα πληγωθεί!
- Στο μουνί μου το ιδιότροπο και στις δώδεκά μου ωοθήκες! - Είσαι σκληρή, το ξέρεις;
- Και συ ωραίο μωρό, τι λες, πάμε Μυτιλήνη διακοπές;

στα δώδεκα μου ωά! (από MXΣ, 09/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά το πτυχίο ένας φοιτητής πάει για μεταπτυχιακό στην ξενιτιά και καμιά φορά μπορεί και να μείνει εκεί για βιοποριστικούς λόγους.

Στην slang χρησιμοποιείται από την σύζυγο, όταν λέει ότι οι γκομενοδουλειές του συζύγου της και καλά δεν την πειράζουν, μιας και γυρνά σε αυτήν πάλι πιο ανανεωμένος. Αυτά τα συζητά με τις φίλες της που την έχουν σακουλευτεί την βρομοδουλειά του συζύγου.

Το μέγα πρόβλημα για την σύζυγο είναι ότι ρισκάρει να «αλλάξει πτυχίο» ο σύζυγος.

- Άστον να πηγαίνει οπού θέλει να κάνει το μεταπτυχιακό του, το κάθαρμα, μια που γυρίζει χαρούμενος και ανανεωμένος πίσω...
- Καλά μωρή δεν φοβάσαι μην στον πάρει καμιά;
- Μπααα τον έχω δεμένο, του έχω κάνει μάγια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified