Selected tags

Further tags

Βασικά είναι ο μαλάκας (με όσες σημασίες μπορεί να υποδηλώνει), αλλά από πιο ποιητική σκοπιά...
Αξιοσημείωτο είναι ότι η λέξη παράγεται από το ουσιαστικό ψωλοβρόντι (το), με προέλευση από τα καλιαρντά.

Πάλι αυτόν τον ψωλοβρόντη κάλεσες στο πάρτυ;

(από sstteffannoss, 02/02/13)

Βλέπε ακόμη: βροντάω την ψωλή μου, πεοκρούστης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαλύω, χαλάω κάτι.

  1. - Το βράδυ έχω κουβαλήματα και θα χρειαστώ το αυτοκίνητο.
    - Σήμερα βρήκες; Μου γάμησες το πρόγραμμα!

  2. Τι φάλτσα ήταν αυτά; Το γάμησε το τραγούδι!

  3. Αυτός ο άσχετος πήγε να μου φτιάξει τον υπολογιστή και μου τον γάμησε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποια που (σχεδόν) παρακαλάει να δεήσει κάποιος να την τσιμπουκώσει (αν την πηδήξει δηλαδή κιόλας, θα κάνει Ανάσταση!). Συναντάται πολύ συχνά και σε γένος αρσενικό (βλέπε φωτό).

- Είδες πώς μου χαμογέλασε το μπάζο;
- Μεγάλη τσιμπουκοζητιάνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικό, η τσούλα, η πρόστυχη.

- Όλο με κάτι διχτυωτά και μίνι εμφανίζεται η Χ! Πρέπει να μη χαλάει χατήρι σε κανένα!
- Ναι, είναι μεγάλη ψωλαρπάχτρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν κάνω κάτι ουσιαστικό ή δημιουργικό, τεμπελιάζω, είμαι αφηρημένος.

-Πού να χάθηκε ο Γιάννης, δεν τον βλέπω στη σχολή τελευταία.
-Κλασικά, ψωλαρμενίζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα κάπως μεγάλης ηλικίας που συμπεριφέρεται και ντύνεται σαν νεαρή κοπέλα και προσπαθεί ατυχώς να μιμηθεί τους σεξουαλικούς κώδικες του φλέρτ των νεαρών κοριτσιών.

Αρσενικό: πουρότεκνο, πουρογκόμενος.

-Η Χ στο Ψ σόου στην τηλεόραση κάνει τη μπέμπα και όλο χαριεντίζεται με τους παίκτες!
- Κλασική πουρογκόμενα, είναι τουλάχιστον 50 και το παίζει εικοσάρα!

(από Khan, 21/05/14)(από Khan, 21/05/14)

Σχετικά: γρέτζω, ξεκωλόγρια, πιπινόγρια, Γρετζώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρωκτός υποτιμητικά, ιδίως επί πρωκτικής συνουσίας.

Συνώνυμο: σκατοσακούλα.

-Θέλω να κάνω οθωμανικό με τη γκόμενά μου αλλά δεν δέχεται.
-Έλα μωρέ, από τη σκατοθήκη; Καλά κάνει και δεν θέλει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος που έχει πολύ αδρά χαρακτηριστικά και γενικά είναι επιθετικός και αρρενωπός.

-Κοίτα τον τύπο με τη χάρλεϊ, όλο σφήνες μου κάνει!
- Φαίνεται αγριόπουστας, μην του κολλάς καθόλου γιατί κινδυνεύεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι γκέι.

- Ο Λάκης είναι γκέι;
- Τι να σου πω, υποπτεύομαι ότι τη λαδώνει τη μπάμια!

Βλ. σχετικό λήμμα την τρίζει την όπισθεν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χλιδάτη γκόμενα με έντονα προκλητική εμφάνιση και συμπεριφορά.

- Πήγα σ΄ενα μαγαζί στην Κηφησιά κι έπηξε το μάτι μου στα χλιδότσουλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified