Selected tags

Further tags

Στον γραπτό λόγο ο στρέιτ, ο/η ετεροφυλόφιλος/η. Χαριτωμενιά τύπου λ7 δηλαδή. Παίζει και το str8-looking.

  1. Είσαι str8 άντρας; Μερικά tips από λεσβίες, για να μην ξανά αφήσεις ανικανοποίητη τη γκόμενα! (εδώ πώς να γίνετε καυλύτεροι άθρωποι).

  2. Γιατί αυτή η επιμονή στους str8 looking αρρενωπούς; «Γιατί θέλεις να πηδήξεις έναν ωραίο τσολιά, όχι τη μαμά σου. Πάντως, εκείνοι που γράφουν «να είσαι πάνω απ' όλα άντρας» ή «μην ξεχνάς ότι φοράς παντελόνια» είναι οι πιο ξεκωλιάρηδες btm». (Εδώ).

  3. Αυτο που δεν καταλαβαινω ειναι απο που προκυπτει η ψευδαισθηση οτι ο str8 ειναι πιο αντρας και σε τι εξυπηρετει αυτη εκεινον που την εχει. (Πολύπλευρη συζήτηση περί str8 εδώ).

  4. Αγάλι αγάλι γίνεται ο str8 άντρας λούγκρα (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμαν μουνότρυπα έχει τουλάστιχον τρεις καταγεγραμμένες εφαρμογές:

Εναλλακτικά: μουνοτρυπίδα, μουνοτρυπίδι.

Εφαρμογή Α'

- Η μουνότρυπά της ήταν τεράστια και η ίδια χαρισματική.

- Υπαρχει και το σχετικο φαλλοκρατικο / κακο / αναχρονιστικο / απολιτιστο / βαρβαρο και πολυ αστειο ανεκδοτο:
Ερωτηση: Τι ειναι η γυναικα; Απαντηση: Το αχρηστο κρεας γυρω απο τη μουνοτρυπα.
(ατσεγκέ, εκεί)

Εφαρμογή Β'

- ΡΕ ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΓΙΕ ΣΟΥ ΓΑΜΙΕΤΕ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΡΕ ΑΛΒΑΝΙΚΗ ΚΟΛΟΤΡΙΠΙΔΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΙ ΕΣΥ ΡΕ! ΑΡΧΙΔΙ Ι ΜΑΝΑ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΟΥΤΑΝΑ ΤΟΥ ΠΛΑΝΙΤΗ! ΓΙΑ ΑΦΤΟ ΚΑΙ ΕΣΕΝΑ ΣΕ ΣΤΥΡΙΖΕΙ Η ΠΡΟΝΟΙΑ ΓΙΑΤΙ ΣΕ ΓΑΜΑΓΑΝΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΔΕΡΦΟ ΣΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΠΑΠΠΟΥ ΣΟΥ ΚΑΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΓΑΜΙΑΔΕΣ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΣΟΥ! ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΓΙΟΣ ΓΕΝΝΙΘΗΚΕΣ ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΓΙΟΣ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΡΕ ΜΟΥΝΟΤΡΥΠΑ!
(μπιλελίκωμα τ. χρησοί αβγύ)

- μωρη μουνοτρυπα σου γαμω πουστη αρχιδι

Εφαρμογή Γ'

- Το πιο διασκεδαστικό σεξοπαιχνίδι που έχω παίξει ποτέ μου σε συγκεντρώσεις ηδονιστών είναι η «μουνότρυπα». Από την ονομασία του και μόνο οι παίκτες, άνδρες και γυναίκες, τρελαίνονται και βάζουν τα δυνατά τους να φτάσουν πρώτοι στον τελικό προορισμό, που είναι το μουνί!

- «Φέραμε και το νέο παιχνίδι, τη «μουνότρυπα». Ο Φράνιο επεμβαίνει, «άσε τη μουνότρυπα για άλλη μέρα». Για να παίξεις μουνότρυπα πρέπει ...

Ανοιχτοί και σας περιμένουμε (από σφυρίζων, 24/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μια γυναίκα είναι στα τέσσερα και εκτελεί πεολειξία σε ένα άντρα που στέκεται όρθιος και ταυτόχρονα ένας άλλος άντρας την καρφώνει από πίσω, και παράλληλα οι 2 άντρες ενώνουν τα χέρια τους στον αέρα και στο χώρο πάνω από τη γυναίκα σχηματίζοντας μια μορφή που μοιάζει με τον Πύργο του Αΐφελ.

Έλα Κοσμά πώς την βλέπεις τη δουλειά, θα δώσουμε στην Καυλάουρα τον Πύργο του Άιφελ σήμερα το βράδυ;

Εικόνα για οπτικοποίηση (από skywalker, 22/04/13)Από σοβιετικό σεξουαλικό αλφαβητάρι του 1931. (από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σπέρμα στα καλιαρντά εκ των σαρμέλα (βλ. και εδώ) και ζουμί.

  1. Δεν άργησα να χύσω το σαρμελόζουμο και να χαλαρώσω,αυτή η κοπέλα εκτός ότι είναι πολύ ελκυστική με ήρεμα γερά «πατήματα» έχει ένα πολύ ωραίο στυλ αρχοντικό και σοβαρό που με απογειώνει. (Από μπουλκουμεδοτσαρδοσάιτ).

  2. θα πείς τίποτε ή γαργάρα (με το σαρμελόζουμο που σου έριξα) ;; (Αποκατέ).

  3. Συνφωνησαν οτι το ΣΑΡΜΕΛΟΖΟΥΜΟ κανει καλο και στης αμυγδαλες, μετα απο μια καλη γαργαρα !!! Σοβαρα πραματα. Ετσι λοιπον και μ'αυτον τον τροπο θα σωσουν και την Ελλαδα μας.... (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Το πέος στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) το δίνει αγνώστου ετύμου, αλλά σημειώνει ότι serm σημαίνει αιδώς στα τουρκικά. Βλ. και το λήμμα ντεσαποτέ σαρμέλα.

  1. ΜΑΓΚΕΣ ΜΟΥ ΤΩΡΑ ΣΤΟ ΓΚΕΖΙ Ο ΔΕΣΠΟΤΑΣ ΘΑ ΜΑΘΕΙ ΤΙ ΕΣΤΙ ΣΑΡΜΕΛΙΑ.ΡΕ ΜΗΠΩΣ ΠΗΓΕ ΣΤΗ ΨΕΙΡΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟΝ ΚΑΛΑΦΑΤΙΣΟΥΝ ΟΙ ΚΟΛΟΜΠΟΙ; (Αποκατέ).

  2. Η καμουφλαρισμένη υπόδειξη γυρίστε τους την πλάτη (δηλαδή εκθέστε τα οπίσθια σας στην πολιτική σαρμελιά δια της αποχής συνιστά την εκδούλευση του συνσυστήματος της αγωγής του πολίτη προς το σύστημα εξουσίας. Η αποχή από τις εκλογές είναι το ζητούμενο. Εξασφαλίζεται έτσι η εν λευκώ εξουσιοδότηση στο συνσύστημα εξουσίας) με την παθητική συναίνεση μας, αφού δεν θα καταψηφίσουμε αλλά θα απέχουμε. (Αποκατέ).

  3. Στο βάρος εκατό κιλά και στη διάθεση: λα λα! Λα λα, λαλα και τραλαλα δεν κάνει κούκου δεν σκιρτά η πεθαμένη σαρμελιά. (Αποκατέ).

  4. για τα τουλά τα κάνεις όλα για τα τουλά δε μ'αγαπάς μα θάρθει κάποτε η ώρα νάκα στη πούλη σαρμελιά. (Αποκατέ).

(από Khan, 05/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Εντελώς τελείως αναχρονιστική σλανγκιά για τα σαφρακιασμένα απομεινάρια του παρθενικού υμένα μετά την ρήξητου.

Προφ εκ του λουλούδι. Παραετυμολογικά, εκ του Λιλιάδα.

Εναλλακτικά: λαλάδια.

1. «Λoυλoύδι της ντρoπής» o ραγής παρθενικός υμένας με τη θέληση της κόρης, πρo τoυ γάμoυ, o καταρακωμένoς με τα λιλίδια.

2. «ληλίδια» ή «λαλάδια» έλεγαν τα μύρτα, δηλ. τις σαρκώσεις απoφύσεις τoυ παρθενικoύ υμένα μετά τη ρήξη.

  1. - Αμάν αμάν αμάν....
    - Α πα πα πα....
    - Βάι βάι βάι...όι όι μανούλα μου
    - Τι ήταν αυτός ο Πέρι βρε Λάουρα...
    - Φεύγει και αφήνει πίσω του λιλίδια...Θε μου φύλαε ήτανε.....

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άντρας που μια γυναίκα τον έχει βάλει μέσα στο βρακί της, και είναι ωσεκτουτού μουνόδουλος, μουνοείλωτας, χαζομούνης, μουνοσαλιάρης, μουνοτρέχας, πουτόπιστος κ.τ.ό.

Μπορεί να έχει και λίγο πιο καυλή έννοια όταν σημαίνει κάποιον που κυνηγάει πολύ το μουνί ως μουνάκιας. Δεν είναι βέβαια καλό κι αυτό, καθώς δηλώνει εξάρτηση, ωστόσο μπορεί η έμφαση να πέσει στο ότι ο κιλοτάκιας είναι γαμίκουλας και όχι μόνο στη μουνοδουλίασή του. Συνήθως πάντως ο όρος είναι μειωτικός, επικεντρώνοντας στην έλλειψη ανεξαρτησίας του κιλοτάκια.

  1. Ορισμός εδώ: Κιλοτάκιας: Κατευθυνόμενα ανδρίδια που χαίρουν μετριότατης εκτιμήσεως και από τις ίδιες τις συντρόφους, μανάδες, φιλενάδες, αδελφάδες που τους κατευθύνουν, διότι τον κατευθυνόμενο πολλές τον επόθησαν, ελάχιστες τον εκτίμησαν.

  2. Εδώ πλήρης ανάλυση:

Είδος ανδρός ανεξάντλητο, αειθαλές και αεικίνητο. Από δω στρίβεις το κεφάλι, από το κει το πας να σου και ένας κιλοτάκιας με χαμόγελο crest να σε κοιτά και να σου λέει: «δεν θα πεθάνω ποτές, ό,τι και αν λες, όπου και αν πας, εδώ κοντά μου θα γυρνάς!».

Διάβαζα τις προάλλες τον «BHMagazino» και «τα λόγια της πιάτσας» του Δημήτρη Θεοδωρόπουλου. Κάπου στα λήμματα της Μπεο-Ψωμιαδο-Μαρινακικής και λοιπών περιόδου, εντοπίζω και το εκ της τελευταίας εσοδείας λήμμα της ελληνικής- προσαρμοζόμενο στα ποδοσφαιρικά- «κιλοτάκιας» που αποκαλεί ο προσφιλής Αχιλλεύς Μπέος βεβαίως – βεβαίως, κάποιον άγνωστο από τον Βόλο. «Τι με λες;» είπα στον εαυτό μου, «έχουν τέτοιους και οι ‘όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω;».

  1. «Καλύτερα σεισμόπληκτος, ζητιάνος και πρεζάκιας, παρά κυριλέ χλεχλές λούλης και κιλοτάκιας». (Από τους στίχους εδώ).

(από Khan, 17/04/13)Στο 2.00. (από Khan, 17/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαριά πάθηση που εξευτελίζει την ανδρική υπόσταση και συνίσταται στο να είναι ο άντρας μουνόδουλος, μουνοείλωτας ή κουμπαριστί πουτόπιστος. Εκτενής συμπτωματολογία στο πρώτο παράδειγμα.

Η μουνοδουλίαση θεωρείται γενικά ως πάθηση ενδημική στον κλασικό τον μαλάκα τον Έλληνα και ένας από τους λόγους που φτάσαμε εδώ που φτάσαμε ως άντρες. Χαρακτηριστική της έκφραση τα μετασαββοπουλικά κατσιμηχέσω άζματα, τύπου Πορτοκάλογλου και Μπίλι Χαζούλης.

  1. H οξεία μουνοδουλίαση αποτελεί σοβαρότατη ασθένεια που προσβάλλει άντρες όλων των ηλικιών. [...] Τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα είναι:

1) Αντικοινωνικότητα. Κόψιμο επαφών με όλους τους κοντινούς φίλους και συγγενείς, στο ελάχιστο δυνατό, η και εντελώς σε ορισμένες πολύ σοβαρές περιπτώσεις. 2) Μεταβίβαση της ικανότητας του να παίρνει αποφάσεις στην γυναίκα. Δεν κάνει τίποτα χωρίς την έγκριση, η χωρίς την διακριτική αποδοχή της γυναίκας.
3) Ψυχαναγκαστική συμπεριφορά με στόχο την ικανοποίηση της γυναίκας που πηγάζει από τον φόβο του μην τον αφήσει. Το συγκεκριμένο σύμπτωμα είναι ιδιαίτερα σοβαρό καθώς μπορεί να οδηγήσει τον άντρα στο να κάνει κυριολεκτικά οτιδήποτε για να πάει με τα νερά της γυναίκας, ακόμη και όταν οι απαιτήσεις αυτές είναι καταστροφικές η και αντικρουόμενες. Σε αυτό το σημείο η μουνοδουλίαση θυμίζει την πλύση εγκεφάλου που δέχονται μέλη σε αιρέσεις καθώς ο ασθενής δέχεται οποιαδήποτε κριτική στην προσωπικότητα του και προσπαθεί να την αλλάξει. 4) Δραστική αλλαγή προσωπικότητας, αλλαγή συμπεριφοράς και αλλαγή πιστεύω. Αρχικά οι αλλαγές είναι περισσότερο επιφανειακές, με στόχο να ικανοποιήσει την γυναίκα αλλά όσο περνάει ο χρόνος οι αλλαγές γίνονται μόνιμες. Ένα παρακλάδι αυτού του συμπτώματος είναι η τάση υιοθέτησης θηλυκών πιστεύω και συμπεριφορών. Μπορεί να αρχίσει να μοιράζεται τις ακραίες φεμινιστικές απόψεις της γυναίκας η να επαναλαμβάνει γυναικουλίστικες ατάκες.

Άντρες που έχουν πολύ σοβαρές πιθανότητες να προσβληθούν είναι αυτοί με υψηλά σκορ στους συντελεστές α) Βαθμός Απειρίας β) Βαθμός Αγαμίας γ) Έλλειψη Ζωής (Εδώ θρεντ με δεκάδες σελίδες που αναλύει διεξοδικά το φαινόμενο).

  1. τα σκηνικα με τις ακουστικες κιθαρες,και τα ''παρειστικα'',''ροκ'' τραγουδια μεσα σε φοιτητικες συναξεις με νιμου και ποτσους ανακατα,εχουν γραμμενα πανω τους την λεξη μουνοδουλιαση. (Θρεντ: Ο ΓΑΠ έπαιζε κιθάρα για να βγάζει γκόμενες).

  2. Μπιτλς>Λενον>Γιοκο>μουνοδουλιαση>Παντελιδης! (Συνειρμοί εδώ).

  3. Αν εχουν ενα κακο οι Ελληνες αντρες στην συμπεριφορα προς τις γυναικες αυτο ειναι η υπερβολικη μουνοδουλιαση: πχ το να τις παρακαλανε ακομα κι οταν τρωνε ακυρο, να πιανονται θυματα εθελοντικα και να τις χρηματοδοτουνε, πραγματα που δεν τα βρισκεις σε τετοιο βαθμο εξω. (Από το Κοζμοπόλιταν).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρχαιότερος επιθετικός προσδιορισμός κατά τον οποίο οι φιλόσοφοι τά 'χουν κάνει όντως μουνί προσπαθώντας να αποδείξουν αν η φράση είναι θετική ή αρνητική ως προς τον προσδιορισμό της. Τελικά το μουνί είναι καλό ή κακό; μας αρέσει ή μας απωθεί;

Αααα μουνί τάκανες. - Είσαι θεόμουνο μανάρι μου - τι μουνάρα είσαι εσύ παιδί μου ; - απαπαπα σαν μουνί καπέλο είσαι - το μουνί της μάνας σου - και άλλα διάφορα που κατά καιρούς μπερδεύουν άπαντες τους κατέχοντες πουλάκι.......

βλ. και μουνί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην οδηγία κατά την οποία η συνουσιάζουσα καλείτε να αρπάξει το ανδρικό μόριο για το οποίο για άγνωστο λόγο ο κατέχων νιώθει υπερήφανος.

Χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από γεωργό ο οποίος τα μπέρδεψε με την τσάπα και προσπάθησε να οργώσει το χωράφι με την τσαπού.

Η ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ και το ΕΣΟΥΡΟΥ απαγόρεψαν σχετικές αναφορές και παραδείγματα. Την ως άνω αναφορά προσπαθεί να μεταφράσει και το Γερμανικό υπουργείο Οικονομικών.

(από Khan, 15/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified