Selected tags

Further tags

Όρος που χρησιμοποιείται κυρίως από θαμώνες νυχτερινών μαγαζιών και αναφέρεται στα άνθη που εκτοξεύονται προς το μέρος του καλλιτέχνη σε στιγμές έκστασης των ιδίων κατά τη διάρκεια γνωστών λαικών ασμάτων. Συσκευάζονται σε μικρά χάρτινα πιατάκια που κατά τη λαϊκή διάλεκτο καλούνται πανεράκια. Τα τελευταία συνήθως εκτοξεύονται ολόκληρα σε κατάσταση παραληρήματος των θαμώνων.

- Δώσε ρε Νότη...
- Άντε Νίκο, πάρε κανά λελουδικό ακόμα. Θα καεί το πελεκούδι.
- Φέρε εδώ να ρίξω κανά πανεράκι στο θεό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξεπεσμένο κωλόμπαρο, όπου μαζεύονται άντρες τύπου Ζαχόπουλου -με μπάκα ως το Σύνταγμα- και χαμουρεύουν τις γκόμενες στους καναπέδες, δείχνοντας και καλά ότι η γκόμενα είναι μόνο για αυτούς. Συναντάται κυρίως στις ακριτικές περιοχές της χώρας.

- Πού να πάμε ρε μαλάκα καθημερινή. Δεν θα έχει πουθενά κόσμο.
- Πάμε σε κανά ζαχοπουλάδικο να γελάσουμε;

Ταιριάζει κι εδώ... (από Khan, 06/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νυχτερινό μαγαζί / μπαρ με γυναίκες.

Πήγαμε με τα παιδιά σε ενα κωλόμπαρο χτες βραδυ και ήταν φοβερά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

....όλο το βράδυ, και το πρωί, εν είχε κουράγιο να σύρει τα πόδια της στα χωράφια. (H συνέχεια της φράσης, διότι δεν θα ήταν λήμμα αυτό, θα ήταν έπος).

Σλανγκιά (;) αγρότη νίντζα, που θυμίζει βουκολικό δράμα. Την παραπάνω φράση τσάκωσε μορφή της πιάτσας (σε πλατεία χωριού), και την διέδωσε σε όλο το νησί (το νησί της μαστίχας), εν είδει ιστορίας. Και βεβαίως έμεινε ως έκφραση (συνήθως το κομμάτι που είναι στο λήμμα), που χαρακτηρίζει την ακατάσχετη σεξουαλική ορμή, παρούσα σε όλα τα νεοερωτευμένα και πεινασμένα για σεξ ζευγάρια. Η οποία έχει ως αποτέλεσμα την ραγδαία μείωση του ΑΕΠ.

  1. -Ακούς κόρη μου, τι έπαθε η Υπατία;
    -Ήντα 'παθε μαρή.
    -Η κόρη της τα ταίριαξενε με το γιο του Παναή.
    -Μια χαρά παιδί εν είναι;
    -Είναι, αλλά τώρα είναι κι οι εγιές. Και ο Γιος του Παναή, την είχενε και τηνε εδιασκέδαζενε όλο το βράδυ, και το πρωί, εν είχε κουράγιο να σύρει τα πόδια της στα χωράφια. Και η καμμένη η Υπατία εν εμπορούσε μόνη της να φέρει βόλτα τα πανέρια.

  2. -Ο Μάκης την παράτησε τη Ρούλα.
    -Τι μου λες; Συνταρακτικά νέα. Την είχενε και τήνε διασκέδαζενε και τώρα την παράτησε ο μαλάκας; Άντε να βρει άλλη που να τον αντέχει ο μαλάκας!!!

(από electron, 07/09/09)(από electron, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα Καρδιτσιώτικα ως ντιβερλίγκες (ή ντιβερλίνγκες) εννοούνται οι βόλτες, τα δίχως ουσία σουλάτσα και σούρτα φέρτα..

- Άι πιδάκι μ' πού γυρουφέρνς όλη μέρα; Μαναχά για ντιβερλίνγκες ίσει....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξενυχτάδικο στα καλιαρντά, όπου συχνάζουν αγλαρότεκνα, αγλαροπουροί και αγλαρογκόμενες. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το στερητικό α- και το γλαρώνω.

  1. Καλέ Μαρίνα πού είσαι, γαμώ το μπελά σου. Είμαι στη μαρίνα, φοράω εφαρμοστό κοντό μπλουζάκι, έχω τη σκύλα στα χέρια, ανταύγεια στο μαλλί κι αγόρασα κι λίγο νταμί για το δρόμο, άσε που φάγαμε τα μουνιά μας με μία μούτζα από τη Τερψιθέα, αν αργήσεις να κάτσω σε κάνα αγλαρόκεντρο να περιμένω, αλλά φοβάμαι μη μου τη πέσει κάνα βαβαρότεκνο, εδώ στο Πειραιά ο δορκάκης πάει σύννεφο, το λοιπόν, γράφω εδώ στην Αθηνά μπας κι το δεις αυτή την εφταζουρνού κι κανονίσουμε. Κοίτα μη μού 'ρθεις με ισμίρ-πατσούλ, σε θέλω φρέσκια και γεμάτη κλέβα. (Αποκατέ).

  2. Καλέ, αφού άβελε γύρες με τα αγλαροπουρά στα αγλαρόκεντρα και άβελε διακόνα στο μπερντέ, τι περίμενες; (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως "τσιφτετέλι - αεραγωγός" αναφέρεται η απόλυτη και μέγιστη τεχνοτροπία του χορού εκείνου, κατά την οποία η χορεύουσα γυνή αναρριχάται επί της μπαρός και προς κατάπληξιν όλων εφάπτεται από τον αεραγωγό ο οποίος περνάει από το σημείο ετούτο, αεραγωγό δε τον οποίο και εναγκαλίζεται λόγω χαμηλού ύψους του ταβανιού. Αποτελεί την κορυφαία επίδειξη χορευτικής ικανότητος διότι συμμετέχουν χέρια και πόδια ενώ η ισοροπία είναι ένα ζητούμενο το οποίο και δεν τηρείται πάντοτε (η χορεύουσα, λόγω υπερβάλλοντος ζήλου ενίοτε προσγειώνεται ανωμάλως επί των κεφαλών των πελατών, υπό τας επευφημίας και επιδοκιμασίας των πλην όμως!). Οι αρσενικοί επευφημούν ευγενικώς δια σφυριγμάτων, χειροκροτημάτων και λάγνων βλεμμάτων που αποδίδουν το περιεχόμενο των σκέψεων του χειροκροτητή-σφυρίζωντα- αλαλάζοντα τιμητή (ουδέν κακόν, τούτος εστί και ο σκοπός της χορεύουσας άλλωστε). Ενίοτε δε η χορεύουσα εναγκαλίζει τον αεραγωγό κατά τρόπον που θυμίζει τον τρόπο που ο μυθικός Άτλας κρατούσε τη Γην, ή δείχνει ωσαν να κρέμεται από τον αεραγωγό! Οπόση προσπάθεια!

Ο χορός ούτος απαντάται και στα μαγαζιά τετάρτης διαλογής και κάτω, τα οποία λόγω ελλιπούς κατασκευής έχουν εξωτερικούς εμφανείς αεραγωγούς [το οποίο κακώς εμβαπτίζεται ως βιομηχανικό σχέδιο και "άποψη" (της κακίας ωρός)].

Ας το παραδεχθούν αι συναγωνίστριαι που αναγνώσκουν τας αράδας ετούτας, όλες πλέον έχουν μετάσχει τω χορώ εκείνω που αποτελεί το αντίστοιχο του μπαλέτου εις την ημετετέρα πατρίδα, που θέλγει τους άρρενες τα μάλα και εκτελείται εις διαγωνιστικόν σημείον ενίοτε, παρά τοις θυληκές. Ο λόγος λοιπόν δια το πασίγνωστο, δισυπόστατο τε και τρισμέγιστο τσιφτετέλι!

- Φαίδων: "Ω φίλτατε, κύττα εκεί! Η Ευτέρπη κρεμάται παρά του αεραγωγού; Μα διατί;"
- Αγησίλαος: "Μα όχι Φαίδων, η Ευτέρπη επιδεικνύει τας δυνατότητας της εις το τσιφτετέλιν, δυνατότητες αι οποίαι είναι μη ευκαταφρόνηται όπως παρατηρείς!"
- Φαίδων: "Μα, διατί αγκαλιάζει τον αεραγωγό;"
- Αγησίλαος: "Διότι μπορεί! Ο χορός αυτός ονομάζεται τσιφτετέλι-αεραγωγός!"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο παρελθόν η λέξη στα Επτάνησα αναφερόταν και στην ανάπαυλα για ξεκούραση.

Κάτσε εδώ στην σκιά να πάρουμε τον μπουχό μας.

Got a better definition? Add it!

Published

(Ακόμα πιο) αργκοτική ονομασία για το σκανκ. Μπορεί να υπονοεί και το καλλίτερης πχοιότητας σκανκ απ' ότι συνήθως (sic)!

-Ωραίο, ρε λοςτρε! τι είναι;

-Σκανούρι ρε μαν.

Got a better definition? Add it!

Published

Ακόμα μία αργκοτική ονομασία για το σκανκ.

Ετυμολογικά προέρχεται από το αγγλικό skunk του οποίου αποτελεί σύντομο υποκοριστικό.
Βλέπε και το λήμμα σκανούρι.

-Είναι σκου;

-Μπα, αλβανός αγίνωτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified