Further tags

Από το χέσιμο + στούκας (τα μαχητικά αεροπλάνα της Βέρμαχτ).

Το φαγητό που προκαλεί γερό και άμεσο χέσιμο. Απαραίτητο συμπλήρωμα της καθημερινής μας διατροφής, αποτελεσματικό κατά της δυσκοιλιότητας.

- Αγάπη μου, τι μαγείρεψες σήμερα;
- Χωριάτικο λουκάνικο με αγκινάρες, και μελιτζάνες ιμάμ.
- Όχι ρε πούστη, πάλι χεστούκας θα φάμε; Αφού σου είπα ότι έχω προπόνηση το απόγευμα...

Got a better definition? Add it!

Published

Συνώνυμο της κωλοτρυπίδας. Ενώ η λέξη κωλοτρυπίδα προσδιορίζει γεωγραφικά το συγκεκριμένο εξάρτημα τόσο από πλευράς συντεταγμένων όσο και μορφολογίας -αφού κάνει ξεκάθαρα λόγο για μία οπή στην περιοχή των κωλομερίων-, η λέξη κλανοβαλβίδα είναι πιο χρηστική, περιγράφοντας μία εκ των λειτουργιών του προαναφερθέντος εξαρτήματος. Υπό την έννοια αυτή δεν προσφέρεται όταν τα συμφραζόμενα είναι σεξουαλικής φύσεως για ευνοήτους λόγους, αλλά τι να πω, αν κάποιος τη βρίσκει με το κλανίδι (όχι τον χρήστη του slang.gr, το κανονικό, το βρωμερό) δικαίωμά του.

Άλλα συνώνυμα είναι το γκρόβερ, η ροδέλα, η σούφρα, ο ρόζος και τα κωλοφάρδουλα (ή κωλοβάρδουλα).

Συντάσσεται συχνά με το «μου 'φυγε» ή με το «θα σου φύγει» αντικαθιστώντας τον τάκο. Σημαίνει ότι το υποκείμενο του οποίου η κλανοβαλβίδα έφυγε ή θα φύγει, ξαφνιάστηκε, έπαθε πλάκα, τα είδε όλα.

1
[ΠΦΦΦΦΦ!!!!!.....]
- Έλεος βρε πούστη άντρα. Έχει χαλάσει η κλανοβαλβίδα σου και κοντεύεις να μας χέσεις; Έχει βρωμίσει όλο το σπίτι. Ήμαρτα!

2
- Εξάρες. Μάλλον πάει για μαρς μεγάλε.
- Αφού σου έχει ανοίξει η κλανοβαλβίδα ρε μπινέ που τολμάς και μιλάς κιόλας...

3
- Καλά, ήρθε η θεία μου από την Αυστραλία και μου 'φυγε η κλανοβαλβίδα μεγάλε. Μιλάμε για ασύλληπτο milf. Έτοιμος ήμουν να τον βγάλω και να τον παίξω.
- Βουρ στον πατσά πρόεδρε.

4
- Άμα δεις το καινούριο το Evo Χ θα σου φύγει η κλανοβαλβίδα. Unpektable.
- Ω ρε πούστη Μάκη, μας τα 'χεις κάνει τσουρέκια με τ' αμάξια. Έλεος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ειδική καρέκλα-καροτσάκι με μία τρύπα στο κάθισμα, έτσι που να μπορεί κάποιος να αφοδεύει καθήμενος. Κάτω από την τρύπα υπάρχει ειδικό δοχείο συλλογής. Συνήθως χρησιμοποιείται στα νοσοκομεία για αυτούς που δεν μπορούν να πάνε μέχρι την τουαλέτα.

Στο τρόλλεϋ: - Μεγάλε, γιατί κρατάς την κοιλιά σου;
- Άσε, μην παίζεις με τον πόνο μου. Από χθες με πάει κλαστοχέστος.
- Αν είμασταν τώρα στο νοσοκομείο θα είσουνα βασιλιάς στο θρόνο σου...

(από ironick, 20/05/08)(από ironick, 20/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθαρό συνώνυμο της λέξης «κάρκαδο», «καρκάδι». Χρησιμοποιείται κυρίως για να δώσουμε έμφαση με υποτιμητικό τρόπο στην συνήθεια που έχει κάποιος να σκαλίζει τη μύτη του.

- Ρε συ Μήτσο, τη βλέπεις αυτήν εκεί στη γωνία που σκαλίζει τη μύτη της;
- Πω ρε φίλε, ναι! Κοίτα μια καρκαδομπαρμπαλίγκρα που έβγαλε η μπιχλιάρα!

Got a better definition? Add it!

Published

Η βρωμίτσα που μαζεύεται στ' αυτιά ή ανάμεσα από τα δάχτυλα των ποδιών.

- Θα βγεις σήμερα;
- Τί;
- Λέω, θα βγεις σήμερα;
- Τί είπες;
- Θα βγεις ρεεεεεεε;
- Τί λες ρε, δεν ακούω;
- Πω ρε αδερφάκι μου, βγάλ' την κοθούμπρα απ' τ' αυτιά σου να ξεμπουκώσουν μπας κι ακούσεις τι σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακαταστασία, το ρημαδιό, το χάος.
Επίσης η δυσμενής, δυσάρεστη κατάσταση.

  1. - Πρόσεχε με την πορτοκαλάδα ρε Μήτσο, το έκανες το χαλί σκατέ ολέ.

  2. - Με πήρε χτες τηλέφωνο και είχα και τα νεύρα μου, της τα έχωσα και γίναμε σκατέ ολέ.

(από ironick, 22/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι βρωμερές κλινάμαξες του ΟΣΕ (Ούτε Σιδηροδρόμους Έχουμε) με τα έξι κρεβάτια σε ένα χώρο 1X1m όπου στοιβάζονται ρωσοπόντιοι, φοιτητές, γύφτοι, φαντάροι, αλβανοί και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς για να ταξιδεύσουν βραδινές κυρίως ώρες από Αθήνα-Θεσσαλονίκη... Από το πολύ κλάσιμο (κλάνω...) που έπεφτε εκεί μέσα, τη ζέστη που έκανε λόγω του χαλασμένου εξαερισμού των βαγονιών και την ποδαρίλα, έπρεπε να ήσουν εφοδιασμένος με ειδική στολή ραδιοβιοχημικού πολέμου προκειμένου να βγεις ζωντανός. Ανώνυμες δημοσιογραφικές πηγές αναφέρουν ότι ο Σαντάμ Χουσεϊν είχε χρησιμοποιήσει τις κλανάμαξες στην προσπάθειά του να αναπτύξει όπλα μαζικής καταστροφής. Οι κλανάμαξες ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς την προηγούμενη δεκαετία και όλοι όσοι τις χρησιμοποίησαν θυμούνται με νοσταλγία τις ωραίες ευωδιαστές ώρες που πέρασαν σε αυτές και τους τόσους ενδιαφέροντες ανθρώπους που γνώρισαν κατά τη διάρκεια των πολύωρων ταξιδιών τους (τη δεκαετία του 90 ο μέσος χρόνος Αθήνα-Θεσσαλονίκη κάποιες φορές ξεπέρναγε τις 12 ώρες).

- Ρε μαλάκα Τάκη πάλι με κλανάμαξα θα ταξιδεύσουμε για Θεσσαλονίκη;
- Και τι θες να κάνουμε ρε Γιώργο, με 20 ευρώ τι περιμένεις να νοικιάσουμε, κάνα αεροσκάφος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηδύποτο αισχίστου είδους και γεύσης που παράγεται κυρίως στη Αχαΐα. Η γεύση του είναι ασύμμετρα αηδιαστική σε βαθμό που να μην μπορεί να παρομοιαστεί με κάτι άλλο. Συνηθίζεται να σερβίρεται στο τέλος σε μαγαζιά της Πάτρας, αλλά λόγω της αθλιότητας του ακόμα και οι πιο τελειωμένοι αλκοολικοί φοιτητές δεν το πίνουν. Ορκισμένη φανατική της τεντούρας φαίνεται να είναι η γιαγιά στην κάβα πλησίον της Αγ. Νικολάου, όπου και πάλι όσες φορές όσοι και αν πάνε στη κάβα δεν ενδίδουν στο αποτρόπαιο κέρασμά της που ακούει στο όνομα τεντούρα...

- Να σας βάλω λίγη τεντούρα παιδιά;
- Εεε, όχι ευχαριστούμε άλλη φορά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νερόβραστο φαγητό, με πολύ ζουμί και ελάχιστη γεύση. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από τον ήχο που ακούγεται ρίχνοντας στερεά υλικά στο νερό που βράζει.

- Ψηλέ, τι έχουμε για φαΐ;
- Πατάτες μπλουμ.
- Πάλι ρε πούστη μου... Πατάτες μπλουμ, μακαρόνια μπλουμ, για το πούτσο είναι ο μάγειρας... Πότε θα πάω σπίτι μου να φάω σαν άνθρωπος...

O νερόβραστος δήμαρχος της Νέας Υόρκης Michael BLOOMberg. (από Vrastaman, 12/09/08)Πάλι μπλουμ ... (από poniroskylo, 12/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί περιγραφή χρώματος (!) και εντάσσεται σε μία ευρύτερη ομάδα λέξεων που προσπαθούν να προσδιορίζουν ακαθόριστα χρώματα και αποχρώσεις.

Όλα ξεκίνησαν πριν από πολλά χρόνια με τις γυναίκες κυρίως να χρησιμοποιούν κάτι περίεργες λέξεις για να περιγράψουν διάφορα χρώματα και αποχρώσεις, κυρίως ρούχων και υφασμάτων, ενίοτε και άλλων πραγμάτων όπως μαλλιών, ψιμυθίων, αξεσουάρ, κ.λπ. Οι λέξεις αυτές ήταν εντελώς ακατανόητες από την πλειονότητα των αρσενικών που στην καλύτερη περίπτωση ζητούσαν επεξηγήσεις, συνήθως όμως περιορίζονταν σε συγκαταβατικό κούνημα του κεφαλιού. Το ελληνικό λεξιλόγιο εμπλουτίστηκε πάραυτα με λέξεις αμφίβολης προέλευσης που επιπλέον τις χαρακτήριζε η θολούρα ως προς την ουσία του χρώματος που σκόπευαν να περιγράψουν, όπως για παράδειγμα:

Εκρού - καθώς και εκρού του νεκρού (σε μια απέλπιδα προσπάθεια επεξήγησης) -, ιβουάρ, εκάι, πετρόλ, αρζάν, βεραμάν, καφέ-ο-λέ, παστέλ, οφ-μπλακ, λιλά, άσπρο του πάγου, αλλά και λουλακί, κροκί, κοραλί, ουρανί, κ.λπ. Καθώς το πράγμα ξεσάλωνε περαιτέρω, επιστρατεύτηκε το φυτικό βασίλειο (σαπιομηλί, λαχανί, φυστικί, ροδί, κανελί, λαδί, κυπαρισσί, καροτί, ροδακινί, κ.λπ) αλλά και το ζωϊκό (ποντικί, ελεφαντί, τιγρέ, λεο-παρδαλέ, καναρινί, κορακί, κ.λπ).

Μέχρι εδώ, οι λέξεις αυτές δεν συνιστούν αργκό παρά την εισβολή τους στην καθομιλουμένη. Το θέμα που μας αφορά όμως εδώ είναι η εξέλιξη αυτής της παλέτας που συν τω χρόνω πήρε τη μορφή καζούρας. Πολλοί ήταν αυτοί που, ορμώμενοι από αυτές τις περίεργες περιγραφές χρωμάτων, άρχισαν να τις περιπαίζουν και να αυτοσχεδιάζουν με αποτέλεσμα την επέκταση σε ακόμη πιο σουρεάλ αποχρώσεις.

Στην αρχή έκαναν αθώα την εμφάνισή τους πιο χειροπιαστά χρώματα όπως το σκατί, το κουραδί, το τσιρλί, το κατρουλί, το μυξί, για να προστεθούν σύντομα πιο αφηρημένα «χρώματα» όπως το κλανί, το πορδί, το καμπινεδί (το οποίο απαντάται ως προσδιορισμός, π.χ. ροζ καμπινεδί), το κομοδινί κ.ο.κ., καθώς και το κλασικό πλέον σιμπιζάκι (από το γνωστό ανέκδοτο).

Έτσι πλέον μιλάμε για μία γκάμα λέξεων που χρησιμοποιούμε πια στην καθομιλουμένη και μπορεί να χαρακτηριστεί αργκό, όταν θέλουμε να περιγελάσουμε πρόσωπα, αντικείμενα και καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από περίεργες έως ανέφικτες πλην όμως γελοίες «χρωματικές αποχρώσεις». Το «κλανί» αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της εν λόγω συλλογής.

1
- Χρυσή μου, πού να στα λέω... εχτές έπεσα πάνω στην Σούλα που έβγαινε από το κομμωτήριο και κόντεψα να παραπατήσω! καλέ τι φανταχτερό κομοδινί έβαψε το μαλλί της!
- Α ναι, την είδα κι εγώ το πρωί στη στάση, καλέ αυτό δεν είναι κομοδινί, προς το πορδί φέρνει για την ακρίβεια!

2
- Κόψε σαραβαλάκι ο παππούς, πώς κυκλοφορεί ρε τούτο ακόμη!
- Κορόλα του '60 φίλε, η πρώτη που κυκλοφόρησε! και από χρώμα δεν μπορείς να πεις ε; σκίζει το τσιρλί!
- Τι τσιρλί ρε, κλανί δε λες καλύτερα;!

Οινοπνευματί Χριστουγεννιάτικη μπάλα. Η συγκεκριμένη απόχρωση απαντάται και στο μαλλί κυριών μιας κάποιας ηλικίας. (από allivegp, 17/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified