Selected tags

Further tags

Το νερό που μέσα βράζουν τα όσπρια το όποιο απορρίπτεται όταν πάρει μια σύντομη βράση.

- Μάνα τι μαγείρεψες;
- Φασολάδα γιόκα μου.
- Γιατί ρε μανά φασολάδα; Αφού το βράδυ θα βγω με το Λενιώ! Θες να γίνω ρόμπα;
- Έννοια σου και το’ χυσα το πορδοζούμι, μην ανησυχείς.

(από perkins, 18/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μίγμα αραιού σκατού και ύδατος που αποβάλλεται από τον πρωκτό μαζί με μια πνιχτή, μπουρμπουληθράτη πορδή σε λα μείζονα.

Συχνά το αισθάνεσαι ως απαλή δροσιά στον κώλο σου, αν όμως δεν το καταλάβεις, το ανακαλύπτεις στο σώβρακό σου όταν γυρνάς σπίτι.

Αν είσαι πολύ άτυχος, θα έχει ποτίσει το παντελόνι σου (λινό και ανοιχτόχρωμο, κατά προτίμηση), οπότε θα βλέπεις κόσμο να σε κοιτάει παράξενα και να κάνει μορφασμούς αηδίας.

-Τι έγινε; Δεν σε βλέπω πολύ σόι...
-Άσε ρε μεγάλε... Είχα ρίξει μια κλανιά το πρωί, αλλά δεν περίμενα ότι θα έχει ποτίσει με πορδοζούμι και το παντελόνι μου. Ρόμπα έγινα στη Μόνικα!

(από Αλάριχος Τεκέλογλου, 17/05/10)Νιώθω κάτι υγρό από κάτω... τι να είναι; (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 17/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει τον απόλυτο άπλυτο, βρωμύλο, που το νύχι του έχει τέτοιο και τόσο περιεχόμενο λόγω απλυσιάς, που μπορεί να συνοδεύσει ούζα ή τσίπουρα με άνεση. Παρατηρείται δε κυρίως σε ασχολούμενους με μηχανουργικές μπίζνες, ψησταριές και αγροτικές εργασίες.

Γενικά ο μεζές αναφέρεται σε οποιοδήποτε νύχι των χεριών. Μια ιδιαίτερη κατηγορία που χρήζει ειδικής αναφοράς, είναι αυτό του μικρού δακτύλου που σε λαχαναγορίτες και λαχουράτους τύπους ειναι πάντα μακρύ, τουλάστιχον ισομέγεθες με τον διπλανό παράμεσο, και που υποβοηθούμενο από χρυσούν ωρολόγιον μάρκας φόλεξ ολοκληρώνει το στυλιστικό αριστούργημα.

Το νυχάκι αυτό είναι πάντα πρόθυμο να εκκενώσει το αυτί του ιδιοκτήτη του από το κερί αλλά και να αφαιρέσει νεκρά κύτταρα από διάφορα άλλα μέρη του, που δεν μου επιτρέπεται λόγω της ανατροφής μου να αναφέρω.

Επίσης είναι πάντοτε φορτώ από μεζεκλίκι καθώς η χρήση του δεν αδρανεί ποτέ των ποτών.

— Πάμε για κάνα κοκορέτσι στο Νώντα αργότερα;
— Τρελός παπάς σε βάφτισε! Να μας σερβίρει με το όμορφό του το χεράκι έ, και με το νύχι με το μεζέ;

Δες και πένθος στο νυχάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

...που είναι στα πόδια γρήγορος. Σημαίνει ό,τι ακριβώς και το λήμμα «χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί», αλλά και το «χέστηκε η φοράδα (μας) στ' αλώνι», με την διαφορά εδώ ότι το υποκείμενο είναι αρσενικού γένους, αλλά και χέζει οπουδήποτε και είναι και κατοστάρης.

Υποθέτουμε ότι ο Πολύδωρος έπασχε από χρόνια διάρροια ή τέσπα από κάποιο παρεμφερές νόσημα και τον πήγαινε σφυρίχτρα συνεχώς.

Το «Πολύδωρας» παρακαλώ μην οδηγήσει σε άλλους συνειρμούς.

-Κοίτα, κοίτα πάλι χαλασμένα είναι τα φανάρια και ούτε ένα στρουμφάκι δεν έχουν βάλει να κουμαντάρει.
- Χέστηκε ο Πολύδωρος, ρε συ, που είναι στα πόδια γρήγορος!

(από perkins, 22/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ασχολούμενος με την εθελοντική συλλογική προστασία του περιβάλλοντος με σκοπό το προσπορισμό ανάθεσης εργασιών, έμμισθων θέσεων και αξιωμάτων, για τον ίδιο και τους οικείους του.

Ωχ, αυτός πάλι μιλάει για την άγρια φύση, όμως τον ξέρω εγώ τι περιβαλλοντοπατέρας είναι, όλο κονέ με το υπουργείο είναι για καμία ανάθεση έργου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλάνω, πέρδομαι, την αμολάω, την απολάω. Με αυτή την έννοια συνήθως στον αόριστο: την άφησα. Η έκφραση προήλθε με παράλειψη του ευκόλως εννοουμένου αντικειμένου του ρήματος (που ή θα το ακούσεις ή θα το μυρίσεις ή και τα δύο, αλλά να μην το καταλάβεις μάλλον σπάνιο). Λογιότερος τύπος: την άμφησα (< Άμφισσα).

  2. Γαμάω, συνουσιάζομαι, ρίχνω πούτσα, τον/την ακουμπάω, τραβάω μανίκι κ.τ.τ. Η έκφραση προήλθε ωσαύτως με παράλειψη του ευκόλως εννοουμένου αντικειμένου του ρήματος. Με αυτή την έννοια η αντωνυμία-αντικείμενο μπορεί να είναι και σε αρσενικό γένος: τον αφήνω, ενώ δέχεται συχνά και έμμεσο αντικείμενο (της/του/τους).

  1. -Πω-πω μπόχ(λ)α!
    -Κάποιος την άφησε, φαίνεται.

  2. -'Ντάξ' με το μανούλι; Το γλέντησες;
    -Ρε της τον άφησα κανονικά, τι μας πέρασες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νίγκερ μπαθ (nigger bath): Το πλύσιμο μόνο των γεννητικών οργάνων, συνήθως λόγω έλλειψης χρόνου, κατά την προετοιμασία για ραντεβού που ευελπιστούμε να οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε σεξουαλική συνεύρεση.

Παραμένει αδιευκρίνιστο το κατά πόσο αποτελεί όντως συνήθεια των νέγρων.

- Κοίτα sms που μου έστειλε η Μαρία!
- (διαβάζει) «Θέλω επειγόντως παγωτό. Σε μισή ώρα ακριβώς να είσαι εδώ με το χωνάκι σου...». Καλή φάση! Έφυγες!
- Ρε μαλάκα, βρωμάω από την κορυφή ως τα νύχια. Πρέπει να κάνω ένα μπάνιο, πώς θα πάω έτσι; Δεν προλαβαίνω!
- Έλα μωρέ, κάνε ένα νίγκερ μπαθ και είσαι έτοιμος.

(από jesus, 05/06/10)Γιάννης Σερβετάς, Γιάννης ο όμορφος. (από patsis, 05/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για σεξουαλικό φετίχ, κατά το οποίο ο ένας σύντροφος ουρεί πάνω στον άλλον. Ο όρος προέρχεται από το χαρακτηριστικό κιτρινωπό χρώμα των ούρων.

Συναντάται και ως ουρολαγνεία ή ουροφιλία και δεν πρέπει να συγχέεται με την ουροφαγία.

- Τι έγινε χτες, έβαλες;
- Μόνο; Μαλάκα, δεν μου έχει ξανασυμβεί αυτό το πράγμα. Η γκόμενα τα ήπιε όλα και μετά μου ζήτησε και χρυσό ντους!
- Ηρέμησε ρε Τσαρώφ.
- Αλήθεια ρε φίλο. Άδειασα τελείως σε λέω.

βλ. και χρυσή βροχή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη προέρχεται από την γνωστή σε όλους /-ες «ιδρωτίλα»: ιδρωτίλα-τωτσίλα-τωτσίλας.

Ο τωτσίλας είναι ο κλασικός βρωμύλος σουβλατζής, ο οποίος εκτός του ότι πιάνει όλα τα υλικά με τα χέρια (εκτός από τις σάλτσες που χρησιμοποιεί για όλες το ίδιο σιχαμερό μαχαίρι), έχει την τρισάθλια συνήθεια να μην σκουπίζει ποτέ τον ιδρώτα του (!), με αποτέλεσμα αυτός (ο ιδρώτας) να ρέει άφθονος μέσα στο σουβλάκι που σου φτιάχνει, οπότε καταλήγεις να τρως κάτι το οποίο εκτός από βρώμικο είναι λες και το έχεις ψαρέψει από αλυκές... Επίσης μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε και για το σουβλατζίδικο, και όχι μόνο για τον σουβλατζή αυτοπροσώπως.

- Ρε μαλάκα Μάκη ψήσου να παραγγείλουμε κανένα σουβλάκι να φάμε μαζί με τον αγώνα!
- Ναι ρε, εννοείται, από που λες να πάρουμε; - Απ' το «special» κάτω απ' τις γραμμές.
- Τι λες ρε;! Απ' αυτόν τον τωτσίλα θα πάρουμε; - Έλα ρε, αφού κι εσύ ξέρεις ότι το βρώμικο είναι πάντα πιο γευστικό!

Οβελιστήριον το Βρώμικο (Ρέθυμνο -- παλιά πόλη) (από GATZMAN, 11/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα λευκά εσώρουχα, μάρκας κυρίως μινέρβα. Ο χαρακτηρισμός προέρχεται από την παρατήρηση ότι η παραμικρή απροσεξία γίνεται εύκολα αντιληπτή από οποιονδήποτε έχει την ατυχία να δει τον φέροντα χωρίς παντελόνι.

Ο αδερφός μου μου καβατζώνει όλα τα καλά εσώρουχα και στο τέλος μένω μόνο με τους κουραδορουφιάνους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified