Selected tags

Further tags

Κάποιος που είναι «μικρός» για να κρίνει τους άλλους, που τρυπώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν.

Πάλι χώθηκε στην κουβέντα μας! Τι ποντικοκούραδο, Θεέ μου!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ερώτηση είναι ρητορική (αν είναι δυνατόν!). Απευθύνεται στον πλησίον μας που προβαίνει σε εξαιρετικά σιχαμερές ενέργειες, πράξεις, εμφανέστατα, εντονότατα, απροκάλυπτα, δίπλα μας, χωρίς προσχήματα, προκλητικότατα, φωνακλάδικα, όπως:
ρέψιμο, κλάσιμο, φτέρνισμα, βήξιμο, φύσημα μύτης, εξόρυξη κακαδιών μύτης, ξεφλούδισμα πληγών, ρίψη ροχάλας σε μέγεθος ταλίρου κ.λπ. κ.λπ.

Στο συμμαθητή που αμολά τη πράσινη ροχάλα στο προαύλιο του σχολείου, λίγο πριν την πρωινή προσευχή:
-Καλά ρε πούστη μου, εδώ ήρθες να ψοφήσεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ’ αρχήν βαριά και αποτελεσματική βρισιά. Τα μούτρα είναι κάποιου άλλου από αυτόν που μιλά. Βλ. και σκατά να φας. Η κατ’ ιδέα μίανση του προσώπου έχει ύψιστη συμβολική σημασία: επεκτείνεται σε όλην την ύπαρξη του φέροντος.

Όταν τα μούτρα είναι του ομιλούντος, η έκφραση αλλάζει σημασία και δείχνει συνειδητοποίηση του λανθασμένου των επιλογών μας, μιας πλάνης στην οποία βρισκόμασταν, του γεγονότος ότι είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Μερικές φορές είναι απόλυτο συνώνυμο του «τρομάρα μου» ή του «(έτσι νόμιζα) ο μαλάκας».

  1. Από εδώ:

Σκατά στα μούτρα του κάθε λακαμά που βγάζει την εξάτμιση του αυτοκινήτου του και βάζει στη θέση της ένα μπουρί. Όχι ρε ζώον, το κωλάμαξό σου δεν πρόκειται ποτέ να γίνει Porsche, όσο θόρυβο κι αν κάνει.

  1. Από εδώ:

ΦΤΑΙΝΕ ΠΑΛΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ; Ε; ΓΙΑ ΔΕ ΜΙΛΑΤΕ ΡΕ; Τώρα να βγούμε στους δρόμους; Σκατά στα μούτρα μας. Οχτώ χρόνια εγκατέλειψα τη χώρα που με γέννησε. Οχτώ. Σκατά και στα δικά μου μούτρα. Τα δικά σου τα κοίταξες τελευταία;

  1. Από εδώ:

αναρχικέ (τί «αναρχικός» και παπάρια δηλαδή,τέλος πάντων)συνέχισε να γράφεις και να λές μαλακείες.έτσι βλέπει ο κόσμος τί σκατά «αναρχικούς» διαθέτει η Ελλάδα. Ψευτόμαγκες, τσαμπουκάδες του κώλου, χαπάκηδες και τα συναφή, νταήδες με συντρόφους που πιάνει ο ένας το κώλος του άλλου, άπλυτοι και βρωμιάρηδες, φτηνοί και τιποτένιοι.ικανοί μόνο για να κλαίνε πριν ακόμα φάνε το πρώτο χαστούκι απο αστυνομικό που θένε λέει να κάψουν ζωντανό,σκατά στα μούτρα τους.

  1. Από εδώ:

Εγω στα 15 μου επαιζα ακομα με την Μπιμπιμπο....Την θυμαστε η παλαιοτερες ,κατι σε μπαρμπιε για της νεοτερες... Και ασε που δεν βυζακια.... Και δεν ασχολιομουν κιολα...Δηλαδη δεν καταλαβαινα και πολλα.... Και οταν καταλαβα... Σκατα στα μουτρα μου,τεσπα!

  1. Από εδώ:

Ήμουν Βερολίνο την προηγούμενη εβδομάδα ... Όλοι καπνίζουν έξω .. Κανείς δεν διαμαρτύρεται ... Εδώ δεν καπνίζουν οι Άγγλοι (!!!) στις pubs .... Αλλά ο Έλληνας, είναι Έλληνας ..... Σκατά στα μούτρα μας που θέλουμε να λεγόμαστε και Ευρωπαίοι πολίτες ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φίδι είναι ένα κομψό και χρήσιμο πλάσμα, άκρως παρεξηγημένο εξαιτίας του μύθου της πτώσης από τον παράδεισο (έπρεπε να φταίει από τότε κάποιος άλλος, όχι άνθρωπος). Έτσι λοιπόν έχει περάσει στο συλλογικό ασυνείδητο ως κάτι το φριχτό κι απαίσιο, με μύριες όσες συμβολικές προεκτάσεις -οι οποίες περιττεύουν εδώ.

Κάποιοι λαοί τα τρώνε τα φίδια, για μας όμως είναι κάτι το αδιανόητο και σιχαμερό (πάλι καλά). Υποθέτουμε ωσεκτουτού πως αν κανείς φάει κάτι τέτοιο, θα σακατέψει το πεπτικό του, με συνέπεια απαίσια κλασίδια, ρεψίματα, κουτουλού. Όταν λοιπόν πράγματι κάποιος δίπλα μας αμολήσει καμιά καυτή και μποχιάσουμε, του λέμε: «φίδια έφαγες;»

Συνειρμός από το (κατά τ' άλλα άσχετο) φίδια του Χάνκοντα.

- αααχχχ... (αφήνει μια ύπουλη)
- Όχι ρε μαλάκα άντρα, μας πέθανες, πφφφφφφφφ! Φίδια έφαγες ρε πούστη;

Όσοι σιχαίνονται μην το δούνε (από Khan, 13/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του κλάνω μέντες, δηλαδή διακατέχομαι από μεγάλη τρομάρα. Οι μπάμιες ως δύσπεπτες προκαλούν αέρια, οπότε η χρήση τους εδώ μάλλον είναι επιτατική, δηλαδή κλάνω πάρα πολύ (από τρόμο).

Πάσα: Μπίφτεξ, Πονηρόσκυλο.

  1. Ε ετσι πρεπει να παιζεται το Σκοτεινο Δωματιο.Να ακουει ο αλλος «σειρα σου» και να κλανει μπαμιες. (Εδώ).

  2. Μου παν πως είσαι μπελαλής
    άντρας σκληρός και ντερτιλής
    μα σαν τον παίρνεις και γελάς
    κλάνεις μπάμιες και πονάς. (Ποίηση).

  3. nikolaki θα το παρω μια μερα να σε παω λαμπαδα να κλασεις μπαμιες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό βουρτσάκι μαζί με τη θηκούλα του που το βρίσκουμε πάντα στο πίσω μέρος της λεκάνης στις τουαλέτες.

Χρησιμοποιείται για να καθαρίσουμε το εσωτερικό της λεκάνης από τα υπολείμματα της κοπριάς, αφού προηγουμένως έχουμε τραβήξει το καζανάκι.

Η χρήση της θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες η λεκάνη έχει στουμπώσει από το πολύ σκατό.

Σημειώνουμε ότι μετά τη χρήση της σκατοσπρώχτρας επιβάλλεται να τραβήξουμε το καζανάκι, αφού το νερό μέσα στη λεκάνη έχει πάρει το γνωστό αηδιαστικό χρώμα.

- Ποιος έχεσε;
- Εγώ ρε!
- Και δεν μπορείς να καθαρίσεις τη λεκάνη με τη σκατοσπρώχτρα; Έμειναν ξύσματα από την κοπριά σου.

(από Khan, 30/11/10)

Σε τυπικά συμφραζόμενα: πιγκάλ, βουρτσάκι τουαλέτας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σαν απάντηση στο: τι να κάνω;
Δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο νόημα, απλώς είναι μια απάντηση όταν δεν έχουμε κάτι άλλο να απαντήσουμε και σημαίνει πως δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι, ή πως μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, ακόμη κι αν αυτό είναι χαζό -ή ακόμη σημαίνει και πως ο απαντών δεν νοιάζεται τι θα κάνεις τελικώς.

- Βαρέθηκα να κάθομαι φίλε. Τι να κάνω;
- Ε άμα βαρέθηκες κάνε μια φούσκα με τη μύξα σου και μη με ζαλίζεις.

Βλέπε και γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βούρτσα καθαρισμού της λεκάνης της τουαλέτας, γαλλιστί πιγκάλ.

- Ρε βρωμιάρη, πώς έκανες έτσι τη χέστρα;
- Ήθελα να καθαρίσω ρε, αλλά δεν είχε σκατοβουρτσάκι!

(από Khan, 23/01/14)πιγκαλόφυτον - ars(e) imitatio naturae (από xalikoutis, 25/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επαναλαμβανόμενη αφόδευση (χέσιμο) λόγω γαστρεντερικών διαταραχών ή/και ιογενών λοιμώξεων.

Αν και η χρήση του συνθετικού γλέντι- παραπέμπει σε ευχάριστη δραστηριότητα, το γλεντοκώλι είναι συνήθως πολύ ενοχλητικό για τον πάσχοντα και μόνο ο κώλος φαίνεται να περνάει καλά.

Φίλε, δεν την παλεύω. Με πείραξε κάτι που έφαγα και τρέχω συνέχεια στον καμπινέ. Μ' έχει πάει γλεντοκώλι, λέμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προετοιμασία και καθαριότητα του πρωκτού πριν το πρωκτικό σεξ.

Γίνεται με τη χρήση του σωλήνα του τηλεφώνου του μπάνιου χωρίς το τηλέφωνο, ο οποίος τοποθετείται εντός της πρωκτικής χώρας και με καυτό νερό πραγματοποιεί κάτι σαν κλύσμα. Είναι σαφής η σχέση της λέξης με τον κώλο. Προέρχεται δε από τη γαλλική λέξη décoller (= ξεκολλάω / απογειώνομαι) > décollage.

- Τί έκανες τόση ώρα στο μπάνιο;
- Άσε, έκανα ένα ντεκολάζ άλλο πράμα! Πολύ το φχαριστήθηκα!

Σαρλ ντε(γ)κόλ. Το (γ) δε μοιάζει με τον πέοντα και τη συνοδεία του; (από GATZMAN, 14/11/10)

Βλέπε και γκαζόζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified