Είδος κλανιάς που ηχεί σαν μπουρμπουλήθρες, σαν να βράζει νερό. Συνήθως είναι δυνατή, διαρκείας, με υγρή απόχρωση, και βρομάει επικίνδυνα.
Είδος κλανιάς που ηχεί σαν μπουρμπουλήθρες, σαν να βράζει νερό. Συνήθως είναι δυνατή, διαρκείας, με υγρή απόχρωση, και βρομάει επικίνδυνα.
Βλ. επίσης κομπολογάτη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι η κλασσική κολλημένη-κολλώδης βρωμιά! Ξέρετε ποια, αυτή που υποβόσκει σε τηλεχειριστήρια του Playstation, στο ποντίκι του PC και γενικά σε πράματα που πιάνουμε συχνά χωρίς να τα καθαρίζουμε.
Άλλο ένα αγαπημένο σημείο της είναι οι πάτοι των σανδαλιών, εκεί όπου η σκόνη των δρόμων μαζί με τον ιδρώτα δημιουργούν αυτήν την μπιχλίτσαπου άμα την δει η γκόμενα σου θα αρχίζει να τρέχει ουρλιάζοντας!
Βλ. επίσης ούρδα.
Got a better definition? Add it!
Η κακαράντζα, το μικρό, σφαιρικό, κυβικό ή πολύεδρο κόπρανο συμπαγούς υφής (στο κεφαλληνιακό ιδίωμα).
- Έχεσες τίποτες ωρέ Παντελή;
- Τι να χέσω; Μόνο κάτι βερβελιές έβγαλα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κυριολεκτικά: Δεν μπορώ να κινηθώ, φρακάρισα, στιμώχτηκα.
Φρακάρουν όμως και τα σκατά στην μπούκα προς τα έξω και δεν βγαίνουν... (ιδίως εάν έφαγες πολύ τυρί). Αυτή η κατάσταση λέγεται και δυσκοιλιότητα, αλλά η λέξη αυτή κολλάει άνετα σε δύσκολους ανθρώπους.
Έχω φρακάρει στην εθνική σε μεγάλο μποτιλιάρισμα και θέλω να πάω και τουαλέτα για το νούμερο 2 να ξεφρακάρω και εκεί, άλλα δεν μπορώ να ανοίξω την πόρτα από το στρίμωγμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ελληνική βερσιόν της λέξης ταρζανέλια.
Θα αποτολμήσω και ετυμολογική προσέγγιση, όλη δικιά μου:
Κουρέμπελα από το κουρ(άδα) (το ποιόν) και (κουνια-)μπέλα (κατάσταση). Δηλαδή κουράδες που κρέμονται και κάνουν κούνια-μπέλα!!! Όπως και ο Ταρζάν στο συνώνυμο λήμμα.
Πώς ακούγεται;
«Θα σου κάψω τα κουρέμπελα.»
Τα κουρέμπελα τα έκαιγαν με αναπτήρα, για να μην πληγώνεται το εργαλείο τους (καθότι ξερά και σκληρά στις κολλημένες τρίχες).
«Άσ' τον αυτόν... του τάχουν κάψει τα κουρέμπελα» (π.χ. για τον παπούστη)
Got a better definition? Add it!
Βλ. τυρόλδος (2)
- Θα πάμε διακοπές με τον Ντίνο.
- Θα μείνετε σε διαφορετικά δωμάτια, φαντάζομαι. Ποιος τον αντέχει, τον τυρέμπορα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο Λαρισαίος.
Ο βρωμοπόδαρος, αυτός που οι πατούσες του μυρίζουνε τυρίλας (σε γενική πτώση). Βλ. και τυρέμπορας.
Ο όρος προέρχεται από το όνομα του μεσαιωνικού συγγραφέα Τυρόλδου, πιθανώς μυθικού. Βλ. εδώ.
- Από πού είναι ο Βάιος, ρε;
- Δεν το 'πιασες από το όνομα; Τυρόλδος είναι ρε, τυρόλδος.
- Τι βρομάει σα λέσι εδώ μέσα, μάγκες;
- Αυτός ο τυρόλδος ο Γρηγόρης έβγαλε πάλι τα παπούτσια του.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η μακριά, χοντρή και κυλινδρικής διατομής κουράδα, από την ομοιότητά της με το λουκάνικο (χωριάτικο, κατά προτίμηση). Παράγεται συνήθως λόγω παρατεταμένης κατανάλωσης κρεατικών. Σφηνώνει άσκημα στη λεκάνη, και άντε ύστερα να βρεις ποπέρα να την ξεβουλώσεις...
Σύνθετο: λουκανοπαραγωγός.
- Βρήκα μια λουκάνα σαν υπερωκεάνιο μες στη λεκάνη!
- Θα έχεσε πάλι ο Βασίλης...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γνωστή βεντούζα, συνήθως χρώματος κεραμιδί, για το ξεβούλωμα της λεκάνης (συνήθως από λουκάνα...).
Συνώνυμα: βεντούζα, ξεσκατώστρα.
- Δέκα ώρες προσπαθώ με την ποπέρα φλούτσου-φλούτσου, αλλά τίποτα... Το σκατό έχει σφηνώσει άσκημα, κούκλα μου.
- Άσ' το τότε, Σάκη μου, και πάμε για κανα σπρωξιματάκι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified