Further tags

Ο μεγαγλοιώδης τύπος, ο σάλιαγκας, ο σαλιαμάγκουρας, ο λαδοπόντικας.

Η λιγδοπρέπεια του λίγδα είναι πρωτίστως μεταφορική: οι τσιφούτες γερολαδάδες, οι άπληστοι και διψασμένοι γιά γρηγορόσημο προσοδοθήρες (εφοριακοί, ιατροί, πολεοδόμοι, κλπ), οι μουμουέδες δημοσιοκάφροι που κυνικά παραδέχονται ότι έχουν (στην καλύτερη περίπτωση) σκοτώσει την μάνα τους, οι διάφοροι άρχοντες και -πατέρες της πολιτικής, του παρακράτους, της εκκλησίας, και ταλιμπάν.

- Στο πλαίσιο των κύριων δραστηριοτήτων του, όταν δηλαδή δεν διαφημίζει τη Χρυσή Αυγή, ο Θέμος (ο γλίτσας) Αναστασιάδης εντοπίζεται ενίοτε να πρωταγωνιστεί σε μεταμεσονύκτιες τηλεοπτικές συνεντεύξεις με βιζιτούδες πολυτελείας σε ρόλους που θα ζήλευαν ακόμα και οι κανονικοί νταβατζήδες κι άλλοτε σε ρόλους βιντεοκομιστή προς και από τα Μέγαρα Μαξίμου.(Ν. Μπογιόπουλος, εδώ)

- Αν ήμουν απατεώνας… λαμόγιο και γλίτσας… και δεν θα ήθελα να με ξέρουν μένοντας στο πασοκ, θα έφευγα και θα κρυβόμουν στο συριζα, και θα συνέχιζα να ερωτεύομαι με το πασοκ... (εκεί)

- Είναι δίκαιη η κριτική που ασκείται στη γενιά του Πολυτεχνείου; Είναι εντελώς άδικη αλλά και ύποπτη αυτή η κριτική. Γίνεται κυρίως από αυτούς που απέχουν από τους αγώνες. Κάτι περίεργους τύπους, γλύφτες της εξουσίας, γλίτσες, πελατάκια, τσόλια. (Γρηγόρης Ψαριανός, παραπέρα)

Δευτερευόντως, γλίτσες αποκαλούνται και όσοι τυροβρωμίκουλες που είναι εκ πεποιθήσεως τσακωμένοι με τα σαπούνια, ή οι εργαζόμενοι σε γλιτσογόνα επαγγέλματα (πχ ψήστες, μηχανικοί αυτοκινήτων, κ.ά.).

- Ρε λίγδα κάποιος πρέπει να σου μιλήσει για το Ρεξόνα...

- Ο γλίτσας ο Τέλης κάνει τα πιο βρώμικα μπριζολάκια!
- Μιαμ.

Εκ της γλίτσας (και ουχί της γκλίτσας).

Αγγλιστί: slimeball.

Βλ. επίσης: γλίτσας λέρας, γλίτσης, γλίτζουρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι επέλεξε ως nom de guerre το Ста́лин ("ο ατσάλινος αθρώπας") ουδείς προέβλεψε ότι τόσα χρόνια μετά θα καθίστατο θεμελιώδες γαμοσλανγκοτέτοιο στο πολιτικό ντισκούρ της τόσο μακρινής από τις Σιβηρικές στέπες Ελλαδάρας.

Το πρόθεμα σταλινό- προσδίδει σε ό,τι να 'ναι ένα κόκκινο σκουληκιάρικο ζενεσεκουά. Ορισμένα σταλινοπαράγωγα στέκουν καμαρωτά ως σλανγκενεργά μπινελίκια, άλλα ανήκουν στην ξύλινη πλην χρήσιμη πολιτική γλώσσα, τα περισσότερα φευ αποτελούν ακυρίλες με μηδαμινό σλανγκικό ενδιαφέρον.

Παραθέτουμε μια δειγματοληπτική γουγλαποδελτίωση, σαρώνοντας σάη όλου του πολιτικού φάσματος από τα αριστεριάρικα ιντυμήντια μέχρι και το πιο βορβορώδες υπογάστριο της ακροδεξιάς ιστ(ι)ογραφίας.

Ομολογουμένως μπερδεμένο αναρχοστάλιν logoΟμολογουμένως μπερδεμένο αναρχοστάλιν logo

Σταλιναριό
Σταλίνα, σταλίνας
Σταλίνι
Ισλαμοσταλίνας

KK Ιορδανίας

Λαϊφστάλιν

Λαϊφσταλινάτο interior design στο σπιτικό του Σλάβοι Ζίζεκ  (από Khan)

Σταλινοακροδεξιός
Σταλινοαριστεριστής
Σταλινάρχης
Σταλινοαφεντιά
Σταλινογαμπρός

Ιωσήφ Κλάριν

Σταλινογερμανοτσολιάς
Σταλινογκεμπελσικός
Σταλινογοτθικός (σ.ς. ρυθμός αρχιτεκτονικής)
Σταλινογραφειοκράτης
Σταλινοδημοκράτης
Σταλινοδραχμιστής
Σταλινοεσωκομματικά (σ.ς.: μαλλιοτραβήγματα)
Σταλινοεθνολαϊκιστής
Σταλινοζαχαριαδικός

Sugarstalin

Σταλινοιεροεξεταστής

Nobody expects the Stalinist Inquisition!

Σταλινοιντελιγκέντσια
Σταλινοκαπιταλιστής
Σταλινοκατάντια
Σταλινόκαυλος

Σταλινοστρατόκαυλοι ηγέται

Σταλινόκοτα
Σταλινοκουκουλοφόρος
Σταλινόκωλος
Σταλινολαϊκιστής
Σταλινομάγαζο
Σταλινομακαρθικός
Σταλινομαοϊστής

Όταν οι σταλινομαοϊκοι αφανίστηκαν σε ανατολή και δύση,  εμείς οι Έλληνες ψηφίζουμε ΜΛ-ΚΚΕ και ΚΚΕ(μλ)

Σταλινομούλικο
Σταλινόμουτρο
Σταλινομνημονιακός
Σταλινομπαλτάς
Σταλινομπάσταδρος
Σταλινόμπατσος

...ακα ΚΝΑΤ

Σταλινομπάχαλος
Σταλινομπουρδολογία
Σταλινοναζιστής

σύντομος πλην καρπερός γάμος

Σταλινονεοναζί
Σταλινόκαφρος
Σταλινοκουράδα
Σταλινομούλικο
Σταλινοοργουελιανός

♪♫ Every breath you take I'll be watching you ♪♫

Σταλινοοστεοπορωμένος
Σταλινοπάπισσα

σ.ς. Αλέκα

Σταλινοπαραφιλολογία
Σταλινοπαρέα
Σταλινοπασόκος
Σταλινόπουστα
Σταλινοπροσκυνημένος
Σταλινοπροφέσορας
Σταλινόπουτσα (σ.ς. στην Βαρσοβία έτσι αποκαλούν χαιδευτικά το φαλλικό "Ανάκτορο Πολιτισμού και Επιστήμης", δωράκι του Παρερούλη στον Πολωνικό λαό)

Η σταλινόπουτσα τεχνώνε και επιστημώνε

Σταλινορεμάλης
Σταλινορεφορμιστής
Σταλινοσκατά
Σταλινοσταχανοβισμός
Σταλινοσυμμορίτης
Σταλινο,τινάναι

Σταλινογουατέβα

Σταλινοτιτοϊκός
Σταλινοτροτσκιστής (σ.ς.: μπερδεμένος αριστεριστής που επιτίθεται στην ίδια του την πλάτη με παγοκόφτη)
Σταλινοτσαουσεκικός
Σταλινοτσολιάς
Σταλινο(τ)συριζάκι

Σταλινοβαρώνοι vs Σταλινοσύριζα

Σταλινουπερβολικός
Σταλινοφάγος
Σταλινοφαινόμενο
Σταλινοφασίστας
Σταλινοφασισταριό
Σταλινοφεμινισμός
Σταλινοφιλελές

ΟΑΚΚΕ the original σταλινοφιλελέδες

Σταλινοφονιάς
Σταλινοψεκασμένος
Σταλινοχιτλερικός
Σταλινοχαμουρέματα

Σταλινοφασώματα

Σταλινόχορτο (σ.ς. ταίζω κάποιον...)
Σταλινοχοτζικός (σ.ς. αλλά όχι με την καλή έννοια)
Σταλινοχριστιανός

Ω +CTAΛΙΝ+ Η ΕΥΧΗ

Τραμπουκοσταλίνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακραία πολιτική βρισιά. Το επίθημα -αριό κάνει τη λέξη χίτης ακόμη πιο χυδαία και βαρειά απ΄ότι είναι.

Δυστυχώς στις μέρες μας έφτασαν να εκτοξεύονται λέξεις σαν κι αυτήν και τις συνώνυμές της ταγματαλήτης και γερμανοτσολιάς, με μεγάλη αψηφησιά και όχι μόνο εναντίον των πολιτικών απογόνων των χιτών (βλέπε ναζίδια, χρυσαύγουλα και λιμά ακροδέξια ρετάλια).

  1. Σαν μεγαλύτερος κουβαλάω αναμνήσεις πολλών δεκαετιών και θυμάμαι, φοβισμένους αδιάφορους της εποχής της γερμανικής κατοχής που φορέσανε στολές του θρυλικού ΕΛΑΣ, από το Οκτώβρη μέχρι τον Δεκέμβρη του 1944 και ύστερα από την ήττα της Αθήνα γίνανε «Χιταριά». ΕΔΩ

  2. Την αρπάξανε οι λύκοι και τα χιταριά
    - θάτανε, καμία τριανταριά…
    Στα μπουντρούμια τ’ Αη – Νικόλα,
    της κάναν τα μαρτύρια όλα… (Μάνη Μου Καημέ Μου)

  3. Εδώ στο μέγα φασιστοτοπο που ζω περιμένω το βράδυ να δω τις μαπες των χιταριων. καλη λευτεριά. ΕΔΩ

  4. Το χειρότερο είναι ότι μέσω ΣΥΡΙΖΑ, ο σοσιαλφασισμός ονόμασε το χιταριό των ΑΝΕΛ "κέντρο", ενώ "ακροδεξιά" ονόμασε τους μνημονιακούς (πράγματι άθλιους γενικά) αστοφιλελέδες. ΕΔΩ

  5. [...] τότε που το ΠΑΣΟΚ ψήφιζε τον νόμο για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και σήμερα που το ΠΑΣΟΚ συγκυβερνάει με όλο αυτό το «χιταριό» ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικό φολκλοροεπίθημα που δακτυλοδεικτεί τις δυσμενείς συνθήκες υπό της οποίες κάποιος "πιάστηκε" - δηλαδή έγινε η σύλληψή του - και τις υποτιθέμενες δυσάρεστες ιδιότητες που συνεπάγονται.

Το σάη ήδη καλύπτει τα:

Προσθέτουμε και μερικά ακόμα, σίγουρα υπάρχουν κι άλλα:

  • Διαβολόπιασμα, διαολόπιασμα: παιδί προερχόμενο από κακούς γονείς, με αποτέλεσμα το ίδιο να είναι δύστροπο και κακιασμένο.

- Ποιος άλλος θα την έκανε την ζημιά από το διαβολόπιασμα του Κωνσταντή... (Δημήτρης Τσαφαράς, Λαγκαδινό Λεξικό, Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 52).

- Άκουσα και το «παλαιάς κοπής» "κερατοπιάσματα"... (εδώ)

- Σήμερα Νικόλα, σου την έφερε ο ταβερνιάρης και αλήτης και πουτανόπιασμα με τον όνομα Μπέος. Εσύ και ο άλλος με τα πούρα, ο Ανδρέας. (εδώ)

- εσένα καραγκιόζη ο νταλάρας ούτε να χέσει δεν καταδέχεται ... σκατόπιασμα έπιασες και τον νταλάρα στο στόμα σ (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή καργιατζουλάκι. Λέξη που την λένε στα μικρά παιδιά στο χωριό μου, ειδικά τα ατίθασα, τα αεικίνητα, χωρίς όμως να είναι ξινά ή κακομαθημένα, τα γλυκοσκανταλιάρικα, αυτά που ο,τι και να κάνουν τους τα συγχωρείς όλα, και αντίστοιχης σωματικής διάπλασης (μικροκαμωμένα με σπινθηροβόλο βλέμμα).

Συνδέεται με το καλικατζαράκι φωνητικά, αλλά και με την κάργια σαν να είναι παράγωγό της. Στα Κρητικά συνδέθηκε με τον σκορπιό, αλλά η καργιατζούλα σε άλλες διαλέκτους του Αιγαίου περιγράφει χλωρίδα, όπως την τσουκνίδα.

Προσωπικά την άκουγα ως περιπαικτική λέξη με διάθεση ειρωνείας, ειδικά στο υποκοριστικό της. Στην κανονική της εκδοχή, όταν δεν αναφέρεται σε παιδιά, σχετίζεται με κάτι κακό που σκαρώνεται από κιανέναν αξανάκωλο και έχει ανησυχητική χροιά.


1.- Γιάλε το, γιάλε το, το καργιατζουλάκι, απού'ναι πέντε πιθαμές, μα έχει γλωσσαράκι... (Γιάλε: μωρουδίστικη εκφορά του "διάλε")
2.- Εγροίκησές το, ίντα γίνηκε οψές;
- Πράμα δε γ-κατέχω.
- Ο Μιχαλιός του κυρ - Θωμά, εκαβαλίκεψε το μουρέλο και μπαλώτεψε τον αυλόγυρο. Φωθιά και λάβρα γίνηκε η εκκλησιά.
- Χίλια καζίκια του κώλου ντου, για καργιάτζουλας.

Επίσης, γράφεται και καριάτζουλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αμπέλι που δεν έχουν περιφράξει κι απ'όπου μπορεί ο καθένας να μπαινοβγαίνει και να κάνει ο,τι θέλει. Να κλέβει αμπελόφυλλα, σταφύλια κι ο,τι άλλο βρει. Αναφέρεται σε ανθρώπους που εγκαταλείπουν την ιδιοκτησία τους και δεν τη διαχειρίζονται με αποτέλεσμα να γίνεται βορά εισβολέων. Κατ' επέκταση σε ανθρώπους που δεν τους ενδιαφέρει να διαχειριστούν τίποτε, ούτε και την ίδια τη ζωή τους ακόμη γιατί βαριούνται που τη ζουν και πάντα βρίσκουν μια βολική, ισχυρή και αδιάσειστη γι'αυτούς δικαιολογία για το ότι έχουν καταντήσει τη ζωή τους ξέφραγο αμπέλι και δεν τους νοιάζει πως να ζουν. Μοίρα όλων αυτών των καταστάσεων η ερημιά, η κατάντια, η καταστροφή. Ένα ξέφραγο αμπέλι είναι μίζερο πράμα που το'χει γεννήσει ένα πιο μίζερο, ακοινώνητο και κομπλεξικό μυαλό που ωθεί τα ίδια τα σέα και τα μέα του στην εγκατάλειψη, λόγω ανικανότητας αυτοδιαχείρησης και αυτοελέγχου. Συχνά οι ίδιοι ανίκανοι για διαχείριση είναι αυτοί που συνειδητοποιούν την κατάσταση αυτή που οφείλεται σε κείνους, μόνο και μόνο για να μπορούν να την κριτικάρουν έντονα και να την αποστρέφονται για να'χουν κάτι να κλαψουρίζουν, βρε αδερφέ και να ικανοποιούν την έμφυτη κλαψομουνίαση και κακομοιριά τους. Ζητάνε έτσι κηδεμόνες για τη διαχείρισή της και αυτών των ίδιων και να απαλλαγούν από το βάρος των ευθυνών του ξέφραγου αμπελιού που δεν είναι άλλο από τον εαυτό τους. Ποιος νοήμων άνθρωπος εγκαταλείπει το ένα και μοναδικό του χωρίς να έχει βρει κάτι άλλο, καλύτερο; - εκτός κι αν πάσχει από το αμάρτημα της οργής και στρέφεται κατά των εντέρων του, τρώγοντας τα λύσσακά του. Το ξέφραγο αμπέλι ή αλλάζει ή βουλιάζει, mes amis. Tschüss!


1. "Κοίτα τα εδώ τα σκουπίδια... Έχουν πνίξει τη φιλοσοφική και το αεροδρόμιο της Ζακύνθου... Ξέφραγο αμπέλι εδώ, ξέφραγο αμπέλι παντού, όλη η χώρα!"
2. "Τη μια είναι ο Τάκης, την άλλη είναι ο Μάκης, την άλλη θα είναι ο Σάκης; Τί θα γίνει στη ζωή σου, μωρή, με τόσους γκόμενους να μπαινοβγαίνουν; Ξέφραγο αμπέλι την έχεις καταντήσει... Μην απορήσεις αν βρεθείς σε κάνα χαντάκι μ'όλους αυτούς τους άχρηστους που μπλέκεις...

ψυχοπάθεια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Νίκος Φίλης, ο νυν υπουργός της παιδείας (;) μας. (βλ. κατελισμός)


Βλ. εδώ κι εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είσαι κραυγαλέα απάτη. Τόσο εξόφθαλμα ψεύδεσαι γι'αυτό το άλλο που προσπαθείς να περάσεις πως είσαι, που απέχει παρασάγκας από την πραγματικότητα. Εμπλέκεσαι σε καλοστημένες απάτες, καλοδουλεμένες οφθαλμαπάτες και (προσπαθείς να) δημιουργείς πειστικό σκηνικό για να στεγάσει αληθοφανώς την παράγκα σου. Συνήθως περνιέσαι για μεγάλος στα λόγια και ανύπαρκτος στα έργα - κυρίως φημίζεσαι για τις επιδόσεις σου ως εραστής. Άλλος τομέας κοινωνικών δραστηριοτήτων που σε συναρπάζει: οι επιχειρήσεις. Αν και είσαι άφραγκος Ωνάσης, την πουλάς γουστόζικα την παραμύθα και χαραμίζεσαι που δεν τό' χεις σκεφτεί να κάνεις καρριέρα πολιτκού, όπου επιβάλλεται να λες ψέμματα και λόγω ασυλίας να μην τις τρως. Έστω κι έτσι όμως, κάνεις το κομμάτι σου και είσαι μια όαση γέλωτος για τον βαρύθυμο και καταθλιπτικό κοσμάκη της σήμερον. Παλιάτσος, που εναλλακτική επαγγελματική πορεία θα μπορούσε να είναι σε ουάν στάντ κόμεντυ. Τέλος, εννοείται πως εκτός από θεοκόμματος είσαι και σφίχτης, παρότι το γυμναστήριο το βλέπεις μόνο μέσα από διαφημιστικά φυλλάδια. Προσπαθείς να πουλήσεις μούρη και τον παίρνουν χαμπάρι ως κι οι πέτρες (τον παραποιημένο εαυτό σου). Παρ΄ολα αυτά συνεχίζεις απτόητος κι ούτε που σε νοιάζει το δούλεμα πίσω - ή και μπροστά - απ 'την πλάτη σου .Είσαι η επιτομή του τιραμισουρεαλισμού (ερήμην σου;), ο "να μην κάνουμε, να μη λέμε κι όλας;".


1. - Και που λες, τέζα το γκομενάκι... Να τη βλέπεις τη μοντέλα να σπαρταράει στην αγκαλιά μου και να εύχεται να μην τελειώσει... Πςςς... Πόρωση...
- Ίσα, ρε Τέλη... Κατούρα και λίγο... Και γω σου λέω πως είσαι φάβα... καλό το δούλεμα, αλλά δεν υπάρχει απόδειξη γι' αυτά που λες...
2. - Και τί νόμιζες; Πως αν δεν ήθελα εγώ δε θα το είχα πάρει το άιφον το 6+ στα 128 γκίγκα; Αλλά δεν αξίζει... Για να περάσεις μουσική σου μέσα είναι ολόκληρη μανούρα... Ξέρεις πόσα βγάζω το μήνα; Αλλά δεν τα μπορώ ρε συ τα ποζέρια, που πουλάνε μούρη... Εγώ εντάξει είμαι ανώτερος κι αλλά προτιμώ το λόου προφάιλ γιατί είμαι και μετριόφρων... Καλό και το σάμσουνγκ εουρόπα... Τα ίδια κάνει μόνο λίγο πιο αργά...
- Ναι, καλά, θά΄θελες.. Και γω σου λέω πως ψοφάς να έχεις μια τέτοια κινητάρα... Κι όσο γι' αυτά που βγάζεις το μήνα... Είσαι φάβα ρε! Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια...
3. - Πω ρε... Πιάστηκα πάλι στο γυμναστήριο... Τέσσερις ώρες ήμουν και σήκωνα βάρη... Τί εικοσάκιλα, τί κέττλμπελ, τί πιλάτες έκανα μετά... Άσε, ξεπατώθηκα... Αχ, ο ώμος μου...
- Και μένα μου φαίνεσαι λαπάς, και δε χρειάζομαι οδοντίατρο...
- Οδοντίατρο; Οφθαλίατρο ρε...
- Ξέρω, ξέρω τί λεω... Οδοντίατρο... Αφού δεν τρώγεσαι! Για να σε πιάσω... να, ίδιος όπως χτες! Είσαι φάβα, ρε! Να πας στα γκομενάκια να τα πεις - σε τα μας τώρα;

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τύπος που είναι χύμα, που κάνει, λέει και φέρεται όπως του 'ρχεται.

Τις πιο πολλές φορές είναι εύθυμος και πολύ κοινωνικός: η ψυχή της παρέας. Κάνει τους άλλους να ξεκαρδίζονται στα γέλια με την ελαφρότητα, την πετριά, την ωραία τρέλα του που σκοπίμως αψηφά τις κοινωνικές συμβάσεις. Άλλες φορές μπορεί να χρησιμοποιείται και με αρνητική διάθεση για κάποιον που είναι ανοργάνωτος, δεν μπορεί να βάλει τάξη στη ζωή του, να βάλει σε τάξη τη ζωή του και είναι φελλός στον αφρό κι όσα παίρνει ο άνεμος. Ή πρόκειται για το ίδιο άτομο από δύο διαφορετικούς παρατηρητές που το περιγράφουν, ή και για δύο διαφορετικά άτομα.

Συνώνυμο: ο μποέμ.

- Πρέπει να βγεις οπωσδήποτε μαζί μας το βράδυ... Θα είναι κι ο Πάκης μαζί. Καλά τί να σου πω... Ο τύπος, εντάξει, είναι φοβερός! Θα πάθεις την πλάκα σου μαζί του!
- Είναι χαβαλές, κι έτσι;
- Τί χαβαλές... Τί πλάκες, τί κουβέντες, τί πειράγματα... Μες στην τρελή χαρά μονίμως! Χυμαδιό τελείως!

- Τί χάλια είναι αυτά; Οι κάλτσες στο γραφείο σου, η τσάντα σου στο ξύλο της κουρτίνας, τα ρούχα σου πεταμένα εδώ και κεί, χώρια τη σκόνη... Πώς είναι έτσι το δωμάτιό σου; Δε σ' αντέχω άλλο... Είσαι χυμαδιό εντελώς! Έλεος!
- Αυτό μ' εκφράζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σύνδρομο της μαλαπέρδας, του μαλαπέρδα, του ψωλάρμπεη και όχι μόνον καθώς περιλαμβάνει και όσους εμπίπτουν στην κατηγορία "αν ήταν το πουλί βιολί, όλοι θά'ταν μουσικοί", ανεξαρτήτως μεγέθους προσόντων. Η βαριά και ανίατη μαλάκυνση που πλήττει ιδιαίτερα ευπαθείς ομάδες και ιδίως όσες δεν επικοινωνούν με τον αφαλό τους γιατί έχουν της ψωλής τους το χαβά. Από τα συνθετικά "μαλάκας" (χρησιμοποιείται το εκτενές θέμα της ρίζας για το α'συνθετικό κι όχι το συνεπτυγμένο) και "περδίαση" (ή από την "πέρδικα" με τη σημασία του οργάνου που σαν πουλάδα είναι ανώτερη από τις άλλες γιατί πηγαίνει στητή και καμαρωτή όπως κάθε σωστή πουλάδα που με χαρά την καλεί το προαιώνιο καθήκον να το εκπληρώσει, ή το "πέρδομαι" που λέει και το "κλάσε μας μια μάντρα πέρδικες" αντίς για "τ'αρχίδια" και που όλες μαζί σα σωστές πουλάδες μη αλανιάρες, βόσκουνε σε μάντρες.

Γιατρικό: ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ


- [...]Έλα ρε, θα πάμε;
- Πού' θα πάμε;
- Τί "πού" θα πάμε ρε μαλάκα! Στο γήπεδο!...
- Ποιο γήπεδο;
- Στο γήπεδο, που σήμερα έχει αγώνα και παίζουν οι δικοί μας...
-Ααα!
- Άξινος, ρε μαλάκα, που είσαι τόση ώρα που σου μιλάω; Πάλι μαλακοπερδίαση έχεις; Πόση ώρα έχεις σύνδεση με Κάιρο;

Σημείωση: Υπάρχει και το γαμάω Κάιρο που άμα τραβήξει κανείς τη σύνδεση απ'τα μαλλιά γίνεται "σύνδεση" ανεξαρτήτως προσόντων, γαμάει τη συζήτηση τόσο μακρινά μέχρι εκεί που φτάνει το Κάιρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified