Η Νέμεσις των κινητήρων εσωτερικής καύσης. Ο απόλυτος όλεθρος. Συμβαίνει όταν εισέλθει νερό σε υγρή μορφή στους κυλίνδρους δίχως να το αντιληφθούμε.

Με το μιζάρισμα και επειδή το νερό είναι ασυμπίεστο αν είμαστε τυχεροί θα καταλήξουμε μόνο με κομμένες μπιέλες (διωστήρες).

Μπορεί να ακουστεί στον στρατό και ως απειλή στους νέους.

-Θα πάθετε υδροστατική εμπλοκή νεόπες.
-..............

(από northwind, 12/08/09)Το κάτω είναι η μπιέλα... (από panman_gr, 13/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπατσάδικο.

Κι ενώ είμαστε στο δρόμο με το uno και στο πίσω κάθισμα ο δάσκαλος στρίβει, να σου από πίσω το σχολικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καμία σχέση με το γνωστό μας απορριματοφόρο.

Είναι το όχημα που το χρησιμοποιούν για να μαζέψουν σκουπίδια / μπάζα / χόρτα / κλαδιά απο το στρατόπεδο.

Δημητρίου, πάρε τα κλειδιά της σκουπιδιάρας, πάρε και 2 νέους και βγείτε να καθαρίσετε το στρατόπεδο.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Αυτός που το έχει σκάσει από κάπου, αυτός που δεν βρίσκεται εκεί που οφείλει. Βλ. και κατσάκι, κοπάνα, την κοπανάω, το σκάω.

    α. Από εδώ:
    Είμασταν μονάδα από τις πιο καραχύμα της επικράτειας, οι μισοί ήταν σκαστοί, και με το που μυρίστηκαν όλοι ότι κάτι παίζεται, σε λίγα λεπτά ήταν όλοι πίσω χωρίς να τους έχει φωνάξει κανένας

    β. Από εδώ:
    Hταν πολύ φιλικός σαν να με ήξερε χρόνια. Εκτίμησα το γεγονός ότι ήρθε σκαστός από την δουλειά του.[/I]

  2. Αυτός που κάνει ήχο έκρηξης, κυρίως μεταφορικά. Η ενέργεια που ολοκληρώνεται με ένταση, με πάταγο. Βλ. και σκάω, σκασίδι. Πρβλ. σκασάκια, μπραφ.

    α. Από εδώ:
    H κυβέρνηση θέλει να πνίξει το σκαστό σκάνδαλο της Zίμενς

    β. Από εδώ:
    Σκαστό ψεύδος!

    γ. Από εδώ:
    Παρακαλώ, δώστε ένα σκαστό φιλί στο γιο σας όταν έρθει, και τα συγχαρητήριά μου φυσικά!

    Ως εδώ λεξικογραφημένα, π.χ. εδώ.

  3. Το κομμάτι της ποινής φυλάκισης ή κάθειρξης που κάποιος πραγματικά εκτίει στη φυλακή. Έλκει την νοηματική του προέλευση πιθανόν από το 2 παραπάνω, ως δηλαδή «καταβαλλόμενα» χρόνια που δεν σηκώνουν βερεσέ.

    α. Από εδώ:
    Δεν ελπίζω πια σε καμία αποφυλάκιση. Με το σύστημα των συγχωνεύσεων, παρανομούν εις βάρος μου. Δηλαδή εγώ για να αποφυλακιστώ θα πρέπει να εκτίσω 30 χρόνια “σκαστά” και ό,τι μου έχει καταλογιστεί με την ποινή του κ. Περικλή Παναγόπουλου.

    β. Από εδώ:
    Ο Παπακ. πρέπει να φυλακισθεί για καμιά δεκαριά χρόνια, -σκαστά, εννοώ-, μόνο και μόνο για το θράσος του να λέει κατάμουτρα στον ελληνικό Λαό ότι “έχασε” το CD.

    γ. Από εδώ:
    Εξίμισι χρόνια σκαστά στην Κέρκυρα, δεσποινίς μου. Εξίμισι χρόνια και τις πλήρωσα όλες τις μέρες, μία προς μία. Εχεις πάει ποτέ στην Κέρκυρα;[/I]

  4. Η μπαλιά, το σουτ, το γκολ ή το καλάθι κλπ που περιλαμβάνει γκέλα της μπάλας στο έδαφος.

    Από εδώ:
    ο Καραγκούνης εκτέλεσε φάουλ, ο Πατς έδιωξε, ο Μήτρογλου έκανε ένα σκαστό σουτ και ο «Τόρο» μπήκε στην πορεία της μπάλας και [...]

  5. Το μηχανοκίνητο μεταφορικό μέσο (ιδίως μηχανάκι) όταν το βάζουμε μπρος με σμπρώξιμο και εισαγωγή ταχύτητας στο κιβώτιο (λόγω αποφόρτισης της μπαταρίας κλπ).

    α. Από εδώ:
    Τώρα που το συζητάμε έχω μια απορία, στη γριά αρκετές φορές το έβαλα «σκαστό» με ψεκαστά όμως τι παίζει; Υπάρχει πρόβλημα να το «σκάσεις» αν δεις ότι δεν έχεις άλλη επιλογή;

    β. Από εδώ:
    δεν περνει μπρος... ουτε «σκαστό»!!! Καλημέρα! χθες έμεινα απο...(δε ξερω τι) στο παρκιν στα carrefour ευκαρπίας. πηγα μια χαρά και εκεί που θέλησα να φήγω... τίποτα...!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σκωπτικός χαρακτηρισμός για παλιό ή κατεστραμμένο αυτοκίνητο (δηλαδή όπως κατάντησε το ολοκαίνουριο αμάξι του Αλεξανδράκη η φίλη της Βουγιούκλως στη «Σοφερίνα» 1964), αλλά ήδη εν γένει άχρηστο μεταλλικό αντικείμενο και
    ευρύτερα οτιδήποτε μεγάλης ηλικίας (πράγμα ή και πρόσωπο) π.χ. ηλεκτρική συσκευή, πουράκλα κλπ.

  2. Παλιά έκφραση για το μακρύ ξίφος που έσερναν μαζί τους οι αξιωματικοί των σωμάτων ασφαλείας προ αιώνος και

  3. Μετωνυμικώς, περιπαιχτικό σχόλιο για τους ίδιους τους αξιωματικούς (παλιο-σακαράκας=καραβανάς).

Ιταλικής προελεύσεως (αλλά δεν θυμάμαι από πού), που υπέστη σημασιολογική φθορά με την πάροδο των χρόνων, όπως άλλωστε και η παλιοκαιρίσια λέξη γαζέτα (εφημερίδα <ιταλ. gazetta σήμερα giornale/quotidiano-a, που κληρονομήσαμε όμως από τους Τούρκους που ακόμα λεν τον δημοσιογράφο/ρεπόρτερ gazeteci=γαζετατζή ή haberci=χαμπερτζή), της οποίας η παλαιότερη χρήση αναφέρονταν σε μεγάλο στρατσόχαρτο<ιταλ. straccia carta (σεντόνι) και ιδίως τεράστιο χαρτονόμισμα μηδαμινής αξίας, (συνήθως ένεκα υποτιμήσεως της μονέδας).

Συνώνυμα: Κάρο, καρούλι, ψαροκασέλα (βλ. «Ο Ταξιτζής» με τον Χατζηχρήστο 1964), παντόφλα, καφεκούτι, σαράβαλο, μπα(γ)κατέλα, σαπάκι, κωλοκοτρωνέικο (π.χ. σουγιάς) κ.α.

- Πάμε Σαλονίκη το σουκού;
- Ναι αμέ! Με τί θα πάμε;
- Με το τουτού!
- Ποιό μωρέ; Με τί; Με τη δική σου τη σακαράκα;
- Γιατί δε σ’ αρέσει;
- Μωρέ μ’ αρέσει, αλλά μας βλέπω να τρώμε σουβλάκια στον Πασιάκο περιμένοντας την ΕΛΠΑ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σκουπιδιάρα στα ελληνικά στρατά.

- Τι υπηρεσία έχεις σήμερα;
- Πλοίο της Αγάπης...

Captain Stubing (Καπετάν Στουμπωμένος) (από Vrastaman, 31/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Mάχιμος / μαχιμότητα: Υπάρχουν ήδη 2 ορισμοί, σωστοί πλην τηλεγραφικού χαρακτήρα, οι οποίοι επιβάλλεται όπως ενσωματωθούν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο.

Μάχιμος είναι:

1α. (Στρατός Ξηράς) Ο υπηρετών σε μονάδα εκστρατείας, ανεξαρτήτως της ειδικότητάς του, π.χ. μπορεί να είναι και εσχαρέας (μάγειρας). Όπως όμως τα πάντα σ' αυτή τη ζωή είναι σχετικά, έτσι και η μαχιμότητα είναι σχετική: ακόμη και η πιο προβλεπέ και μαύρη μονάδα εντός των συνόρων, δεν συγκρίνεται με το να πας ως Ειρηνευτική Δύναμη σε εμπόλεμη περιοχή (Βοσνία, Αφγανιστάν κλπ). Τότε η μαχιμότητά σου αγγίζει - και ενίοτε ξεπερνά - τα όρια της στρατοκαυλίασης.

1β. (Πολεμικό Ναυτικό) Ο υπηρετών σε πολεμικό πλοίο και όχι σε υπηρεσία ξηράς (γραφειάς/γραφειάκιας). Λέγεται και στολαίος, επειδή υπηρετεί στο Στόλο. Ο όρος αναφέρεται πλέον μόνο σε καραβανάδες (μονιμάδες), καθώς οι ναύτες (κληρωτοί), που έχουν φύγει απ' τα πλοία εδώ και 4-5 χρονάκια, τοποθετούνται για όσο κρατά η θητεία τους μόνο σε υπηρεσίες ξηράς. Οι στολαίοι παίρνουν και κάτι ρημαδολεφτά παραπάνω (επίδομα Στόλου), αλλά τι να το κάνεις αν τρώς στη μάπα τη λαμαρίνα μια ολόκληρη ζωή... Οι στολαίοι κράζουν τους γραφειάκηδες, δε θα τους χάλαγε όμως καθόλου να βρίσκονταν στη θέση τους.

1γ. (Στρατός γενικά) Ο ένοπλος, αυτός που με βάση το χαρακτηρισμό του, μπορεί να κρατήσει όπλο. Το Ι4 π.χ. δεν είναι μάχιμο, συνεπάγεται άοπλη θητεία. Ο κατεξοχήν γιωτάς είναι βέβαια ο Ι5, όμως και με Ι4 σου κολλάν τη στάμπα. Τip: ακόμη κι αν έχεις υπηρετήσει ως Ι4, μπορείς αφού απολυθείς να το αποχαρακτηρίσεις και να το κάνεις ένα πεντακάθαρο Ι1, αν βέβαια έχεις τις σωστές άκρες.

1δ. (Στρατός γενικά) Οι par excellence μάχιμοι είναι ασφάλουσλυ οι άνδρες (εσχάτως και γυναίκες) των Ειδικών Δυνάμεων: καταρχήν Ο.Υ.Κ.άδες (σλανγκιστί βατράχια ή οΰκια), επίσης λοκατζήδες, καταδρομείς, αλεξιπτωτιστές κ.α. Άπαντες πάσχοντες από οξεία στρατοκαυλίτιδα.

1ε. Αυτός που εχει εντρυφήσει στα μυστικά των πολεμικών τεχνών (καράτε, κικ-μποξ κτλ) και ωσεκτουτού είναι επαγγελματίας δείρτης και απεχθάνεται - ωιμέ! - το κλασικό ελληνικό βρομόξυλο. Σημασία που εντάσσουμε καταχρηστικά στις στρατιωτικές.

  1. Γενικά ο ενεργητικός άνθρωπος, ο ακαταπόνητος, αυτός που δεν το βάζει κάτω στις δυσκολίες, αυτός που δε μασάει με τίποτα, αυτός που στίβει τη ζωή και πίνει τους χυμούς της. Ο αεικίνητος (σα να έχει καρφιά στον κώλο του), ο ανήσυχος, ο νεωτεριστής, ο καινοπρεπής.

Η σημασία αυτή μπορεί να θεωρηθεί δευτερογενής, παράγωγη εκ της πρώτης, της αμιγώς στρατιωτικής. Τα όρια ωστόσο μεταξύ των δύο, κάθε άλλο παρά σαφή είναι: κλασικό παράδειγμα μαχιμότητας εν ευρεία εννοία, οι Αθηναίοι του Χρυσού Αιώνα του Πέρι, για τους οποίους γράφει ο Κορνήλιος Καστοριάδης στη Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας.
Εν προκειμένω η περιπτωσιολογία είναι ανεξάντλητη:

2α. μάχιμος είναι ο κοτσονάτος λεβεντόγερος (ενδεχομένως και σεξουαλικά ενεργός, αυτό όμως δεν είναι απαραίτητο).
2β. μάχιμος είναι ο ταρίφας που δεν ανήκει σε εταιρεία και την παλεύει μόνος του.
2γ. μάχιμος είναι ο δικηγόρος που εξασκεί τη λεγόμενη δικηγορία του πεζοδρομίου ή μαχόμενη δικηγορία (συνεχές τρέξιμο σε δικαστήρια κλπ) και δεν είναι βολεμένος σε κανά γραφείο με πάγια αντιμισθία κλπ κλπ

  1. Σε πορείες / διαδηλώσεις / δημόσιες διαμαρτυρίες, μάχιμοι εν ευρεία εννοία είναι βέβαια όλοι οι συμμετέχοντες, όμως εν στενή εννοία είναι ένα πολλοστημόριο του όγκου των διαδηλωτών. Συνήθως πρόκειται για το περίφημο Black Bloc, παίζει όμως και να είναι απλά κάποιοι ανερμάτιστοι μπαχαλάκηδες. Εν προκειμένω διαγράφεται ανάγλυφα το ζήτημα της σχετικοποίησης της μαχιμότητας, στο οποίο τόσο είχε επιμείνει ο xalikoutis εδώ.

  2. Στο χώρο των μηχανοκίνητων, μάχιμος χαρακτηρίζεται οδηγός καυλοτίμονος, συνήθως χεράς, που φτάνει το αμάξι/μηχανάκι στα όριά του, του ρουφάει το αίμα, το λιώνει, του δίνει τα πιστόνια στο χέρι κλπ. Ο μάχιμος κατά κανόνα διαθέτει και μάχιμο εργαλείο, πολεμικό, κωλοφτιαγμένο, χωρίς πολλά λούσα και ανέσεις. Οι έμπειροι του χώρου είναι σε θέση να ξεχωρίζουν από κάποια σημάδια στο όχημα, το βαθμό μαχιμότητας του οδηγού και τις ικανότητές του, π.χ. στις μοτοσυκλέτες μπορείς να καταλάβεις αν κάποιος πλαγιάζει επικίνδυνα - άρα είναι μάχιμος και πολεμιστής - κοιτώντας τα φαγώματα στα πέλματα των ελαστικών.

  3. Μάχιμος είναι και ο τύπος που χώνεται άνετα σε καυγάδες / μανούρες / τσαμπουκάδες, δεν κωλώνει και δεν είναι τζάμπα μάγκας.

Οι κατηγορίες 3-5 είναι στην ουσία υποκατηγορίες της 2., λόγω όμως της συχνότητας με την οποία χρησιμοποιούνται, προτιμήθηκε η αυτοτελής πραγμάτευσή τους.

1α. - Γουστάρω μαχιμότητα ο δικός σου! Τα βρόντηξε όλα και τραβήχτηκε Κόσοβο! Αλλά βέβαια είχε ανάγκη και τα γκαφρά...

1β. - Που υπηρετείς, στολαίος ή ξηρά;
- Στόλο, το κέρατό μου μέσα.
- Φρεγάτα ή Ταχέα Σκάφη;
- Άσος.
- Μάχιμος κανονικά και με το νόμο δηλαδής...

1δ. - Εγώ αγόρι μου μόνο Ειδικές Δυνάμεις πηγαίνω.. Πάντα μάχιμος ήμουνα, σιγά τωρα μην παω να κάνω κανονική θητειούλα μαζί με τους φλωρούμπες.

  1. - Ρε φίλε δουλεύεις κάθε μέρα 12 ώρες, συν Κυριακές, συν αργίες, συν τα έξτρα σου, συν δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Νταξ, είπαμε να είσαι μάχιμος αλλά μην ξεχνάς οτι έχεις και μια οικογένεια που θέλει να σε βλέπει καμιά φορά.

  2. (στο φανάρι)
    - Πωω, φάε ρε συ λάστιχο που έχει ο τύπος! Το 'χει λιώσει μιλάμε, κοντεύει να φανεί η ζάντα! - Φαίνεται μάχιμο το παλικάρι, το πολεμάει καλά...

  3. - Φίλε είχαμε τρελό σκηνικό χτες βράδυ στο μαγαζί! Κοίταξε κάποιος τη γκόμενα του Κωστάκη κι αυτός τον έκανε μαύρο στο ξύλο! Το 'ξερα πως ήταν μάχιμος, αλλά όχι κι έτσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο μάχιμος. Το ουδέτερο γένος δίνει μια αύρα μεγαλύτερης αλητείας και σλανγκιάς, ίσως και κάποια τρυφερότητα. Για πλήρη ορισμό δες το λήμμα μάχιμος. Να επαναλάβω ότι οι κατηγορίες που χρησιμοποιείται περισσότερο είναι α) στρατοσλάνγκ- μπατσοσλάνγκ, ο μάχιμος στρατιώτης ή μπάτσος, β) σεξοσλάνγκ, μαχίμι στο κρεβάτι, γ) άουτο-μότοσλανγκ, μαχίμι στον δρόμο, δ) μαχίμι-διαδηλωτής, ε) μαχίμι φίλαθλος. Συχνά λέγεται τρελό μαχίμι κατά το τρελό παρεάκι, κι επίσης συχνά λέγεται ειρωνικά για κάποιον που δεν είναι καθόλου μαχίμι, μα καθόλου όμως.

  1. α. Δεν είμαι καθόλου ρατσιστής και γιαυτό δεν ασχολούμαι με το θέμα,απλά θέλω να σου πω οτι η εκπαίδευση που κάνουν οι Έλληνες Ο.Υ.Κάδες θεωρείται απο τις κορυφαίες στον κόσμο και παθαίνουν πλάκα όλοι με τις επιδόσεις στους στις ΝΑΤΟικές ασκήσεις...Μπορεί να είναι κωλοφασίστες του κερατά αλλά είναι τρελά μαχίμια... (εδώ)

β. Όπως λέει και το μαχίμι ο Τσαλίκης: Θέλει δύναμη και νεύρο να φυλάς σκοπιά στον Έβρο. Βέβαια αυτός φυλάει το Πεντάγωνο... συγγνώμη το σπίτι του αλλά τι να κάνουμε. Έτσι είναι η ζωή μάγκες. Κι ο ένας δε βρίσκει να γαμήσει, ενώ ο άλλος κυκλοφορεί τη δίμετρη ξανθιά μουνάρα. (εδώ)

  1. σαν τζεντλεμαν και εγω την περιποιηθηκα με χαδια και φιλια στο κορμί της...ανταπέδωσε και επαιξε τρελλο τσιμπουκακι αισθησιακότατο. Στο σεξ ήταν κομπλε όχι απλα διεκπαιρεωτικη, ηταν μαχίμι. Σίγουρα θα την ξαναεπισκεφτω για πιο φουλ πρόγραμα...
    (ευμενής μπουρδελοκριτική εδώ).

  2. Απο την αλλη, με το φειζερ θα μπορεσεις να νιωσεις πιο μαχιμι στην εθνικη οδο, αφου εκει ξεδιπλωνει καλυτερα τον Yamaha κινητηρα του. (εδώ)

  3. Γιατί ρε πούστη μου δεν έχει βρεθεί ένα μαχίμι του Παμε ή των ΕΑΑΚ να συλλάβει απ'αυτοφώρω εναν προβοκάτορα με μολότωφ; (εδώ)

  4. me ti koinwniko ypovathro na xei maximia opadous reee (εδώ)

Αυτό έβγαλε το συσιφόνι στην αναζήτηση μαχίμι. (από Khan, 09/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τέλη των 70's και αρχές 80's οι λίτες. Τους αποκαλούσαν λαντιάρηδες.

Ξεχώριζαν από τις ψηλές κεραίες πίσω...

Να την κάνουμε από την πλατεία γρήγορα, έρχονται λαντιάρηδες και θα κάνουν ελέγχους για ταυτότητες.

(από Khan, 14/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αναλογικό overclocking.

Η ιστορία ξεκινά από παλιά, από τις τάξεις του ενδόξου Ε.Σ.

Πριν πολλά πολλά χρόνια κάτι ξενέρωτοι Αυστριακοί σχεδίασαν το φορτηγό όχημα Steyr 680M και το εφοδίασαν με άχρηστα επιχειρησιακά χαρακτηριστικά όπως το ακατανόητο «θέσεις καθήμενων 12».

Ο χρόνος κύλησε και η ένδοξη πατρίδα μας κατασκεύαζε το εν λόγω όχημα ως Marathon Steyr 680M στο εργοστάσιο της Στάγιερ Ελλάς / Πουθενά δεν κολλάς! (Ναι ξέρω οι νεώτεροι αναγνώστες δεν μπορούν να πιστέψουν ότι κάποτε κατασκευάζαμε οτιδήποτε, αλλά έτσι λένε τα κιτάπια).

Τα στελέχη του ενδόξου Ε.Σ. τέθησαν τότε πρό του εξής προβλήματος:

Πώς να μεταφέρω 24 οπλίτες (στο πεδίο βολής / υποστολή σημαίας / καταπολέμηση πυρκαϊάς / ότι να 'ναι) με ένα μόνο αγώι διαθέτοντας μόνο ένα Στάγιερ;

Και εφευρέθη το overclocking δια της μεθόδου κώλο μέσα, κώλο έξω!

Έκτοτε η φράση αυτονομήθηκε και χρησιμοποιείται γενικώς για την υπέρβαση κανόνων λειτουργίας ενός συστήματος με απτά θετικά αποτελέσματα, χώρις όμως ανάλυση μεσοπρόθεσμων επιπτώσεων.

Αρχικό:
- Μα κυρ επιλοχία δεν χωράμε!
- Έλα, κώλο μέσα, κώλο έξω!

Μεταγενέστερο:
- Δεν προλαβαίνουμε το deadline με καμμία Παναγία!
- Έλα ρε συ, πάρε δύο προηγούμενες τεχνικές εκθέσεις και λίγο το το κοπί το πίτα, λίγο κώλο μέσα, κώλο έξω θα βγει!

Marathon Steyr 680M  (από Vrastaman, 17/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified