Further tags

Η εκτέλεση εργασίας που είτε δεν εμπίπτει στις υποχρεώσεις σου είτε δεν θέλεις αλλά αναγκάζεσαι να την κάνεις. Πολλές φορές επιλέγεις να την κάνεις γιατί αποβλέπεις σε απώτερα οφέλη (βλ. δεύτερο και τρίτο παράδειγμα)

Συνήθως χώσιμο προκαλούν οι:

  • Προϊστάμενοι,
  • Βύσματα και βαθμοφόροι στο στρατό,
  • Συγγενείς,
  • Γκόμενες

Τελευταία με την άνθηση των Νοτιοαμερικανικό σαπουνόπερων χρησιμοποιούνται και κάποια κύρια ονόματα που περιέχουν το πολύ κοινό ισπανικό όνομα Χοσέ. Π.χ. Χοσέ Αρμάντο, Χοσέ Γκαρσία, κ.α.

  1. - Άσε ρε μαλάκα έφαγα χώσιμο από τον προϊστάμενο να του πάρω τα ρούχα από το καθαριστήριο.

  2. - Έφαγα χώσιμο την Κυριακή να πάω τη γιαγιά στο χωριό. Αλλά που θα πάει θα ψοφήσει και το πάρω το διάρι στο Χαλάνδρι.

  3. - Μου ρίξε χώσιμο η Τούλα να πάμε να δούμε χαζογκομενοταινία. Τι να της κάνω που έχει ένα στόμα όλο μέλι...

  4. - Χοσέ Αρμάντο λέμε... Διπλή σκοπιά την Κυριακή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική αργκό για τις χειροπέδες. Πιθανότατα τούρκικης προέλευσης.

Επίσημος σκοπός τους είναι η εξασφάλιση της πειθαρχίας του κρατουμένου, μέχρι να δει η αστυνομία τί θα αποκάνει με δαύτονε (π.χ. η αποτροπή βιαιοπραγίας του, η δυσχέρανση-αποσόβηση αποδράσεώς του κλπ), αλλά έχουν κι άλλες χρήσεις. Πράγματι, ο χειροπεδημένος κρατούμενος δεν μπορεί να κάνει πολλές-πολλές κινήσεις (π.χ. να καπνίσει, να κατουρήσει κλπ), ούτε καν να μπει στο περιπολικό από μόνος του και γι’ αυτό του σπρώχνουν φιλεύσπλαχνα το κεφάλι μέσα οι παριστάμενοι αστυνομικοί.

Οι υποχρεωτικές, κατά την επ' αυτοφώρω σύλληψη και την μεταγωγή κρατουμένων, χειροπέδες, υποχρεωτικά αφαιρούνται κατά την (προ)ανακριτική ή επ’ ακροατηρίω απολογία και μετά την εισαγωγή σε κρατητήριο. Δυνητικές είναι (διακριτική ευχέρεια αστυνομικού συνοδείας) κατά την προσαγωγή υπόπτου ή τον πειθαναγκασμό φασαριόζου κρατουμένου στις φυλακές.

Ο γνωστός μας αρχι-δεσμοφύλακας, αιτιολογώντας πειθαρχικά μέτρα κατά παραπονούμενου κρατουμένου, που βγήκε στα κανάλια μετά από στάση, αναφέρθηκε μόνο στην λεγόμενη «λαβή συνοδείας» που του επεβλήθη, δηλαδή λαβή ακινητοποίησης και προσαγωγής στασιαστού (ποιος ξέρει τί ξύλο έφαγε)...

Παλιά (1920-1960), οι χειροπέδες σταθεροποιούνταν στα ανοσιουργά χέρια με βίδες, που έσφιγγε όσο ήθελε ο αστυνομικός, για να’ χει το κεφάλι του ήσυχο.

Η χειροπέδηση (ιδίως η πισθάγκωνη) είναι εξαιρετικά επαχθές μέσο ποινικού δικονομικού καταναγκασμού και πρέπει να γίνεται με αναλογική φειδώ, δεδομένου ότι είναι επώδυνη για τον κρατούμενο και μπορεί να προκαλέσει ακόμα και μόνιμες βλάβες ιδίως στους καρπούς! (Φυσικά, υπάρχει και η προανακριτική μέθοδος του χτυπήματος στην μάπα με χειροπέδες προς απόσπασιν ομολογίας, αλλά τούτο είναι άλλου παπά ευαγγέλιο...)

Ιδίως ένας χειρώναξ (π.χ. μουσικός, γλύπτης, χειρουργός κλπ), υποφέρει περισσότερο από κάθε άλλον όταν χειροπεδείται, αφού τα χέρια του είναι το ψωμάκι του και τυχόν ζημιά θα του το στερήσει. Ο John Densmore (ντράμμερ των Doors), αναφέρει ότι ζητούσε από το γουρούνι που τονε βούτηξε χωρίς αφορμή, να λασκάρει λίγο τους κελεψέδες, γιατί του προκαλούσαν κάκωση στους καρπούς και δεν θα μπορούσε να ξαναπαίξει - ιδίως μποσσανόβες που θέλουν ταχύτητα και δύναμη στο περικάρπιο - κι αυτός ο πουσταράς τις έστριβε χαμογελώντας...

Σε περίπτωση υπέρβασης του αναγκαίου μέτρου για την πειθαρχία του κρατουμένου, η χειροπέδηση μπορεί ακόμη και να στοιχειοθετήσει το ποινικό αδίκημα της σωματικής βασάνου και της απάνθρωπης κι εξευτελιστικής μεταχείρισης (π.χ. πέταμα σα σακί στην απομόνωση με χειροπέδες, πάτημα στη μέση και σφίξιμο χειροπέδης έως να τρίξουν, ολονύκτια κράτηση σε τμήμα με χειροπέδες και άλλα πολλά), αφού αποδεικνύεται ευχερώς από πρόσφατη ιατροδικαστική έκθεση, αρκεί να βρεθεί μηνυτής να μηνύσει, δικηγόρος να αναλάβει, δικαστής να καταλάβει κι Αη-Φανούρης να φανερώσει (!)

Πάντως, σημειωτέον ότι οι παλιοί χωροφύλακες συνοδείας από μεταγωγών σε φυλακή, ήσαν εξαιρετικά μειλίχιοι έως δημοκρατικοί άνθρωποι (90% ήταν Κρήτες), πράγμα το οποίον αναφέρει προς τιμήν του, σε πολλά βιβλία του και ο Ηλίας Πετρόπουλος (μεταξύ άλλων).

Το αυτό επικρατούσε και με τους δεσμοφύλακες της πτέρυγας των πάλαι ποτέ μελλοθανάτων, οι οποίοι ήταν άκακα ανθρωπάκια και στους οποίους οι σκύλοι δεσμοφύλακες («πράσινη φυλή») φόρτωναν επιτήδεια τη φύλαξη των ξεγραμμένων καταδίκων, που δεν θα το’ χαν σε τίποτα να ξεκάνουν τους ίδιους γι’ αυτά που τράβηξαν...

Ήδη η αστυνομία χρησιμοποιεί χειροπέδες ασφαλείας (μετά τα χουνέρια με τον Ματέι, τον Πάσαρη, τον Σαμαρά, τον Παλαιοκώστα κλπ) αμερικάνικης προέλευσης, διότι οι παλιοί κελεψέδες πλέον προορίζονται μόνο για παιχνιδιάρηδες ερωτύλους, αφού η κλειδωνιά τους ανοίγει πανεύκολα!

Ασσίστ: Απο σχόλιο του μεγάλου Τζονμπλακ.

- Ρε φίλε, δεν ανοίγεις λίγο τους κελεψέδες; Μου’ χει κοπεί η ανάσα...
- Ούτε φίλος σου είμαι, ούτε στρατό κάναμε μαζί! Θα σε δει πρώτα ο εισαγγελέας και μετά θα δούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φυλακή. Το κάγκελο. (Από τα κάγκελα που έχει παντού).

Επειδή έχει φράγκα τον πήγαν σε VIP σουίτα, στην καγκελλαρία του Κορυδαλλού...

Hotel Lark (από Marco De Sade, 19/03/09)

βλ. και κάγκελο, στενή, ψειρού, πλεχτό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Mάχιμος / μαχιμότητα: Υπάρχουν ήδη 2 ορισμοί, σωστοί πλην τηλεγραφικού χαρακτήρα, οι οποίοι επιβάλλεται όπως ενσωματωθούν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο.

Μάχιμος είναι:

1α. (Στρατός Ξηράς) Ο υπηρετών σε μονάδα εκστρατείας, ανεξαρτήτως της ειδικότητάς του, π.χ. μπορεί να είναι και εσχαρέας (μάγειρας). Όπως όμως τα πάντα σ' αυτή τη ζωή είναι σχετικά, έτσι και η μαχιμότητα είναι σχετική: ακόμη και η πιο προβλεπέ και μαύρη μονάδα εντός των συνόρων, δεν συγκρίνεται με το να πας ως Ειρηνευτική Δύναμη σε εμπόλεμη περιοχή (Βοσνία, Αφγανιστάν κλπ). Τότε η μαχιμότητά σου αγγίζει - και ενίοτε ξεπερνά - τα όρια της στρατοκαυλίασης.

1β. (Πολεμικό Ναυτικό) Ο υπηρετών σε πολεμικό πλοίο και όχι σε υπηρεσία ξηράς (γραφειάς/γραφειάκιας). Λέγεται και στολαίος, επειδή υπηρετεί στο Στόλο. Ο όρος αναφέρεται πλέον μόνο σε καραβανάδες (μονιμάδες), καθώς οι ναύτες (κληρωτοί), που έχουν φύγει απ' τα πλοία εδώ και 4-5 χρονάκια, τοποθετούνται για όσο κρατά η θητεία τους μόνο σε υπηρεσίες ξηράς. Οι στολαίοι παίρνουν και κάτι ρημαδολεφτά παραπάνω (επίδομα Στόλου), αλλά τι να το κάνεις αν τρώς στη μάπα τη λαμαρίνα μια ολόκληρη ζωή... Οι στολαίοι κράζουν τους γραφειάκηδες, δε θα τους χάλαγε όμως καθόλου να βρίσκονταν στη θέση τους.

1γ. (Στρατός γενικά) Ο ένοπλος, αυτός που με βάση το χαρακτηρισμό του, μπορεί να κρατήσει όπλο. Το Ι4 π.χ. δεν είναι μάχιμο, συνεπάγεται άοπλη θητεία. Ο κατεξοχήν γιωτάς είναι βέβαια ο Ι5, όμως και με Ι4 σου κολλάν τη στάμπα. Τip: ακόμη κι αν έχεις υπηρετήσει ως Ι4, μπορείς αφού απολυθείς να το αποχαρακτηρίσεις και να το κάνεις ένα πεντακάθαρο Ι1, αν βέβαια έχεις τις σωστές άκρες.

1δ. (Στρατός γενικά) Οι par excellence μάχιμοι είναι ασφάλουσλυ οι άνδρες (εσχάτως και γυναίκες) των Ειδικών Δυνάμεων: καταρχήν Ο.Υ.Κ.άδες (σλανγκιστί βατράχια ή οΰκια), επίσης λοκατζήδες, καταδρομείς, αλεξιπτωτιστές κ.α. Άπαντες πάσχοντες από οξεία στρατοκαυλίτιδα.

1ε. Αυτός που εχει εντρυφήσει στα μυστικά των πολεμικών τεχνών (καράτε, κικ-μποξ κτλ) και ωσεκτουτού είναι επαγγελματίας δείρτης και απεχθάνεται - ωιμέ! - το κλασικό ελληνικό βρομόξυλο. Σημασία που εντάσσουμε καταχρηστικά στις στρατιωτικές.

  1. Γενικά ο ενεργητικός άνθρωπος, ο ακαταπόνητος, αυτός που δεν το βάζει κάτω στις δυσκολίες, αυτός που δε μασάει με τίποτα, αυτός που στίβει τη ζωή και πίνει τους χυμούς της. Ο αεικίνητος (σα να έχει καρφιά στον κώλο του), ο ανήσυχος, ο νεωτεριστής, ο καινοπρεπής.

Η σημασία αυτή μπορεί να θεωρηθεί δευτερογενής, παράγωγη εκ της πρώτης, της αμιγώς στρατιωτικής. Τα όρια ωστόσο μεταξύ των δύο, κάθε άλλο παρά σαφή είναι: κλασικό παράδειγμα μαχιμότητας εν ευρεία εννοία, οι Αθηναίοι του Χρυσού Αιώνα του Πέρι, για τους οποίους γράφει ο Κορνήλιος Καστοριάδης στη Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας.
Εν προκειμένω η περιπτωσιολογία είναι ανεξάντλητη:

2α. μάχιμος είναι ο κοτσονάτος λεβεντόγερος (ενδεχομένως και σεξουαλικά ενεργός, αυτό όμως δεν είναι απαραίτητο).
2β. μάχιμος είναι ο ταρίφας που δεν ανήκει σε εταιρεία και την παλεύει μόνος του.
2γ. μάχιμος είναι ο δικηγόρος που εξασκεί τη λεγόμενη δικηγορία του πεζοδρομίου ή μαχόμενη δικηγορία (συνεχές τρέξιμο σε δικαστήρια κλπ) και δεν είναι βολεμένος σε κανά γραφείο με πάγια αντιμισθία κλπ κλπ

  1. Σε πορείες / διαδηλώσεις / δημόσιες διαμαρτυρίες, μάχιμοι εν ευρεία εννοία είναι βέβαια όλοι οι συμμετέχοντες, όμως εν στενή εννοία είναι ένα πολλοστημόριο του όγκου των διαδηλωτών. Συνήθως πρόκειται για το περίφημο Black Bloc, παίζει όμως και να είναι απλά κάποιοι ανερμάτιστοι μπαχαλάκηδες. Εν προκειμένω διαγράφεται ανάγλυφα το ζήτημα της σχετικοποίησης της μαχιμότητας, στο οποίο τόσο είχε επιμείνει ο xalikoutis εδώ.

  2. Στο χώρο των μηχανοκίνητων, μάχιμος χαρακτηρίζεται οδηγός καυλοτίμονος, συνήθως χεράς, που φτάνει το αμάξι/μηχανάκι στα όριά του, του ρουφάει το αίμα, το λιώνει, του δίνει τα πιστόνια στο χέρι κλπ. Ο μάχιμος κατά κανόνα διαθέτει και μάχιμο εργαλείο, πολεμικό, κωλοφτιαγμένο, χωρίς πολλά λούσα και ανέσεις. Οι έμπειροι του χώρου είναι σε θέση να ξεχωρίζουν από κάποια σημάδια στο όχημα, το βαθμό μαχιμότητας του οδηγού και τις ικανότητές του, π.χ. στις μοτοσυκλέτες μπορείς να καταλάβεις αν κάποιος πλαγιάζει επικίνδυνα - άρα είναι μάχιμος και πολεμιστής - κοιτώντας τα φαγώματα στα πέλματα των ελαστικών.

  3. Μάχιμος είναι και ο τύπος που χώνεται άνετα σε καυγάδες / μανούρες / τσαμπουκάδες, δεν κωλώνει και δεν είναι τζάμπα μάγκας.

Οι κατηγορίες 3-5 είναι στην ουσία υποκατηγορίες της 2., λόγω όμως της συχνότητας με την οποία χρησιμοποιούνται, προτιμήθηκε η αυτοτελής πραγμάτευσή τους.

1α. - Γουστάρω μαχιμότητα ο δικός σου! Τα βρόντηξε όλα και τραβήχτηκε Κόσοβο! Αλλά βέβαια είχε ανάγκη και τα γκαφρά...

1β. - Που υπηρετείς, στολαίος ή ξηρά;
- Στόλο, το κέρατό μου μέσα.
- Φρεγάτα ή Ταχέα Σκάφη;
- Άσος.
- Μάχιμος κανονικά και με το νόμο δηλαδής...

1δ. - Εγώ αγόρι μου μόνο Ειδικές Δυνάμεις πηγαίνω.. Πάντα μάχιμος ήμουνα, σιγά τωρα μην παω να κάνω κανονική θητειούλα μαζί με τους φλωρούμπες.

  1. - Ρε φίλε δουλεύεις κάθε μέρα 12 ώρες, συν Κυριακές, συν αργίες, συν τα έξτρα σου, συν δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Νταξ, είπαμε να είσαι μάχιμος αλλά μην ξεχνάς οτι έχεις και μια οικογένεια που θέλει να σε βλέπει καμιά φορά.

  2. (στο φανάρι)
    - Πωω, φάε ρε συ λάστιχο που έχει ο τύπος! Το 'χει λιώσει μιλάμε, κοντεύει να φανεί η ζάντα! - Φαίνεται μάχιμο το παλικάρι, το πολεμάει καλά...

  3. - Φίλε είχαμε τρελό σκηνικό χτες βράδυ στο μαγαζί! Κοίταξε κάποιος τη γκόμενα του Κωστάκη κι αυτός τον έκανε μαύρο στο ξύλο! Το 'ξερα πως ήταν μάχιμος, αλλά όχι κι έτσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καράβι, γενικότερα η ναυτική ζωή.

Χρησιμοποιείται κατά κόρον στο Πολεμικό Ναυτικό (για τους υπηρετήσαντες Πι-Νι), αλλά και για εμπορικά πλοία (γκαζάδικα, φορτηγά, λιγότερο ποστάλια). Ενίοτε απαντά και στον πληθυντικό: οι λαμαρίνες.

[I] Η λαμαρίνα, η λαμαρίνα όλα τα σβήνει
μας έσφιξε το Κuro Siwo σα μια ζώνη
κι εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ' το τιμόνι
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι[/I]

...έγραφε ο Νίκος Καββαδίας για τις πλωτές αυτές φυλακές. Η λέξη εγκλείει εντός της όλη τη συσσωρευμένη πικρία, όλα τα βάσανα, τα χωσίματα, τα πακέτα που συνεπάγεται η ζωή στα καράβια.

Να περνάς μήνες μακριά απ' τους δικούς σου. Να χάνεσαι με τα φιλαράκια σου. Να σου γίνεται το στομάχι κώλος (τουλάστιχον τους πρώτους μήνες). Να μην μπορείς να στεριώσεις - κυριολεκτικά! - μια σταθερή σχέση με γυναίκα.

Αν έχεις σχέση, να σε τρωει η αγωνία για το τι κάνει, που βρίσκεται, αν σε κεράτωσε, αν βρήκε άλλον, και να ξοδεύεις πεντακοσαριές στο γαμημένο το κινητό για να της μιλάς (κι αυτή να σου κάνει κόνξες και να στο παίζει δύσκολη, έτσι είναι αφού σε κρατάει απ' τ' αρχίδια, κακόμοιρε).

Η μόνη σου επιλογή για σεξ να είναι οι πουτάνες των λιμανιώνε, αν όμως λάχει κι είσαι και λίγο συναισθηματίας και δεν γουστάρεις πουτανιάρικες φάσεις, τότε τότε γάμα τα.

Να είσαι αναγκασμένος να βλέπεις κάθε μέρα τους ίδιους τσάτσους και ρουφιάνους που δε γουστάρεις (μιλάω κυρίως για τους χαμηλόβαθμους μονιμάδες του Π.Ν, ΕΠΥ και ΕΠΟΠ).

Να σου πρήζουν συνέχεια τον πούτσο για το πόσο επικίνδυνο είναι το τούρκικο ναυτικό. Να είσαι σε κάποιο νησάκι, π.χ. Ρόδο, και μόλις πάει να χαλαρώσει λίγο η φάση να σκαει σήμα ότι βγήκε κάποιο τούρκικο πλοίο και πάμε να το ακολουθήσουμε. Να αράζει το γαμόπλοιο σε θέσεις απόκρυψης, μες την ερημιά, παρέα μόνο με τα καβούρια, και να ξέρεις ότι λίγα χλμ. πιο δίπλα είναι π.χ. το Φαληράκι με τις χιλιάδες ξέκωλες Αγγλίδες. Μιλάμε για μαρτύριο του Σίσυφου, του Τάνταλου και των Δαναΐδων μαζί.

Συνηθέστατες οι φράσεις: μας έφαγε η λαμαρίνα, λιώσαμε τόσα χρόνια μες τη λαμαρίνα, μας ρούφηξε τη ζωή η λαμαρίνα.

Η καλύτερη φάση για τους μονιμάδες του Πολεμικού Ναυτικού, εκτός βέβαια απ' το να βγουν σε υπηρεσία στεριάς, π.χ. να πάνε σε κάνα θέρετρο Αγίας Μαρίνας κι έτσι, είναι να πάει η λαμαρίνα για επισκευές. Τότε αναγκαστικά τα ταξίδια αναβάλλονται κι όλοι εύχονται να κρατήσει η επισκευή όσο πιο πολλούς μήνες γίνεται (αν είναι να διαλυθεί και τελείως το γαμόπλοιο, ακόμη καλύτερα).

Τέλος, όταν όλα είναι κομπλέ και επίκειται αναχώρησις, είθισται τα ναυτάκια να τραγουδάνε μεταξύ τους ειρωνικά το άσμα της Ελένης Δήμου «ετοιμάζω ταξίδι μοναχά για πάρτη σου, στα μεγάλα νησιά του μυαλού και του χάρτη σου»...

- Μας ήπιε το αίμα η λαμαρίνα.

- Γαμώ τη λαμαρίνα μου μέσα γαμώ.

- Να πέσει μια μπόμπα ρε φίλε να γίνουν καρφιά όλες οι λαμαρίνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πλύσιμο των πιάτων και γενικότερα, κάθε αγγαρεία.

- Εγώ ήλθα να κάνω την πρακτική μου, να εκπαιδευτώ, να μάθω κάποια πράγματα, όχι να κάνω μόνο λάντζα! (ταιριάζει σε μαθητευόμενους τεχνίτες, νοσηλευτές, ειδικευόμενους ιατρούς, δικηγόρους που κάνουν την πρακτική τους κλπ.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνική που χρησιμοποιούμε για να καθαρίσουμε (να σφουγγαρίσουμε κ.λπ.) έναν χώρο, ρίχνοντας με ορμή πολύ νερό και ελπίζοντας ότι έτσι θα παρασυρθούν όλα και ο τόπος θα λάμψει με την μικρότερη δυνατή προσπάθεια.

Προϋποθέσεις βέβαια είναι τα νερά να καταλήγουν κάπου για να στραγγίζουν και να μην τρομπάρουμε τόσο πολύ, ώστε να εφαρμόσουμε το σύστημα πάνω σε ευαίσθητα πατώματα, ανάμεσα στα έπιπλα κ.λπ.

Εκτός και αν, βέβαια, βρισκόμαστε στις τάξεις του ένδοξου Ε.Σ., από όπου και μάλλον ξεκίνησε η έκφραση, και το πήξιμο πάει σύννεφο, οπότε ζμπούτσαμας κι αν φουσκώσουν καρεκλοπόδαρα και λοιπά δημόσια είδη.

Μεταφορικά, η έκφραση χρησιμοποιείται για τον τρόπο διαχείρισης μιας κατάστασης που δηλώνει μαζικές και αποφασιστικές κινήσεις, φουλ επίθεση σε όλα τα μέτωπα, αντί για ήπια προσαρμογή (σ.ς.: μπρρρ...) και διπλωματία.

  1. - Καλά ρε σειρά, ο υπόδικας είναι μαλάκας ή γιωτάς ; Δεν καταλαβαίνει ότι δεν την παλεύουμε κάστανο έτσι πίπα κώλο εμπλοκή που μας πάει; Τι του καύλωσε τώρα να καθαρίσουμε τις αποθήκες;
    - Θα έρθει ο τάξμαν και φιλάει παντόφλα ο μαλάκας. Μην τρελαίνεσαι φίλε, θα εφαρμόσουμε το σύστημα-πλημμύρα και τέλος, σιγά μην ασχοληθούμε παραπάνω.

  2. Ανέλαβε η γυναίκα καθήκοντα και βρήκε ένα υπουργείο μπουρδέλο. Οι υπάλληλοι είχανε καλομάθει και την γράφανε κανονικά, οι προμηθευτές είχανε γίνει κώλος και βρακί με τους ελεγκτές, το ταμείο είχε να καταμετρηθεί από του Αγίου Πούτσου ανήμερα... Τα πήρε στο κρανίο και τους εφάρμοσε το σύστημα-πλημμύρα. Τι χέρι τους έβαλε, τι πειθαρχικά, τι μεταθέσεις, τι δελτία τύπου... Μέχρι και εισαγγελέα έφερε για να καθαρίσει το τοπίο. Γκόμενα με αρχίδια, εντελώς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Ο παλιός φαντάρος, ο παλαίουρας, οκαραπαλαίουρας, κλπ. Ο φαντάρος δηλαδή που ανήκει σε τέτοια σειρά στράτευσης, που κοντεύει να πάρει την άγουσα.

Αισθάνεται πως όταν παρουσιάστηκε, είχε και καλά, ειδικότητα χειριστού καταπέλτη και πολιορκητικού κριού. Περπατά και διαλύεται μέχρι να ρθει η τιμημένη εκείνη ώρα που θα κόψει λάσπη απ' το στρατό για να γίνει πολίτης. Τα αγγούρια της εργασίας δεν τα βλέπει ακόμη. Κάθε πρωί φωνάζει τον αριθμό των τρελών ημερών που μετρά, προκειμένου να απολυθεί. Τον φωνάζει με στόχο να ψαρώσει τους νέους και να συμμεριστεί με άλλους παλιούς τη χαρά που απορρέει από το γεγονός πως το βόδι το φάγανε και μόνο η ουρά του μένει, εν αντιθέσει με τους νέους πού έφαγαν την ουρά και το βόδι απομένει.

Βέβαια, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, γιατί αφενός στις τελευταίες μέρες μπορεί να γίνουν μαλακίες που πιθανόν να οδηγήσουν σε επέκταση της θητείας και αφεδύο είναι τα αγγούρια του εργάσιμου βίου που λέγαμε πριν. (βλ. παρ. 1)

2. Θα μπορούσαμε ανάλογα να μιλήσουμε και για κάποιον παλιό εντός ενός συνόλου ατόμων, του οποίου συνόλου τα άτομα, έχουν κάποιο κοινό στοιχείο, μεταξύ τους (π.χ. άτομα που ασχολούνται με την ίδια δραστηριότητα). Αναμένεται δε, το άτομο αυτό, να 'χει την... εμπειρία. (βλ. παρ. 2).

  1. Το παλιοσείρι ο Μήτσος είναι βοηθός νοσοκόμου στο ιατρείο της «μουνάδας» που λέει κι ο υπόδικας. Δες εδώ

  2. Σε ξέχασα παλιοσείρι. Νομίζω πως είμαστε ισοπαλία στις εγχειρήσεις. Να τις βγάλουμε να τις μετρήσουμε καμιά μέρα. Δες εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ότι μιλάμε για κομάντο που έχει σχέση με το υδάτινο στοιχείο είναι σίγουρο. Δεν μιλάμε όμως για άτομα που υπηρετούν στις Ο.Υ.Κ (ομάδα υποβρυχίων καταστροφών), ούτε για βατραχανθρώπους.

Μιλάμε υποτιμητικά για ντισκ τζόκεϊ που έχουν πάρει ως κομάντα, επ' ώμου το πλύσιμο, όγκων από δίσκους, λαμαρίνες, σκεύη, κλπ στα μαγειρεία των στρατιωτικών μονάδων κατά την υπηρεσία τους εκεί, καθώς και στα υπαίθρια στρατιωτικά μαγειρεία στην περίοδο ασκήσεων.

Επειδή το αναφερόμενο πλύσιμο εντάσσεται στα πλαίσια της αγγαρείαςτων μαγειρείων, η λέξη είναι συνυφασμένη και με οτιδήποτε άλλο αφορά την αγγαρεία αυτή (π.χ: καθάρισμα ζαρζαβατικών, κουβάλημα καζανιών, κόψιμο ψωμιών, σκούπισμα χώρων, κλπ).

Η λέξη αποκτά μεγαλύτερη σημασία, όταν αναφερόμαστε σε άτομα που είναι συχνά χωμένασ' αυτό το άθλημα.

Διακρίνουμε την περίπτωση όπου:

1) Παρατηρείται πως κάποιοι προτιμούνται έναντι κάποιων άλλων. Αυτό συμβαίνει κυρίως στις μονάδες, όπου η παρατυπία σε σχέση με τα κέντρα πάει σύννεφο.

Ενώ τα κριτήρια επιλογής του κομάντο βασίζονται στην τεχνική, στην αντοχή και στην εμπειρία, τα κριτήρια επιλογής νεροκομάντο, διαφέρουν «λιγάκι».

Κριτήρια επιλογής νεροκομάντο:
α) οι νεότεροι προτιμώνται έναντι των παλαιότερων
β) Ύπαρξη βύσματος γ)Κονέ με τη μάνα του λόχου, η με άλλους στρατιωτικούς που έχουν τοποθετηθεί σε κρίσιμα πόστα. δ) Άτομα που δεν θεωρούνται τόσο χρήσιμα στην ειδικότητά τους (π.χ:στο λόχο διοικήσεως, φεύγει ο οδηγός για έκτακτο δρομολόγιο και τρώει χωσίμπα ένας άλλος).

2) Λόγω ανεπάρκειας αριθμού στρατευμένων σε κάποια μονάδα, οι στρατευμένοι πήζουν συχνά πυκνά στα μαγειρεία (π.χ: έφυγε μια σειρά και δεν έχει ακόμα μπει η επόμενη).

- Τι υπηρεσία έχεις σήμερα;
- Νεροκομάντο στα μαγειρεία. Έχω να φάω ...το πήξιμο πάλι.
- Πάλι στη Βιλαρίμπαε; Πολύ συχνά σε χώνουν ρε φιλαράκι.
- Άσε έχω σαλτάρει. Κάθε λίγο και λιγάκι ή ίδια ιστορία. Μου 'ρχεται να πάρω άδεια απ' τη σημαίακι ας με βγάλουν λιποτάκτη. Νισάφι πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Παράκτια μέθοδος ψαρέματος. Γίνεται με βάρκα ή με αδιάβροχη ειδική στολή. Βραδυνές ώρες με κάλμα (ήρεμη) θάλασσα, «λάδι» που λένε, να μην έχει καθόλου αέρα δηλαδή, για καλύτερη ορατότητα. Απαραίτητος εξοπλισμός στο πυροφάνι είναι η λάμπα υγραερίου ή πετρελαίου αλιείας και το καμάκι.

  2. Καψόνι στον στρατό όπου περιλούζουν οι παλιοί ένα κομμάτι χοντρό χαρτί ή ένα ρολό χαρτί τουαλέτας (στην πιο hardcore εκδοχή του καψονιού) και το τοποθετούν ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών κατά την ώρα της ανάπαυσης του νέου. Θέλει ιδιαίτερη προσοχή αφενός μεν να μην γίνει σε τελείως στριμμένο νέο ή σε στιγμή έντονης συναισθηματικής φόρτισης του νέου (στέρηση εξόδου, μετά από έντονες αγγαρειομαχίες κτλ), αφετέρου δε να μην γίνει αντιληπτό από κάποιον λίαν υπηρεσιακό καραβανά και πέσει καμπάνα στα λελέδια.

  1. - Μας ταλαιπώρησε ο καιρός χθες αλλά μας αποζημίωσε αυτό το μεγάλο έτσι;
    - Ναι αυτό το χταπόδι ήταν απ' τα μεγαλύτερα που έχουμε πιάσει, 2 καμάκια του ρίξαμε για να το ξεκολλήσουμε!

  2. - Το πυρπόλησα χθες τον [...], το πουστόνεο. Του' κανα πυροφάνι.
    - Και δεν σε έδωσε στον λοχαγό ρε λέουρα; Είσαι μορφή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified