Further tags

Ένα από τα εις -ούμπα σλανγκικά ουσιαστικά, και μάλιστα από τα πιο χαρακτηριστικά. Εννοείται το στρατιωτικό κράνος.

Νομίζω ότι σε -ουμπα σλανγκίζονται αντικείμενα με τα οποία έχουμε ιδιαίτερη οικειότητα, είναι εξαρτήματά μας απαραίτητα, ή ιδιαιτέρως ποθητά, πρβλ αδειούμπα, φραπεδούμπα, κινητούμπα.

Πηγή: Κπάτακας.

Καλά, χρησιμοποιείς την κρανούμπα για να πλένεις τα ρούχα σου;

(από granazis, 24/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαρκαστική έκφραση-πείραγμα είτε σε φαντάρο, είτε σε κάποιον που ετοιμάζεται να παρουσιαστεί, από κάποιον παλαίουρα ή, κυρίως, πολίτη που έχει ξεμπερδέψει από καιρό με το στρατό. Αναφέρεται στην σειρά του στρατιώτη-ψάρι (με την ανεπίσημη αρίθμηση) η οποία βαίνει συνεχώς αυξανόμενη και θυμίζει κάτι από πληθωρισμό.

Ο απλός διάλογος-παγίδα ακολουθεί στο παράδειγμα.

– Πότε μπαίνεις ρε κολλητέ;
– Την Πέμπτη...
– Καλά μη τρελαίνεσαι, κολλέγιο είναι τώρα ο στρατός! Όχι σαν τα δικά μας...
– Ναι ρε φίλε, αλλά Αυλώνα; Έχω ακούσει ιστορίες γι' αρκούδες γι' αυτό το κέντρο!
Ράδιο αρβύλα, μην δίνεις βάση. Αλήθεια, τι σειρά είσαι;
– 309, γιατί;
– Ακρίβυνε το ψάρι...
Άι γαμήσου ρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νέος φαντάρος στον λόχο. Προέρχεται από την σύντμηση / συγχώνευση των λέξεων γκάβακας και ψάρακας = γκαβόψαρο.

- Κατεβείτε κάτω γκαβόψαρα για αναφορά !!! (διαταγή του λοχία προς τους νεοπαρουσιασθέντες φαντάρους).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταναστευτικά πουλιά του στρατού, χρησιμεύουν κυρίως για να μεταφέρουν φαντάρους από την μέρα που παρουσιάζονται στη μέρα που απολύονται. Το ταξίδι αυτό διαρκεί από 6 μήνες ή 9 μήνες φτάνοντας συνήθως μέχρι και τον 1 χρόνο (365 μέρες).

- Ακούω τα λελεδόνια και τρελαίνομαι....!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλά ρε δεν υπάρχει τέτοια κλασικούρα;

Iστορία - για να τα πιάσουμε απ' αρχής:
Τα ραδιοφωνάκια (τρανσιστοράκια, διότι είχαν τρανζίστορ solid state semiconductors αντί για λάμπες tubes) λοιπόν, απαγορεύονταν να τα έχουν οι οπλίτες (φαντάρια, ψάρια, κωλοφάνταρα, κομμάτια οπλίτες) στην μονάδα τους προς αποφυγή κομμουνιστικής, ή και ιμπεριαλιστικής προπαγάνδας, μέσω βραχέων κυμάτων (φωνή Ρωσίας η Αμερικής).

Όταν λοιπόν κάποιος μανγκάκος φαντάρος είχε κάνα sony 7 transistor, ή κατιτίς τέτοιο, έπρεπε να το κρύβει κάπου, μη και το εντοπίσει η μάνα του λόχου (ο επιλοχίας) και τον μουρλάνει στην αγγαρεία. Και έτσι, το έβαζε μέσα στο άρβυλο, μιας και ήταν μικρό αλλά και το άρβυλο έζεχε.

Άλλο σημείο που το έκρυβα εγώ προσωπικά, ήταν στους ιμάντες αναρτήσεως του πλαστικού αμερικλάνικου κράνους και με ένα ακουστικό άκουγα μουσική στην πρωινή αναφορά που διαρκούσε ατελείωτα.

Εφαρμογή:
Παίζει και σαν: φημολογία

Στο ΚΨΜ club:
- Ρε τα μάθατε; Μια αλανιάρα παίρνει τηλ στο ΚΕΠΙΚ (τηλεφωνικό κέντρο μονάδος) και μιλάει με τις ώρες με τους ταβλαδόρους (οπλίτες των τηλεπικοινωνιών).
- Άσε ρε κωλόψαρο, ράδιο αρβύλα είναι το έφαγες σαν χάνος...

(από ο αυτοκτονημενος, 16/05/09)Radio Arwheiler... (από HODJAS, 26/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη προσδιορίζουσα το νερόμπατσο, μάλλον στο πιο αστείο.

- Πήγες χτες στο αντι-γλέντι που οργάνωνε η αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση Πόρου Λευκάδας στο λιμάνι;
- Ναι, γαμάτα ήτανε. Οργανώθηκε αυθόρμητο αντι-πανηγύρι με αντι-νησιώτικα. Αλλά πάνω που βγήκε να τραγουδήσει ο αντι-Πάριος μας την πέσανε οι μπουρμπουληθρόμπατσοι με τα νεροπίστολα και είχαμε ντράβαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tο κουράδι, το σκατό στις τουαλέτες των στρατοπέδων.

(Ο λοχίας σε νεοσύλλεκτο φαντάρο)
- Νέος, σήμερα σειρά σου στην Καλλιόπη.

(Μετά το πέρας της αγγαρείας)
- Νέος, εντάξει το πάλεψες το θηρίο;

Βλ. και σχετικά λήμματα κουράδα, κουράδα σε θέση offside, μουγκρί, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτική μέθοδος σφουγγαρίσματος μεγάλων χώρων, π.χ. μαγειρείων. Πετάς σαπουνάδα στο πάτωμα, και με ένα μεγάλο Ταυ (σαν αυτά που καθαρίζουν οι Πακιστανοί τα τζάμια) την πας παντού, μετά ρίχνεις άφθονο νερό με τη μάνικα, ξεπλένεις με το ταυ τη σαπουνάδα και τα πετάς όλα έξω. Είναι πολύ διασκεδαστικό, ιδίως αν έχει ζέστη - δεν δημιουργεί καθόλου την αίσθηση της αγγαρείας.

Το όνομα προέρχεται από μία άσκηση που δεν θυμάμαι ακριβώς το επίσημο όνομά της (απόβαση με πλωτά μέσα;;;), πάντως στην τρέχουσα τη λένε απλώς «πλωτά». Αυτή είναι πολύ λιγότερο διασκεδαστική.

- Εστιάτορας, το πάτωμα είναι μες στη γλίτσα. Τι καραπουτσαριό είναι εδώ;
- Μα κύριε λοχαγέ, χτες κάναμε πλωτά.
- Αντιμιλάς, εστιάτορας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έννοια αφορά κάποιον που τα έχει γραμμένα όλα στα αρχίδια του και είνα αραχτός.

(στο στρατό)

- Καλά ρε μαλάκα, φυλάει ο μαλάκας σκοπιά χωρίς κράνος και εξάρτηση;
- Μιλάμε το άτομο είναι πολύ χύμα... Κάτσε να βγεί η έφοδος και τον βλέπω στον ντάκο αύριο το πρωί!!!

Γραψαρχιδίνη (από allivegp, 22/05/09)Fukitol (από allivegp, 22/05/09)Starxidiamol (από allivegp, 22/05/09)

Δες επίσης και χύμα στο κύμα, χυμαδιό, το, χυμείο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κίτρινο σηματάκι με παραμάνα το οποίο χρησιμοποιείται από τους υποψήφιους έφεδρους βαθμοφόρους στο Πυροβολικό πριν γίνουν Δεκανείς ή Λοχίες, που το φορούν κατά τη διάρκεια της δίμηνης εκπαίδευσής τους.

Πρόκειται για «ταμπελάκι» μεγέθους 1cm X 3cm περίπου, χρώματος κίτρινου και το τοποθετούν (με χρήση παραμάνας) σε κάθε πλάι του ώμου τους (εκεί που κανονικά τοποθετούνται τα π.χ. λοχιόσημα).

- Τί έγινε ρε μαλάκα χθές το βράδυ;
- Μαλάκα τα κοπανήσαμε άγρια και κάψαμε τα καναρινόσημα όλοι μας, στο ΚΨΜ με πετρέλαιο... Από αύριο φοράμε λοχιόσημα... Επιτέλους!!! Αναβαθμιζόμαστε!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified