Further tags

Φανταρίστικη ρητορική ερώτηση. Πρώτα λες πόσες μετράς, στο κλασικό σχήμα «ν και σήμερα» και μετά κοτσάρεις την ερώτηση για να δείξεις λαρτζ, ότι και καλά δεν είναι καθόλου πολλές. Γι’ αυτό θέλει προσοχή σε ποιον απευθύνεσαι, μην βρεθείς να το παίζεις μάγκας σε κανέναν παλαιότερο.

Καμιά φορά λέγεται και από πολύ νέους, με σκοπό την αυτολύπηση και το αντρίκιο κλαψούρισμα. Εννοείται ότι σε τέτοιες περιπτώσεις η απάντηση θα ήταν «ναι, είναι πάρα πολλές» ή, πιο σκληρά, «τέσσερις φωτογραφίες και πενήντα ευρώ».

Έχει περάσει και σε χρήσεις εκτός στρατού (παρ. 4 και 5).

Βλ. και μια ζωή και σήμερα.

  1. Από εδώ:

- Παίδες είναι επιβεβαιωμένο. [...] Επομένως, οι 8μηνοι της 311 μπορούμε να ξεκινήσουμε τα λελε-τράγουδα ;).
- [...] Αν ισχύει αυτό 26 και σήμερα είναι πολλές;

  1. Από εδώ:

“300 και σήμερα! Είναι πολλέεεες;;;” Έτσι περνάει ο καιρός στον στρατό! Κάθε μέρα ο καθένας μετράει τις ημέρες του (οι έξυπνοι δεν το κάνουν ). 360 και σήμεραααα…300 και σήμεραααα…150 και σήμεραααα…κάπου εκεί σε ακούει ένας με 10 ημέρες (και σήμερα) και σου λέει (σε στύλ “Έλα Αλέκο!”)…”Πόσεεεεςςς; Αααααχαχαχαχαχαχααα!!!”. Καμία και σήμερα…είναι πολλές;

  1. Από εδώ:

ΥΓ1: Περπατώ εις το δάσος και ακούω φωνές. 134 και σήμερα είναι πολλές;
ΥΓ2: ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΕΣ

  1. Από εδώ:

- Τέσσερις και σήμερα είναι πολλές;
- 2 και σήμερα θες να πεις. Άντε να αρχίσει το Lost να γεμίσουν τα βράδια.

  1. Από εδώ (να σημειωθεί ότι γράφει γυναίκα):

Οκτώ και σήμερα είναι πολλές; Έχω πάρει χτένα σαν τους φαντάρους και κόβω δοντάκια μετρώντας τις ώρες πριν από τις διακοπές: 192 και μερικές σημερινές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο που προσδίδει στο κάλι μολότοφ ένα Ελληνοπρεπές ζενεσεκουά.

Χρησιμοποιείται τόσον από καθ' έξιν αστειάτορες όσο κι από καλοκάγαθες γιαγιούμπες δίκην μικυμάου.

Πάσα: Βράσταγκιρλ.

- Επιτέθηκαν με βόμβες μπουρλότοφ
(εδώ)

- Οι - ανήλικοι στην πλειοψηφία τους - αντιπραγματιστές χρησιμοποίησαν αυτοσχέδιες κροκέτες μπουρλότωφ για να διαρρήξουν τη θωρακισμένη είσοδο του τμήματος, καθώς και για να κάψουν δύο (παράνομα σταθμευμένα) αεροκίνητα. (εκεί)

- Μιά γεύση των όσων πρόκειται να συμβούν εδώ στο Ατινα πήραμε πρόσφατα στο Σύνταγμα, μετά το δήθεν “σκίσιμο” του κοπρανίου, από τους συντρόφους μουτζαχεντίν εξ’ ανατολών οι οποίοι έσπασαν τζάμια (και οχι τζαμιά) αναποδογύρισαν αυτοκίνητα για να ελέγξουν τις αναρτήσεις και τα λάστιχά τους και πέταξαν τις διάσημες (πλεον) βόμβες μπουρλότωφ ...
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απ’ το ρήμα αρβαλάω: προκαλώ θόρυβο, φασαρία, συχνά βροντώντας κάτι, (κι αυτό απ’ τη ρίζα -ρα- > ρήγνυμι (γ>β) > ραβάσσω > αρραβάσσω (α, ευφωνικό.) > αραβέω > άραβος > αρβαλώ).

Κυριολεκτικά σημαίνει:

1. θόρυβος, φασαρία, αναστάτωση,

2. όλοι μαζί, ο ένας πάνω στον άλλο, αλλά και με τη σειρά / αράδα,

3. λαβή κατσαρόλας (και γενικά σκεύους). Θηλυκοποιημένο, απ’ το αρβάλι που είναι μεταλλικό κινητό χερούλι καζανιού, κατσαρόλας μεσαίου μεγέθους, χύτρας, κουβά ·όταν δεν χρειάζεται να μετακινήσουμε το σκεύος, πέφτει στο πλάϊ (κάνοντας θόρυβο - αρβαλώντας).

4. Kατά τόπους:

i) χάλκινο σκεύος περίπου σε μέγεθος κατσαρόλας που είχε τέτοια λαβή, (αρβαλωτό), ii) χάλκινο δοχείο για μεταφορά νερού, πλατύτερο κάτω απ’ ότι επάνω, (αρυβαλίδα).

Επίσης (πιο σλανγκικά):

5. Χαβαλές (όπως έφη panas στον άλλο ορισμό), πλάκα (με την έννοια κάνω πλάκα), αστειότητα, μαλακία (με την πιο αθώα έννοια του κάνω μαλακίες), μπάχαλο.

6. Είμαι χαλαρά, αραχτός, αποδιοργανωμένος, χύμα, στην κοσμάρα μου, τα ‘χω γράψει όλα στ’ αρχίδια μου. Εξού κι η φανταρίστικη έκφραση αρβάλα αρμ για το χυμαδιό.

7. Παίρνω αρβάλα σημαίνει κατατροπώνω, κατανικώ, παίρνω φαλάγγι.

Υπάρχουν και:

8. Tο αρβάλησε που σημαίνει: χάζεψε, έχει χάσει τα λογικά του και δεν ξέρει τι λέει

9. O αρβάλας: ο άγαρμπος, ο ατσούμπαλος (που λέγεται στην Άρτα).

  1. «..Αχάραγα έφθασαν στη θέση «Κοτρώνι» που ‘ναι του γέρο-Ζάβαλη τ’ αλώνι, και τι χαρά που ευρήκαν εκεί Μανιάτικη σταφίδα, απλωμένη μεσ' τ’ αλώνι. Τσαρδέψαν και άρχισαν τον χορό. Χόρευαν και τραγουδούσαν με χάρη τα νεραϊδόπουλα με τα όργανα και τα ταμπούρλα.
    Μα ο γέρο-Ζάβαλης κοιμότανε κάπου κει κοντά στ' αλώνι με τον έγγονά του, τον Γιάνναρο, για να μην του κλέψουν την σταφίδα που είχε απλωμένη να λιαστεί και να ξεραθεί. Αλλ' όμως με την αρβάλα ξύπνησε ο Ζάβαλης….»

  2. «Πολύς κόσμος στο λιωφορείο. Αρβάλα ήρθαμαν.» (απ’ το λεξικό των αρχαίων Σελλών)

  3. «…Άντε Βασιλάκη, πήρες αρβάλα τους γάμους και έχεις αφήσει τους μαλάκες (που σου συμπαραστέκονταν) να βράζουν στο ζουμί τους…»

  4. «..Πολλά σχολεία έχουν όντως σοβαρά προβλήματα και οι μαθητές αντιδρούν έχοντας αιτία, αλλά σε ακόμα περισσότερα, η κατάληψη είναι απλώς... αρβάλα και μίμηση!...»

  5. «…Πολύ ποτάκι και αρβάλα με αρκετό ξενύχτι έτσι για να ξαναγεμίσουμε τις μπαταρίες μας. Αξίζει να το ρίχνεις έξω…»

  6. «…Αγόρασα κάποτε μια ξεκλείδωτη σε AGP/PCI Albatron (AMD 754 socket) μόνο και μόνο για την αρβάλα τη δούλεψα για 3-4 ώρες και μετά την έστειλα στα σκουπίδια....»

  7. «Καμιά αρβάλα ή κάποιο αξιόλογο περιστατικό έχει ν’ αναφέρει κανείς;»

  8. –Καλά ρε παιδιά ποιός ηλίθιος στέλνει τρία ανεκπαίδευτα μπατσάκια για να ξηλώσουν χασισοφυτεία στο Ηράκλειο; Ξέρετε η ΕΛΑΣ να παίρνει συμβασιούχους;
    -Λάθος! Ο ένας ήταν υποδιευθυντής της ασφάλειας και πήγαν για παρακολούθηση όχι για σύλληψη αλλά πήγαν αρβάλα αρμ.

  9. «…Σε ρεπορτάζ τοπικού σταθμού, στο σημείο του ατυχήματος, πέρναγαν μηχανάκια με οδηγούς αρβάλα αρμ, ξεκράνωτοι κτλ. Έναν μπάρμπα με παπάκι τον ρώταγαν κι έλεγε ότι έτρεχε, και ότι δεν πρέπει να τους γράφουν για κράνος μέσα στην πόλη η τροχαία, σπάνιο φαινόμενο στην Κρήτη…»

  10. «…Εσείς πάντως να ξέρετε ότι δεν κερδίζουν πάντα οι πονηροί και πως αν φύγουμε από το σενάριο ίσως μετρήσουμε πολλά (εννοεί κέρδη) όπως και στο Αλβαλάδε όπου μετά από ένα μονόλογο των Πορτογάλων ένας Ριμπερί μαζί με κάποιους ακόμη τους πήραν αρβάλα…»

(όλα απ’ το δίχτυ).

Καζάνι όπου φαίνεται το αρβάλι (από sstteffannoss, 02/01/11)Πώς σταματά η αρβάλα!! (από sstteffannoss, 03/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τουαλέτα στην χεζοσλάνγκ, και ειδικά στην στρατιωτική χεζοσλάνγκ.

- Ήρθε η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα ψάρακες. Πάω στο πεδίο βολής να ρίξω μια καλή.

Got a better definition? Add it!

Published

Στρατιωτικό καψώνι, όπου ο νέωψ κλείνεται στην ντουλάπα, του βάζουν ένα κέρμα στο στόμα, και τον υποχρεώνουν να τραγουδάει (Δες). Κατά άλλη εκδοχή πετάνε τα κέρματα από τις γρίλιες του φοριαμού (Δες).

Πάσα: Κνάσος.

Μακαρι γιατι τωρα υπηρετει φιλος μου απο Περθ Αυστραλια ανυποτακτος που θελει να ξεμπερδευει 36 χρονων και εφαγε τζουκ μποξ στη μοναδα απο δυο ντουλαπες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύστημα για εξοικονόμηση χώρου και δημιουργίας τουλάχιστον μιας επιπλέον θέσης σε μακρύ κάθισμα (όπως πάγκος, καναπές, κ.α.).

Αυτό συμβαίνει διότι όταν πολλά άτομα κάθονται το ένα δίπλα στο άλλο με τον συνηθισμένο τρόπο, οι γοφοί τους ακουμπάνε καταλαμβάνοντας ένα συγκεκριμένο χώρο ο οποίος μειώνεται σημαντικά αν κάτσουν εναλλάξ, ο ένας πολύ μπροστά και ο άλλος βαθιά και πίσω-πίσω στις θέσεις τους.

Συναντάται πολύ συχνά κατά την μεταφορά οπλιτών με οχήματα τύπου ΡΕΟ ή Στάγιερ, όπου είναι υποχρεωτικό το στριμωξίδι στον πάγκο της καρότσας για να αποφευχθεί η ορθοστασία ατόμων.

- Γιαννίκα! Αυτοί οι δύο γιατί είναι όρθιοι;
- Εεε, δε ξέρω κυρ' διοικητά...
- Να καθίσουν πάραυτα!
...
- Λοιπόν, παιδιά, κώλος μέσα κώλος έξω για να χωρέσουν όλοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν από τον ορισμό που καταχωρήθηκε πιο πριν, ο χωσιματίας περιλαμβάνει και άλλους δύο τύπους ανθρώπων:

  1. Xωσιματίας καλείται το άτομο που τα χώνει, που δεν μασάει τα λόγια του και δεν φοβάται να εξαπολύσει μύδρους ενάντια σε οτιδήποτε και οποιονδήποτε τον χαλάει, στοχεύοντας είτε σε συγκεκριμένα πρόσωπα και καταστάσεις, είτε γενικότερα και αόριστα, τσουβαλιάζοντας ασύστολα τους πάντες και τα πάντα, ασχέτως με το αν έχει δίκιο ή άδικο.

  2. Στην φανταρική ιδιόλεκτο, xωσιματίας καλείται ο στρατιώτης που αγγαρεύει άλλους, δηλ. που χώνει κόσμο, για την εκτέλεση μίας υπηρεσίας ή μίας εργασίας εντός ή εκτός στρατοπέδου. Αυτό συμβαίνει είτε λόγω ανάγκης (π.χ. μία αρρώστια), είτε συχνότερα, λόγω γνωριμίας - κολλήματος - τακιμιάσματος - συγγένειας, ενίοτε δε ακόμη και απλά εντοπιότητας, με τους εκάστοτε επιλοχίες, αξιωματικούς - υπαξιωματικούς.

Πρέπει επίσης να τονιστεί πως ο χαρακτηρισμός του χωσιματία πιάνει εξίσου και τους βαθμοφόρους του Ε.Σ., οι οποίοι δεν διστάζουν να χώσουν τόσο στρατιώτες, όσο και κατώτερους στην ιεραρχία βαθμοφόρους. Είναι δε πάγια τακτική η μετακύλιση του χωσίματος στις κατώτερες βαθμίδες της ιεραρχίας, φαινόμενο που κυριαρχεί επίσης και σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της πολιτικής και επαγγελματικής ζωής.

  1. Τελικά ο Ριζοσπάστης το παίζει «χωσιματίας» και η Λιάνα «τους» ξεπλένει: [NEMECIS, συνεντεύξεις, (όχι τυχαίες) – τεύχος Φλεβάρη 2010] με τους χαρακτηριστικούς τίτλους «Α. Λοβέρδος: Είμαστε στο χείλος του γκρεμού» και «Κατερίνα Μπατζελή: Δεν είμαι πολιτικός των δογματισμών». (Εδώ)

  2. Θεωρώ ότι η οποιαδήποτε δουλειά πρέπει να γίνεται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ό,τι δουλειά και να είναι, ακόμα και ο στρατός. Αλλιώς, δεν υπάρχει νόημα να κάνεις το ο,τιδήποτε. Ο τεμπέλης στο στρατό, είναι τεμπέλης και στη ζωή του. Ο βυσματίας στο στρατό είναι βυσματίας και στη ζωή του. Ο χωσιματίας του στρατού χώνει συναδέλφους και στην προσωπική ζωή. Αυτό το συμπέρασμα ισχύει πάντα. (Πιο' δώ)

Δες ακόμη: χώστης, χώστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με τις αναπτύξεις στρατιωτικών αρκτικολέξων, είναι ο φαντάρος που πρέπει να πάει στο ΚΕΦ (Κέντρο Ελέγχου Φρουράς) για να πάρει όπλο και να πάει στο σκοπέτο. Το κεφάτος ευφημισμός βέβαια.

- Πού πάει ο μίκυ;
- Είναι κεφάτος.

ΚεΦάτος Νάνο? (από GATZMAN, 02/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για παραδοξολογική φράση (σαν το Αλβανός τουρίστας που κυκλοφορούσε πριν κάτι χρόνια) με την οποία περιγράφονται κάποιοι **ΕΠ**αγγελματίες **ΟΠ**λίτες που, αν και βασικά Επειδή Π**είνασαν **Ορκίστηκαν **Π**άλι και αποκλείεται να φτάσουν σε υψηλούς βαθμούς όπως αυτόν του ταξιάρχου, την είδαν παρόλα αυτά πολύ εξουσία μέσα στον στρατό για τις πενιχρές σαρδέλες που διαθέτουν.

  1. (από εδώ)
    «Επίσης στη θητεία μου στον ΕΣ, και ειδικά στο 289ΤΠ Σαμοθράκης, είχα την τύχη να γνωρίσω ένα νέο είδος ζωντανού, το οποίο δεν είχα την τύχη να συναναστραφώ ξανά στην ως τα τώρα ζωή μου. Τους ΕΠ.ΟΠ. (Επαγγελματίες Οπλίτες ή Επειδή Πείνασα Ορκίστηκα Πάλι ή Έφαγα Πόρτα Όπου Πήγα). Πρόκειται για μια ιδιαίτερη ράτσα θηλαστικού, συγγενική προς τον άνθρωπο αλλά με αρκετές διαφορές. Πρόκειται για πλάσματα εξαιρετικής ευφυϊας (όταν τα συγκρίνεις με άλλους αντίστοιχους μονοκύτταρους οργανισμούς), αν και για να είμαι ειλικρινής υπάρχουν και εξαιρέσεις που όμως απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα και τη γκαντεμιά τους να βρεθούν εκεί. Επίσης αν και ιεραρχικά βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με τον απλό φαντάρο, τιμής ένεκεν λαμβάνουν από τους φαντάρους (κάποιοι κακεντρεχείς λένε ειρωνικά αλλά διαψεύδονται) διάφορους βαθμούς, έτσι έχουμε ΕΠ.ΟΠ. Ταξίαρχο, ΕΠ.ΟΠ. Υποστράτηγο, ΕΠ.ΟΠ. Αντιστράτηγο και ΕΠ.ΟΠ. Στρατηγό (βαθμός στον οποίο δεν φτάνουν ούτε οι απόφοιτοι της Σχολής Ευελπίδων). Αυτό γίνεται ίσως γιατί το τουπέ και η συμπεριφορά τους (πολλοί πάλι κακεντρεχείς λένε όχι όμως και οι ικανότητές τους) συγκρίνονται με αυτές των αντίστοιχων τιμητικών βαθμών.»

  2. (από εδώ)
    «Ακόμα κι αν οι φυλακές δεν μοιράζονται πια τόσο αφειδώς, υπάρχει ένας κύριος λόγος που οι φαντάροι δεν φοβούνται τους διοικητές κι αυτός είναι ότι κουμάντο κάνουν εν πολλοίς οι κατώτεροι αξιωματικοί και οι ΕΠΟΠ. Που είναι και το θλιβερό στην υπόθεση. Ο Ταγματάρχης παίζει generals και έξω λύνει και δένει ένας «ΕΠΟΠ-ταξίαρχος» που δεν ξέρει ούτε να γράφει το όνομά του.»

  3. (από εδώ)
    «Ναι, αυτούς τους «επαγγελματίες»...
    Που κατά 90% έχουν ύφος ΕΠΟΠ - Ταξίαρχος....

Υπάρχει και το άλλο «Επειδή Πεινάω, Όπλο Πιάνω» »

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αεροπλάνο με τις λελοτουρμπίνες που μεταφέρει τον απολυόμενο πίσω στον τόπο προέλευσης. Λέγεται κυρίως για τους απολυόμενους από την ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμη Κύπρου).

Χτες που περπατούσα στο δάσος άκουσα ένα λελοπλάνο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified