Further tags

Αυτοαναφορικώς, αυτός που τρώει το δεν μπογώ να βάλω πάνω από τγία, δηλονότι επειδή ο λοχαγός είναι ο αξιωματικός με τρία άστρα. Είναι ευφημισμός για να χρυσωθεί το χάπι της ιασονιάς, από χαιρέκακους Σλάνγκους.

Αντώνυμα: αστεράτος, στρατηγέ μου.

Πηγή: allivegp.

Χαιρέκακος Σλάνγκος: Ωραίο το λημματάκι λοχαγέ μου! Δεν σε χάλασε η προαγωγούλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φαντάρος που γλείφει τους ανωτέρούς του σε βαθμό τσιμπουκώματος για να καβατζώνεται ο ίδιος (παίρνοντας βυσματικές θέσεις ή άδειες), γαμοσειριάζοντας συνήθως τους υπόλοιπους φαντάρους.

  1. (Από εδώ)
    «@pappaki
    Παιδιά ήρθε και η σειρά μου...μπαίνω αύριο πολεμικό ναυτικό. Poros resort κτλ. Ελπίζω να περάσουμε καλά...

@kane
με το καλό μητσάρα!!! σε βλέπω σε καμμια »ειδικη θεση« τετοιος τσιμπουκαράς (κατα τα λεγομενα φιλων και συναδελφων σου) που εισαι... :D :D :D»

  1. - Τι λέει ο Ντομπρογιάννης;
    - Τσιμπουκαράς μεγάλος!
    - Γιατί ρε, εντάξει φαίνεται...
    - Πρώτο γραφείο και να μην είναι τσιμπουκαράς, δεν παίζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εργασία που εκτελείται από τους ναύτες στα πλοία για συντήρησή τους.

Θα πήξεις στο ματσακόνι, στραβόγιαννε!

Δες και ματσακονιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στραβόγιαννος αποκαλείται ο νέος ναύτης από τους παλαιότερους. Αντίστοιχο με το ψάρι στον Στρατό Ξηράς.

Θα πήξεις στραβόγιαννε.

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτική απειλητική έκφραση ανώτερου (συνήθως σπασαρχίδη υπαξιωματικού, ο οποίος είναι ενδεχομένως τσάτσος του διοικητή λόχου ή και μονάδας σε ακραίες περιπτώσεις) προς στρατιώτη που υπέπεσε σε παράπτωμα, το οποίο και αντελήφθη. Υπονοεί το δώσιμο του εν λόγω στρατιώτη και την έξοδό του στον τάκο της επόμενης ημέρας όπου θα βγει αναφερόμενος και θα αναγκαστεί να χαιρετήσει το διοικητή του, με πιθανότερο αποτέλεσμα τη λήψη καμπάνας.

Επισημαίνεται η χρήση του ενεστώτα παρά του μέλλοντα στην έκφραση, γεγονός το οποίο δίνει μια αίσθηση τετελεσμένου στην απειλή. Το φαινόμενο αυτό συναντάται και σε άλλες (μη σλανγκ) εκφράσεις στον Ε.Σ. (λ.χ. «φεύγεις για μαγειρία-σκουπίδια-οπλοασκήσεις» κλπ)

- Ψωλάρεις νέος; Είπαμε γόπινγκ όλο το προαύλιο μέχρι τις δώδεκα! Και μη δω γόπα κάτω, γιατί αύριο χαιρετάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Mάχιμος / μαχιμότητα: Υπάρχουν ήδη 2 ορισμοί, σωστοί πλην τηλεγραφικού χαρακτήρα, οι οποίοι επιβάλλεται όπως ενσωματωθούν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο.

Μάχιμος είναι:

1α. (Στρατός Ξηράς) Ο υπηρετών σε μονάδα εκστρατείας, ανεξαρτήτως της ειδικότητάς του, π.χ. μπορεί να είναι και εσχαρέας (μάγειρας). Όπως όμως τα πάντα σ' αυτή τη ζωή είναι σχετικά, έτσι και η μαχιμότητα είναι σχετική: ακόμη και η πιο προβλεπέ και μαύρη μονάδα εντός των συνόρων, δεν συγκρίνεται με το να πας ως Ειρηνευτική Δύναμη σε εμπόλεμη περιοχή (Βοσνία, Αφγανιστάν κλπ). Τότε η μαχιμότητά σου αγγίζει - και ενίοτε ξεπερνά - τα όρια της στρατοκαυλίασης.

1β. (Πολεμικό Ναυτικό) Ο υπηρετών σε πολεμικό πλοίο και όχι σε υπηρεσία ξηράς (γραφειάς/γραφειάκιας). Λέγεται και στολαίος, επειδή υπηρετεί στο Στόλο. Ο όρος αναφέρεται πλέον μόνο σε καραβανάδες (μονιμάδες), καθώς οι ναύτες (κληρωτοί), που έχουν φύγει απ' τα πλοία εδώ και 4-5 χρονάκια, τοποθετούνται για όσο κρατά η θητεία τους μόνο σε υπηρεσίες ξηράς. Οι στολαίοι παίρνουν και κάτι ρημαδολεφτά παραπάνω (επίδομα Στόλου), αλλά τι να το κάνεις αν τρώς στη μάπα τη λαμαρίνα μια ολόκληρη ζωή... Οι στολαίοι κράζουν τους γραφειάκηδες, δε θα τους χάλαγε όμως καθόλου να βρίσκονταν στη θέση τους.

1γ. (Στρατός γενικά) Ο ένοπλος, αυτός που με βάση το χαρακτηρισμό του, μπορεί να κρατήσει όπλο. Το Ι4 π.χ. δεν είναι μάχιμο, συνεπάγεται άοπλη θητεία. Ο κατεξοχήν γιωτάς είναι βέβαια ο Ι5, όμως και με Ι4 σου κολλάν τη στάμπα. Τip: ακόμη κι αν έχεις υπηρετήσει ως Ι4, μπορείς αφού απολυθείς να το αποχαρακτηρίσεις και να το κάνεις ένα πεντακάθαρο Ι1, αν βέβαια έχεις τις σωστές άκρες.

1δ. (Στρατός γενικά) Οι par excellence μάχιμοι είναι ασφάλουσλυ οι άνδρες (εσχάτως και γυναίκες) των Ειδικών Δυνάμεων: καταρχήν Ο.Υ.Κ.άδες (σλανγκιστί βατράχια ή οΰκια), επίσης λοκατζήδες, καταδρομείς, αλεξιπτωτιστές κ.α. Άπαντες πάσχοντες από οξεία στρατοκαυλίτιδα.

1ε. Αυτός που εχει εντρυφήσει στα μυστικά των πολεμικών τεχνών (καράτε, κικ-μποξ κτλ) και ωσεκτουτού είναι επαγγελματίας δείρτης και απεχθάνεται - ωιμέ! - το κλασικό ελληνικό βρομόξυλο. Σημασία που εντάσσουμε καταχρηστικά στις στρατιωτικές.

  1. Γενικά ο ενεργητικός άνθρωπος, ο ακαταπόνητος, αυτός που δεν το βάζει κάτω στις δυσκολίες, αυτός που δε μασάει με τίποτα, αυτός που στίβει τη ζωή και πίνει τους χυμούς της. Ο αεικίνητος (σα να έχει καρφιά στον κώλο του), ο ανήσυχος, ο νεωτεριστής, ο καινοπρεπής.

Η σημασία αυτή μπορεί να θεωρηθεί δευτερογενής, παράγωγη εκ της πρώτης, της αμιγώς στρατιωτικής. Τα όρια ωστόσο μεταξύ των δύο, κάθε άλλο παρά σαφή είναι: κλασικό παράδειγμα μαχιμότητας εν ευρεία εννοία, οι Αθηναίοι του Χρυσού Αιώνα του Πέρι, για τους οποίους γράφει ο Κορνήλιος Καστοριάδης στη Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας.
Εν προκειμένω η περιπτωσιολογία είναι ανεξάντλητη:

2α. μάχιμος είναι ο κοτσονάτος λεβεντόγερος (ενδεχομένως και σεξουαλικά ενεργός, αυτό όμως δεν είναι απαραίτητο).
2β. μάχιμος είναι ο ταρίφας που δεν ανήκει σε εταιρεία και την παλεύει μόνος του.
2γ. μάχιμος είναι ο δικηγόρος που εξασκεί τη λεγόμενη δικηγορία του πεζοδρομίου ή μαχόμενη δικηγορία (συνεχές τρέξιμο σε δικαστήρια κλπ) και δεν είναι βολεμένος σε κανά γραφείο με πάγια αντιμισθία κλπ κλπ

  1. Σε πορείες / διαδηλώσεις / δημόσιες διαμαρτυρίες, μάχιμοι εν ευρεία εννοία είναι βέβαια όλοι οι συμμετέχοντες, όμως εν στενή εννοία είναι ένα πολλοστημόριο του όγκου των διαδηλωτών. Συνήθως πρόκειται για το περίφημο Black Bloc, παίζει όμως και να είναι απλά κάποιοι ανερμάτιστοι μπαχαλάκηδες. Εν προκειμένω διαγράφεται ανάγλυφα το ζήτημα της σχετικοποίησης της μαχιμότητας, στο οποίο τόσο είχε επιμείνει ο xalikoutis εδώ.

  2. Στο χώρο των μηχανοκίνητων, μάχιμος χαρακτηρίζεται οδηγός καυλοτίμονος, συνήθως χεράς, που φτάνει το αμάξι/μηχανάκι στα όριά του, του ρουφάει το αίμα, το λιώνει, του δίνει τα πιστόνια στο χέρι κλπ. Ο μάχιμος κατά κανόνα διαθέτει και μάχιμο εργαλείο, πολεμικό, κωλοφτιαγμένο, χωρίς πολλά λούσα και ανέσεις. Οι έμπειροι του χώρου είναι σε θέση να ξεχωρίζουν από κάποια σημάδια στο όχημα, το βαθμό μαχιμότητας του οδηγού και τις ικανότητές του, π.χ. στις μοτοσυκλέτες μπορείς να καταλάβεις αν κάποιος πλαγιάζει επικίνδυνα - άρα είναι μάχιμος και πολεμιστής - κοιτώντας τα φαγώματα στα πέλματα των ελαστικών.

  3. Μάχιμος είναι και ο τύπος που χώνεται άνετα σε καυγάδες / μανούρες / τσαμπουκάδες, δεν κωλώνει και δεν είναι τζάμπα μάγκας.

Οι κατηγορίες 3-5 είναι στην ουσία υποκατηγορίες της 2., λόγω όμως της συχνότητας με την οποία χρησιμοποιούνται, προτιμήθηκε η αυτοτελής πραγμάτευσή τους.

1α. - Γουστάρω μαχιμότητα ο δικός σου! Τα βρόντηξε όλα και τραβήχτηκε Κόσοβο! Αλλά βέβαια είχε ανάγκη και τα γκαφρά...

1β. - Που υπηρετείς, στολαίος ή ξηρά;
- Στόλο, το κέρατό μου μέσα.
- Φρεγάτα ή Ταχέα Σκάφη;
- Άσος.
- Μάχιμος κανονικά και με το νόμο δηλαδής...

1δ. - Εγώ αγόρι μου μόνο Ειδικές Δυνάμεις πηγαίνω.. Πάντα μάχιμος ήμουνα, σιγά τωρα μην παω να κάνω κανονική θητειούλα μαζί με τους φλωρούμπες.

  1. - Ρε φίλε δουλεύεις κάθε μέρα 12 ώρες, συν Κυριακές, συν αργίες, συν τα έξτρα σου, συν δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Νταξ, είπαμε να είσαι μάχιμος αλλά μην ξεχνάς οτι έχεις και μια οικογένεια που θέλει να σε βλέπει καμιά φορά.

  2. (στο φανάρι)
    - Πωω, φάε ρε συ λάστιχο που έχει ο τύπος! Το 'χει λιώσει μιλάμε, κοντεύει να φανεί η ζάντα! - Φαίνεται μάχιμο το παλικάρι, το πολεμάει καλά...

  3. - Φίλε είχαμε τρελό σκηνικό χτες βράδυ στο μαγαζί! Κοίταξε κάποιος τη γκόμενα του Κωστάκη κι αυτός τον έκανε μαύρο στο ξύλο! Το 'ξερα πως ήταν μάχιμος, αλλά όχι κι έτσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για έναν πιο καθωσπρέπει τρόπο για να πούμε ότι δεν δίνω σημασία σε κάποιον, τον γειώνω ή, τέλος, τον γράφω στην καραπουτσακλάρα ή μαλαπέρδα ή μπαργαλάτσο μου. Απλά, η διαφορά έγκειται στο ότι χρησιμοποιούμε έναντι άλλου λήμματος τον αποδεκτό -ιατρικό άλλωστε- όρο «πέος», για να δηλώσουμε το ανδρικό αναπαραγωγικό μόριο που, στην περίπτωσή μας, λειτουργεί ως ο καταρράκτης του Νιαγάρα που ξεπλένει όλες μας τις έγνοιες και τις σκοτούρες.

(Από πραγματικό παραλήρημα καραβανά σε πρωινή αναφορά του Έψιλον Σου:)

Γιατί άργησες να κάνεις «Κλίνατε επ' ααα ιιι ου»; Δηλαδή εγώ μιλάω κι εσύ με γράφεις στο πέος σου; Έχεις μεγάλο πέος, ε; Ε, επειδή το δικό μου είναι μεγαλύτερο, πάρε 5 και βγες αναφερόμενος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε μία πράξη, η οποία είναι ελαφρώς παράτυπη στον στρατό και συνήθως γίνεται από έναν οπλίτη που πλησιάζει η απόλυσή του. Συνήθως αφορά την εμφάνιση του οπλίτη, ή την εκτέλεση παραγγελμάτων, και θα μπορούσε να υποπέσει σε πειθαρχικό έλεγχο με μικρές ποινές (γεγονός που αφήνει αδιάφορο τον φαντάρο που απολύεται).

Επίσης, λέλα είναι μια «ασθένεια» που επηρεάζει τον απολυόμενο στρατιώτη, και τον οδηγεί σε πράξεις σαν αυτές που αναφέρθηκαν παραπάνω.

  1. (Οπλίτης φορά στραβά το τζόκεϋ, και ο λοχαγός το αντιλαμβάνεται)

- Τι έγινε Πουλόπουλε; Απολύεσαι σε 2 μήνες και άρχισες τις λέλες; 2Κ από μένα για να με θυμάσαι!

  1. - Ρε κοίτα τον Ανδρέου, έχει κάτσει χύμα στη σκοπιά χωρίς το κράνος!
    - Άστον ρε συ... τον έχει χτυπήσει η λέλα κατακούτελα.

(από johnblack, 31/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται με ειδική σημασία στην Προεδρική Φρουρά, και αναφέρεται στον Εύζωνα που είναι επιρρεπής σε λάθη.

Υπονοεί πως ο Εύζωνας έχει γράσο στα τσαρούχια του και γλιστρούν. Πολύ συχνά ακούγεται και η παράφραση «Γρασσσσσς» (με τραβηγμένο το τελικό σίγμα), κυρίως διότι δίνει έμφαση, δίχως να ακούγεται πολύ δυνατά (διακριτικότητα). Άλλες παρόμοιες λέξεις είναι ο γρασούλης, και ως πρώτο συνθετικό (π.χ. Γρασο-δεκανέας).

  • Εύζωνας που πάει να χάσει την ισορροπία του *
  • Κοίτα ρε ένα γράσο της 12...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταρίστικες εκφράσεις κατά τις οποίες στην ονομαστική εορτή του πρώτου (γιορτάζει πολλές ή λίγες φορές το χρόνο, αναλόγως το σώμα) είμαι στην τσίτα, ενώ στην εορτή της δεύτερης είμαι χύμα, πολύ ή λίγο και πάλι ανάλογα με το σώμα που υπηρετώ.

βλ. επίσης: χυμαδιό , ρέκλα, χυμείο.

- Σηκωθείτε ρε στραβάδια, ήρθε του Aγίου Εγέρθητου!

- Πλάκα κάνεις ρε μεγάλε; Είμαστε με το παλιό και σήμερα είναι της Αγίας Τανάκας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified