Το παίξιμο μίας χεριάς, ενός (αριθμητικά) παιχνιδιού στο πόκερ ή στην πόκα.

Στο προηγούμενο κόλπο έγινε σφαγή! Μπήκανε τρεις με φουλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η λέξη του λήμματος δεν αναφέρεται σε αυτούς τους τσοχανταραίους. Πρόκειται για διαφορετική περίπτωση.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η λέξη σχηματίζεται από τις λέξεις τσόχα και αντάρα.

Η λέξη τσόχα παραπέμπει στην πράσινη τσόχα και κατ' επέκταση σε σχετικά μ' αυτή τυχερά παιχνίδια όπως: χαρτοπαίγνιο (31, black jack, Θανάσης, πόκερ, κ.λπ.), ρουλέτα, κ.λπ. Τα τυχερά αυτά παιχνίδια μπορούν να γίνουν σε σπίτια, σε λέσχες, σε καζίνο, κ.λπ.

Η λέξη αντάρα αναφέρεται στη μανία ορισμένων προκειμένου να πάνε στο πεδίο της μάχης (χαρτοπαίγνιο) για να ποντάρουν τεράστια ποσά, καθώς και στα διαρκή χτυπήματα τους με στόχο το μπαγιόκο, το ρεφάρισμα και την αποφυγή του φαλιρίσματος. Μιλάμε για την... αντάρα!

Οι τσοχανταραίοι εφαρμόζουν τις στρατηγικές τους και κάνουν τις σχετικές λαμογιές τους, με στόχο να εξέλθουν τροπαιούχοι απ' το πεδίο της μάχης.

Σε όλη τη διάρκεια του αγώνα, η πίεση και η αδρεναλίνη είναι σταθερά καρφωμένες πάντα στο κόκκινο. Είτε τους πάρουν τα σώβρακα, είτε κερδίσουν, αυτοί συνεχίζουν στη μαστούρα τους.

Άρα, σύμφωνα με τα παραπάνω, ως τσοχανταραίους στη συγκεκριμένη περίπτωση, χαρακτηρίζουμε τους μανιακούς των αναφερόμενων τυχερών παιχνιδιών, οι οποίοι, όπως και οι παλιοί τζοχανταραίοι, δε διστάζουν σε τίποτα προκειμένου να εκπληρώσουν την αποστολή τους (να πάνε, να παίξουν, να νικήσουν).

Βεβαίως, στα παράνομα χαρτοπαίγνια, οι τσοχανταραίοι (μανιακοί χαρτοπαίκτες) φοβούνται μην τους πιάσουν στα πράσα οι τζοχανταραίοι (μπασκίνες).

Μέγας τσοχανταραίος, ο Nick the Greek.

Συνώνυμη λέξη: τζογανταραίοι (εκ των λέξεων τζόγος και αντάρα).

-Που είναι ο Βρασίδας;
-Έχει πάει ο μαλάκας μαζί με κάτι άλλους τσοχανταραίους να ακουμπήσουν περιουσίες πάλι στην πράσινη τσόχα. Θέλει λέει να ρεφάρει για να πάρει ένα πανάκριβο μενταγιόν στη Λίλιαν, αλλά με την γκίνια που τον δέρνει τελευταία, θα χάσει και τη Λίλιαν αλλά και όλη του την περιουσία. -Του είναι πιστή η Λίλιαν;
-Μπα. Απ' ότι μαθαίνω, από τα ίχνη όπου αφήνει το αμαρτωλό σε διάφορα λήμματα, έχει πάρει, όχι απλά το Βρασίδα, αλλά και τα δέντρα.

(από GATZMAN, 23/12/08)(από GATZMAN, 23/12/08)Οι τσοχανταραίοι στην αντάρα της μάχης (από GATZMAN, 23/12/08)Ταινία"Χαρτοπάικτρα".Μια ταινία με πολλούς τσοχανταραίους και τζοχανταραίους (από GATZMAN, 23/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στάνταρ άσσος (δηλαδή νίκη του γηπεδούχου) στο ΠΡΟ-ΠΟ ή στο ΠΑΜΕ Στοίχημα. Διαφέρει από τον απλά άσσο, ως προς το οτι είναι πιο σίγουρο κι απο σίγουρο σαν ενδεχόμενο αποτέλεσμα και δεν επιδέχεται αμφισβήτησης.

  1. - Το Μπαρσελόνα - Γέιδα τι να το παίξω ρε; Ασσο λες, εε;
    - Μόνο άσσο ρε; Ασσάγκαρο!

  2. Τι έχεις ρε βλαμμένε;
    - Άσε με .... θα'πιανα 1500 ευρώ στο Στοίχημα και μ'έφαγε η πουτάνα η Μπάγερν...
    - Γιατί ρε μαλάκα, τι την έπαιξες;
    - Έπαιζε με την Άαχεν, αδιάφορο ματς,το είχα βάλει διπλό ημίχρονο, χι τελικό, και έβαλε γκολ, ρε μαλάκα, αν έχεις το θεό σου, στο '92!
    - Ε μα ρε παπάρα, αυτό ήταν ασσάγκαρος απο 'δω μέχρι το Μόναχο, και πήγες και το έβαλες ΧΙ! Πάρτα τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νικώ, κερδίζω.

Από την λέξη «ρόμβος».

Κάποια παιδικά παιχνίδια (όπως το κουτσό), είχαν έναν ρόμβο που σημείωνε το νικητήριο τέλος της διαδρομής και όποιος έφτανε εκεί πρώτος έκανε ρόμβο-ρόμπο-ρούμπο.

Ρούμπος = η επιτυχία, η νίκη.
Σε ρούμπωσα = σε νίκησα.

Ε, να έχουμε και μία σεμνή λέξη για την νίκη μας. Είπαμε σλανγκ, αλλά αν μας καλέσουν για γκολφ και νικήσουμε, μην πλακώσουμε τον άλλον στα «σου έσκισα τα βάρδουλα ρε πούστη», «σου γάμησα τα πρέκια ρε παπάρα», δεν σηκώνει, θα ξεφτιλιστούμε σε τέτοιο «κωλομεγλειφάτο» περιβάλλον. :-) Ενώ ένα «σας ρούμπωσα» αγαπητέ μου, αφήνει άλλες εντυπώσεις.

- Ποιος κέρδισε στο τάβλι ρε;
- Εγώ ρε, τον ρούμπωσα τον Κώστα.

(από vip, 23/03/09)(από Βασίλης-7, 28/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καθένας από τους δύο ακραίους της επιθετικής τριπλέτας στο ποδοσφαιράκι. Συνήθως απαγορεύεται το σκοράρισμα με αυτούς τους παίκτες, με εξαίρεση την κόντρα.

Στο εντελώς στρέιτ ποδοσφαιράκι, ο μεσαίος «σφίγγει», περιμένει τον αντίπαλο να «πιάσει» την άμυνα, «αλλάζει» με τον πούστη και μετά «καρφώνει».

Δουλεύει τον πούστη με την σπόντα.

(από Τσακ εις την μέσην, 25/10/10)

Δες και μπανιστήρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ημαθία): Το «ελεύθερο» στη μπάλα (=είδος ποδοσφαίρου, που παίζεται στο τσιμέντο των ελληνικών πόλεων).

Παραφθορά εκ του Αγγλικού free kick, αλλά όχι βέβαια σύμφωνα με τους κανονισμούς της F.I.F.A. (!) Δηλαδή, όταν πετούσαμε τη μπάλα ψηλά, (να «σκάσει» κάτω τρεις φορές), είτε στην αρχή του παιχνιδιού, προκειμένου να πάρει τη μπάλα μια από τις δυο ομάδες, είτε κατά την διάρκεια του παιχνιδιού, εν είδει ελευθέρου σουτ.

Ρήμα: Πετάω φιρικί.
Συνώνυμο: (Ρίχνω) στον κούτουπο (Πάτρα) / πλακωτούρα

(Ημαθία) = Πετάω κάτι ψηλά κι όποιος το πιάσει του ανήκει (όχι όμως μπάλα, αλλά π.χ. χρήματα, υπερατού κτλ).

Ανάλογο, αγγλιστί: Finder's - keeper's.

-Γιατί δε δίνετε φάουλ ρε ; Αφού με σακάτεψε !
-Τζατζάρισμα ήτανε !
-Καλά ρε, μην τσακώνεστε, έλα, ντάξει, θα πετάξουμε φιρικί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στο άθλημα της υδατοσφαίρισης (water polo), φουνταριστός είναι ο κατεξοχήν επιθετικός παίχτης, ο πλέον προωθημένος. Δουλειά του είναι να βάζει τη μπάλα στο πλεχτό, κάτι που θεωρητικά ξέρει καλύτερα από κάθε άλλο συμπαίκτη του. Για να το πετύχει αυτό είναι μονίμως «αγκυροβολημένος» μπροστά στο αντίπαλο τέρμα (goalpost) περιμένοντας την κατάλληλη πάσα από κάποιον περιφερειακό.

    Η θέση του φουνταριστού είναι η πλέον εκτεθειμένη, κάτι σαν να βρίσκεσαι στο λάκκο με τα κωλοδάχτυλα. Διότι, αν και το πόλο είναι γενικά «αντρικό» και σκληρό παιχνίδι, το ξύλο που τρώει ειδικά ο φουνταριστός δεν περιγράφεται. Δέχεται πολλά «βρόμικα» χτυπήματα (κάτω από το νερό) που ο διαιτητής δεν σφυράει διότι α) πολύ απλά δεν τα βλέπει, β) το ξύλο είναι αναπόσπαστο μέρος του αθλήματος.

    Εννοείται πως μόλις ο φουνταριστός πάρει πάσα, έχει στη διάθεσή του ελάχιστα κλάσματα του δευτερολέπτου να κινηθεί και να σκοράρει, πριν πέσουν πάνω του οι αντίπαλοι αμυντικοί και γίνει της Κορέας...

  2. Στο πόλο ο όρος είναι πλήρως καθιερωμένος, χρησιμοποιείται όμως και σε άλλα αθλήματα, όπως το ποδόσφαιρο. Και πάλι, φουνταριστός είναι εν προκειμένω ο βασικός επιθετικός της ομάδας, ο γκολτζής απ' τον οποίο όλοι περιμένουν το θαύμα.

    Λέγεται και κυνηγός, επειδή κυνηγάει α) πάσες συμπαικτών του, που προσπαθούν να τον «βγάλουν» σε θέση για γκολ, β) το ίδιο το γκολ.

    Λέγεται επίσης και εννιάρι. Αυτό το νούμερο φόραγαν παλιά στη φανέλα οι βασικοί κυνηγοί μιας ομάδας, ενώ έγινε μέχρι και ταινία βασισμένη σε ομώνυμο μυθιστόρημα του Μ. Κουμανταρέα. Τώρα βέβαια έχουν αλλάξει τα πράγματα: ο βασικός γκολτζής μπορεί να φοράει φανέλα με ότι νούμερο του καυλώσει, π.χ. 79 ή 00 και άλλα άκυρα...

  3. Στο τάβλι. Στην παραλλαγή του πλακωτού, φουνταριστός είναι το πούλι εκείνο που ο παίχτης «προωθεί» ριψοκίνδυνα, χωρίς κάλυψη, με σκοπό να πλακώσει / χτυπήσει πούλι του αντιπάλου σε ευαίσθητη θέση, δλδ κοντά στη μάνα / μαμά (ει δυνατόν και την ίδια τη μαμά, οπότε η σεμνή τελετή περατούται πάραυτα). Γι' αυτόν που γουστάρει να παίζει με αυτόν τον τρόπο, λέμε ότι την έχει δει καμπόης, το δε παιχνίδι τρέπεται εις καουμπόικο.

    Ο φουνταριστός του ταβλιού λέγεται και κυνηγός (όπως ο ποδοσφαιρικός φουνταριστός), λέγεται όμως και μπάτσος (που ψάχνει να «συλλάβει» κάποιο αντίπαλο πούλι). Τέλος, οι ναυτικοί μας χρησιμοποιούν τον όρο βατσιμάνης (από το watchman), θέλοντας να περιγράψουν αυτό ακριβώς το πούλι που βγήκε από το μαντρί «για να κόψει κίνηση».

  1. Ο προπονητής του ΝΟΛ, Νίκος Βλαζάκης, θέλει τον φουνταριστό του παίκτη να είναι πραγματικό «θηρίο». Να είναι δηλαδή πάνω από δύο μέτρα και με μεγάλη δύναμη στις φάσεις.
    Από εδώ.

  2. Ροντρίγκο, ο πράσινος φουνταριστός έρχεται! Ένας παγκόσμιος πρωταθλητής έκλεισε στον ΠΑΟ!
    Από εδώ.

  3. Μπα, τι βλέπω αγορίνα μου, βγάλαμε και μπάτσο να μας φυλάει; Ακόμα δε βγήκες απ' τ' αυγό σου, μας θες και καουμποϊλίκια; Εμένα που με βλέπεις έχω κάνει στη θάλασσα, και κάτι τέτοιους βατσιμάνηδες τους τρώω για πρωινό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παμπάλαιος σλανγκ όρος. Με πολλαπλές χρήσεις. Αναφέρω τις κυριότερες:

  • Ποδόσφαιρο: Ένας παίχτης που κυριολεκτικά σέρνεται μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Είτε παίζει είτε δεν παίζει, ένα και το αυτό.
  • Ιππόδρομος: Ένα άλογο που σπανίως τερματίζει, και αν γίνει το θαύμα και τερματίσει καταλαμβάνει την αριθμητική θέση των συμμετεχόντων αλόγων (π.χ. όγδοο στα 8 που έτρεχαν). Υπάρχει και ιπποδρομία κουτσάλογων (όλα τα κουτσάλογα τρέχουν μαζί).
  • Υπάλληλος: Κάνει εντελώς τα ανάποδα απο αυτά που του λες. Όχι μόνο δεν προσφέρει, αλλά καταστρέφει κιόλας.
  • Κωλόμπαρο: Η κονσοματρίς που στο τέλος της βάρδιας της, αντί να πληρωθεί, το αφεντικό της ζητάει να πληρώσει τα ποτά που ήπιε.

    Ο όρος προέρχεται από την χρηστικότητα του συγκεκριμένου συμπαθέστατου ζώου, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το γεγονός ότι πρέπει να πατάει γερά και στα τέσσερα πόδια του. Δυστυχώς, ένα κουτσό άλογο ισοδυναμεί με ένα άχρηστο στην αρχή και νεκρό στη συνέχεια άλογο.

-Ο πρόεδρος υποσχέθηκε ότι θα κάνει μεταγραφές του χρόνου. -Ποιος ξέρει τι κουτσάλογο θα μας κουβαλήσει πάλι...

-Όλα τα λεφτά στο 5, έχω πληροφορία.
-Άσε μας ρε Λάκη. Όλο σότα μας δίνεις. Ο ΤΡΕ ΜΠΙΕΝ (το 5) είναι γνωστό κουτσάλογο. εγώ σε πάω στοίχημα, ότι δεν θα τερματίσει καν...

(από electron, 02/09/09)(από electron, 02/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος από τον ιππόδρομο. Αναφέρεται στους χρόνους προπόνησης του αλόγου (συνήθως σε ρυθμό ρελαντί) σε αντίθεση με τους επίσημους χρόνους της κούρσας. Κάποιες φορές ο όρος χρησιμοποιείται και σαν συνώνυμος του «προπονείται» ή καλπάζει με σταθερό ρυθμό, αναφερόμενος πάντα σε άλογο ιπποδρόμου.

Ο όρος προέρχεται από το αγγλικό ρήμα «gallop», που σημαίνει καλπάζω. Και εξελληνίστηκε από τους αλογομούρηδες με την κατάληξη -άρω, όπως συνέβη με πολλά ξένα ρήματα, π.χ. ρεφάρω (που τέτοια τύχη), αριβάρω, σκαπουλάρω, ντουμπλάρω κ.ο.κ.

....... Αν σταματήσει ένα άλογο από τον ιππόδρομο για 10 μέρες δεν το βάζεις απ' ευθείας να τρέξει. Το αναλαμβάνει ο προπονητής, το γκαλοπάρει και το ελέγχει με τον τρόπο του για να δει εάν είναι έτοιμο να τρέξει. Σε περίπτωση υποτροπιασμού....

... Θα προτιμήσω δηλαδή χωρίς πολύ σκέψη ένα άλογο που γκαλοπάρει σταθερά, κάθε 8-10 μέρες για δυο μήνες με χαλαρές δουλειές από ένα άλογο που μου παρουσιάζει μόνο δυο γκάλοπς, έστω και αν το ένα από αυτά είναι πολύ δυνατό...

(από ιπποδρομιακούς ιστότοπους)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην πρέφα, στο μπουρλότο και στο μπριτζ σημαίνει το ασυνόδευτο φύλλο σε κάποιο χρώμα, π.χ. αν ο παίκτης έχει μόνο τον ρήγα μπαστούνι και κανένα άλλο μπαστούνι, λέμε «έχει ξερό ρήγα».

Στο ποδόσφαιρο σημαίνει το γήπεδο χωρίς χόρτο, την αλάνα.

Δυστυχώς, ο όρος χρησιμοποιείται και από εξαρτημένα άτομα, όταν λείπουν οι σχετικές ουσίες, π.χ. «Τρεις μέρες ξερός είμαι, ρε μαλάκα, τα 'χω παίξει».

  1. Παίξαμε σε ξερό και μας έφυγε ο τάκος!

  2. - Έχει κανα ξύδι;
    - Μπα, ξερός είμαι.

  3. Βγήκε στο ξερό του, ο μαλάκας, και μπήκαμε μέσα!

Για την τελευταία σημασία βλ. και στεγνώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified