Further tags

Η φυλακή. Ειδικότερα, το βαθύ και ανήλιαγο κελί. Είναι παραφθορά της τούρκικης λέξης zindan που ακριβώς σημαίνει μπουντρούμι.

Χρησιμοποιείται και κυριολεκτικά (βλ. παράδειγμα 1) αλλά είναι μάλλον σπάνιο. Πιο συνηθισμένη είναι η έκφραση για το γκιζντάνι (βλ. παράδειγμα 2) που σημαίνει ότι κάτι είναι Γ.Τ.Π. (γου-του-πού), φορ δε πουτς ον δε ράιντ και τελείως για φτύσιμο.

Μια ειδική χρήση της λέξης (βλ. παράδειγμα 3) συναντάμε στο τραπέζι της πόκας. Στο γκιζντάνι λέμε ότι βρίσκεται/πάει κάποιος που χάνει πολλά και συνεχώς αγοράζει κάβες ή βγάζει λεφτά απ' την τσέπη.

  1. (Από το www.mpakouros.com)
    Άιντε να σε δούμε παλικάρι, που είσαι εσύ. Αν δεν ήταν ο Κολοκοτρώνης σήμερα θα μιλούσες σερβοκροάτικα, και θα σε λέγαν Αμπντούλ. Θα ήσουν δε σε κάνα τουρκικό γκιζντάνι...

  2. - Άσε με ρε, με τον πάλτουρα... Αυτός ο παίκτης δεν κάνει ούτε για την Αναγέννηση Επανομής... Για το γκιζντάνι είναι...

  3. - Τι έγινε, Γιαννάκη; Καλό κόλπο πήρες... Ρέφαρες; - Είσαι καλά, κόρη μου; Στο γκιζντάνι είμαι, κανονικά... Χίλια γιούρια χωμένος είμαι...

Ένα πολύ γλυκό τούρκικο τραγουδάκι για το Μπόντουμ. Αφιερωμένο εξαιρετικά στους απανταχού ανεξίτουρκους... (από HODJAS, 21/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τον όρο καθιέρωσε ο Γιάννης Μηλιώκας με το ομώνυμο τραγούδι, όπου το ρήμα κλινόταν σε όλα τα πρόσωπα.

Η επωδός ήταν ως εξής:

«Κι εν τω μετα-ξύνομαι, ξύνεσαι, ξύνεται,
ξυνόμαστε, ξυνόσαστε, ξύνονται,
και όλοι γενικά είναι στο ξύσιμο,
και σύννεφο πάει το βρίσιμο»!

Προφανώς, παράγεται απ' το αρχαίζον «εν τω μεταξύ» και το αγαπημένο ρήμα του Νεοέλληνα, το «ξύνομαι».

Λέγεται για μεταβατικές περιόδους, όπου έχουμε χάσει κάτι σημαντικό, ελπίζουμε σε κάτι σημαντικότερο, κι εν τω μεταξύ τα ξύνουμε. Εφαρμόζεται ιδιαίτερα στην επαγγελματική, ερωτική και πολιτική ζωή. Πιστεύω ότι για την κυριαρχία του ρήματος στην καθημερινή ζωή του Νεοέλληνα έχει παίξει ρόλο η θρησκευτικότητά του. Με τους απωλεσθέντες παραδείσους και τα μεγάλα εσχατολογικά οράματα, στο μεσοδιάστημα των οποίων εντωμεταξύνεται, περιμένοντας τον Γκοντό, τον Μπψηλό, τον Χοντρό ή όποιον άλλο. Έχει παίξει ρόλο και η γραφειοκρατία μας, με θεσμούς, όπως το αλήστου μνήμης ΔΙΚΑΤΣΑ (το ΔΟΑΤΑΠ έχει κάπως βελτιωθεί προς τιμήν του), την θητεία στο στρατό που πετσοκόβει κάθε επαγγελματική συνέχεια, και δημιουργεί κάπου μια τριετία ξυσαρχιδιού πριν, κατά την διάρκεια και μετά. Επίσης, οι κυβερνήσεις που ούτε κάνουν την δουλειά τους, ούτε πέφτουν (και δεν εννοώ μόνο το προφανές παράδειγμα, τό 'χουμε ξαναδεί το έργο). Αλλά και οι αναποφάσιστες γκόμενες που σε κρατάνε στο περίμενε, μια στο καρφί και μια στο πέταλο. (Υποθέτω ότι υπάρχουν κι αντίστοιχοι άντρες). Δηλαδή οι γκόμενες που θες να τις ματώσεις, αλλά εν τω μεταξύ τα ματώνεις...

Για όλους τους παραπάνω λόγους το κράτος και το σύστημα είχαν ενθαρρύνει το εθνικό μας παιχνίδι, το ΞΥΣΤΟ, ώστε να ποιούμε την ανάγκη φιλοτιμία. Αφού τα ξύνουμε, που τα ξύνουμε, να κερδίζουμε και τίποτα...

-Αλήθεια, τι κάνει ο γιος σας ο Λαλάκης;
-Τι να κάνει το παιδί; Γύρισε απ' την Οξφόρδη με το Μάστερ του και περιμένει ένα χρόνο το ΔΟΑΤΑΠ να του το αναγνωρίσει. -Κι εν τω μεταξύ;
-Εν τω μεταξύ, εντωμεταξύνεται. Άνεργος είναι...

-Και πώς πάει η ερωτική σου ζωή ρε Μένιο;
-Γάμησέ τα! Με παράτησε στα κρύα του λουτρού η Μαριλού. Κι έχω απ' την άλλη και την Λίλιαν, που την πολιορκώ δυο χρόνια, και μου κάνει τα γλυκά μάτια μα δεν λέει να ενδώσει...
-Κι εν τω μεταξύ;
-Εντωμεταξύνομαι!

-Ένα πράγμα θέλω ρε πούστη μου! Να ξημερώσει μια μέρα που δεν θα μας κυβερνάει Καραμανλής, Παπανδρέου ή Μητσοτάκης!
-Κι εν τω μεταξύ;
-Εντωμεταξύ, εντωμεταξυνόμαστε όλοι μας...

Γ. Μηλιώκας: Εντωμεταξύνομαι (από Ο ΑΛΛΟΣ, 18/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταβλαδόρικη έκφραση, που λέγεται ταυτόχρονα με το κλείσιμο του δικάπακου εξάπορτου, όταν εγκλωβίζονται μέσα σ’ αυτό ένα ή περισσότερα πούλια του αντιπάλου και ο αντίπαλος μένει μαγκωμένος κι ανήμπορος στη γωνίτσα του, ενώ ο εξαπορτούχος του σφίγγει σιγά-σιγά τον κλοιό, ώσπου να τον «φάη» εν τέλει.

Εξηγείται ότι πρόκειται μόνο για δικάπακο (δηλ. πόρτες-πλακωτό όπου χρειάζονται κατ’ ελάχιστον two to tango για να κάνεις «πόρτα», είτε με δικά σου πούλια είτε με ένα τουλάχιστον δικό σου κι ένα του αντιπάλου πιασμένο), διότι στο μονόκουκκο ή μονόπορτο παιγνίδι της «φεύγας», μπορείς να κάνεις εξάπορτο μεν, αλλά δεν μπορείς να «φας» τα πούλια του αντιπάλου.

Προφανώς αποτελεί παρομοίωση προς το στρίμωγμα του συμπαθούς –πλην πονηρού– ζωακίου στην φωλίτσα του, από κανά πιο ζόρικο ζώο. Άλλωστε κι άλλα ζώα π.χ. ο αστακός και το χταπόδι, όταν απειλούνται, χώνονται ολοένα και βαθύτερα στο θαλάμι τους, με αποτέλεσμα πολλές φορές να την πατάνε και να γίνεται ο τάφος τους. Ίσως όμως και να προέρχεται από την παροιμία «ο θάνατος της αλεπούς είναι της κότας ζήση».Ποιος μύτη;

Λέγεται και «θάνατος της αρκούδας», αλλά μάλλον πρόκειται για σύμφυρση με την αργκοτική έκφραση – ομπρέλα της αρκούδας = πάρα πολύ (π.χ. ξύλο, χώσιμο, γαμήσι, κρύο, ύπνος κλπ / βλ. και ιταλ. di brutto).

Έτσι και κάτσει όμως καμιά γκέλα στον εξάπορτο και αναγκαστεί να «τσακίσει» (δηλ. να χαλάσει το φρούριό του – έκφραση δανεική απ’ το βορειολλαδίτικο χαρτοπαίγνιο «μπουρλότ») και ν’ αφήσει δίοδο στον αντίπαλο, τότε ο τελευταίος την πουλεύει ψέλνοντας με χαρά το «Αναστάς ο Ιησούς» κλπ (μέρες που είναι)...

- Τώρα θα φέρω τις εξαιρετικές (Σ.Σ. εξάρες) μου, να την κάνω από δωμέσα!
- Ασσόδυο σου κάνει;
- Ωωωωχχχ! Δε με βλέπω καλάααα!
- Ώπα της, διόδια (Σ.Σ. διπλές)! Δυο στο πεντάρι και δυο στο εξαράκι σου. Ετοιμάσου τώρα για τον θάνατο της αλεπούς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεπερνάω τον εαυτό μου. Αγγλιά ολκής.

Επίσης, αν δεν απατώμαι (διορθώστε με), είναι όρος στο Στοίχημα.

  1. Ο Μάκης που δε μιλάει ποτέ, έκανε όβερ χθες το βράδυ και όλη νύχτα της τα έσουρε της Σάσα κανονικότατα.

  2. Αφού έκανες όβερ μέχρι και τη Μπουλόν, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τοίχος του μπιλιάρδου σε μορφή υποκοριστικού. Προκύπτει από το «μπρικόλα» που σημαίνει το ίδιο.

Μάλλον παράγεται από το αγγλικό μπρικ (τούβλο), εξ ου και ο τοίχος. Η κατάληξη ιταλίζει όμως και ίσως να οφείλεται στο ότι το έχω ακούσει να λέγεται έτσι από επτανήσιους.

Χρησιμοποιείται μεταφορικά στη φράση «μου 'φυγε το μπρικολέτο» και έχει την έννοια ξαφνιάστηκα, εξεπλάγην, μου 'φυγε το τσερβέλο, το καφάσι, κλπ.

Η λέξη και η έκφραση κυκλοφόρησε για λίγο στα τέλη του '80 και μετά εξαφανίστηκε, τουλάχιστον εγώ δεν την ξανάκουσα. Όποιος γνωρίζει κάτι παραπάνω, ελεύθερα να συμπληρώσει και να τροποποιήσει τον ορισμό.

  1. Έλα, δεν είναι δύσκολη στεκιά, παίξε την πράσινη με μπρικόλα στη μέση και θα μπει.

  2. Τι λε ρε φίλε, δεν το πιστεύω, μού 'φυγε το μπρικολέτο!

Βλέπε και γαλλικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νικώ, κερδίζω.

Από την λέξη «ρόμβος».

Κάποια παιδικά παιχνίδια (όπως το κουτσό), είχαν έναν ρόμβο που σημείωνε το νικητήριο τέλος της διαδρομής και όποιος έφτανε εκεί πρώτος έκανε ρόμβο-ρόμπο-ρούμπο.

Ρούμπος = η επιτυχία, η νίκη.
Σε ρούμπωσα = σε νίκησα.

Ε, να έχουμε και μία σεμνή λέξη για την νίκη μας. Είπαμε σλανγκ, αλλά αν μας καλέσουν για γκολφ και νικήσουμε, μην πλακώσουμε τον άλλον στα «σου έσκισα τα βάρδουλα ρε πούστη», «σου γάμησα τα πρέκια ρε παπάρα», δεν σηκώνει, θα ξεφτιλιστούμε σε τέτοιο «κωλομεγλειφάτο» περιβάλλον. :-) Ενώ ένα «σας ρούμπωσα» αγαπητέ μου, αφήνει άλλες εντυπώσεις.

- Ποιος κέρδισε στο τάβλι ρε;
- Εγώ ρε, τον ρούμπωσα τον Κώστα.

(από vip, 23/03/09)(από Βασίλης-7, 28/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην χειρότερη κατάσταση στην οποία θα μπορούσε να πέσει ένας άνδρας.

Άσ' τα να πάνε φίλε μου, με διώξανε απ' τη δουλειά, η σπιτονυκοκυρά μου μού έκανε έξωση, οι λογαριαμοί τρέχουν... Το μουνί και το μπουκάλι μ' έφεραν σ' αυτό το χάλι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το εξαιρετικό ντεκαβάζ ορμώμενος, ας βάλω ακόμη ένα λιθαράκι στον σλάγκειο Όλυμπο.

Τσέπη εν τω πόκειω χώρω καλείται το ενθυλακωμένο χρήμα, το οποίο συνήθως δεν δύναται λάβει μέρος στο εξελισσόμενο παίγνιο, χάριν των ισορροπιών.

Όπως γράφει και ο electron, στο τραπέζι παίζει ό,τι έχει μπει στην κάβα, για να υπάρχει ένας έλεγχος στα ποσά που αλλάζουν χέρια (σε φιλικά τραπέζια πάντα). Αν κάποιος ζητήσει να παίξει με τσέπη, σημαίνει συνήθως ότι έχει καλό χαρτί και θέλει να σκουπίσει το τραπέζι. Αυτός είναι ένας κακός άνθρωπος και να μην τον παίζετε.

Η τσέπη παίζει σε κάποιες παραλλαγές που μπορεί ο παίκτης να «αγοράσει» μπαλαντέρ σε μεταβαλλόμενη τιμή, η οποία δεν μπορεί να προδικασθεί.

- Γιώργο, μιλάς!
- ..................
- Ε...
- Τσέπη παίζει;
- Πάσο!
- Πάσο!
- .......
- Όχι ρε παπάρα, δεν παίζει τσέπη, ένα απλό νεκροταφειάκι παίζουμε. Το γάμησες πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καμία σχέση με το «ντεκαπάζ», παρ' ότι κάνει ωραία ρίμα. Χαρτοπαικτικός όρος της πόκας, που αφορά την αναδιοργάνωση ενός τραπεζιού αφού συμπληρωθεί κάποια ώρα παιχνιδιού ή στην περίπτωση που κάποιος καινούριος (ή κάποιοι) θέλουν να μπουν σε ένα τραπέζι που παίζει για αρκετή ώρα.

Ντεκαβάζ σημαίνει ότι τελειώνει το παρόν παιχνίδι, εξαργυρώνονται οι μάρκες (γίνεται κάβα) και ξεκινάει καινούριο παιχνίδι με τους ίδιους παίκτες, ή με καινούριους και με καινούριο αρχικό κεφάλαιο, ίδιο για όλους. Δηλαδή οι κερδισμένοι παίρνουν τα κερδισμένα λεφτά, τα βάζουν στην τσέπη και ξεκινάνε όπως και οι χαμένοι (ή και οι καινούριοι παίχτες) με το ίδιο ποσό «πάνω στο τραπέζι», καινούρια παρτίδα.

Disclaimer
Ο όρος αυτός είναι ελληνικός (μάλλον) και αποτελείται από το γαλλικό «de» (δηλώνει τέλος, βγάλσιμο από μία κατάσταση, απόσυρση), τον όρο «κάβα», και την γαλλική κατάληξη -αζ (για το εύηχο του πράγματος). Δηλώνει ότι ξαναγίνεται κάβα (η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, σε ευρηματικότητα, και σε ελπίδα για ρεφάρισμα!!).

  1. - Βλέπω ότι είστε τέσσερις. Να μπω κι εγώ;
    - Τέσσερις είμαστε, αλλά πρέπει να δείξεις φως, και αρκετό!!
    - Γιατί, το παραγαμήσατε πάλι;
    - Κοίταξε, για να μπεις τώρα, πρέπει να βάλεις κοντά στα τετρακόσια. Στο τραπέζι, όπως τα έχω υπολογίσει, χοντρικά παίζουν 1200 ευρώ.
    - Να μου λείπει το βύσσινο...
    - Ας ερχόσουν από την αρχή, που ήταν η κάβα εκατό. Τώρα η κάβα είναι τετρακόσια. Ή περίμενε, αν έχουν όρεξη, να πάμε για ντεκαβάζ.
    - Φωνάξτε, αλλά πριν τις τρεις.

  2. - Καλησπέρα, όλοι οι καλοί μαζεμένοι...
    - Πολλά λες, ξεκινάμε;
    - Άντε, τα ίδια με χθες;
    - Μέρες που 'ναι, λέω να ανεβάσουμε την κάβα. Εκατό για ξεκίνημα, και μίνιμουμ μετά ένα τριαντάρι. Αντίρρηση κανείς;
    - Μέσα, αλλά για να μην το γαμήσουμε, ας βάλουμε όριο. Πρώτο ποντάρισμα ένα ευρώ, δεύτερο 2 ευρώ, και μετά όποιος θέλει ας τουφεκά... - Και στις δύο, ντεκαβάζ, χωρίς διαμαρτυρίες, αλλιώς χαμηλώστε την κάβα, ή δηλώστε ώρα λήξης.
    - (ομοβροντία) Καλώς!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση παρμένη από την ιδιόλεκτο του καζίνο όπου, για το παιχνίδι της ρουλέτας, σημαίνει ότι η μπίλια καταλήγει και σταθεροποιείται σε έναν από τους τριάντα επτά αριθμούς-υποδοχές του περιστρεφόμενου πάνελ, ολοκληρώνοντας την ιδιόμορφη κλήρωση του παιχνιδιού.

Σλανγκιστί, χρησιμοποιείται κυρίως στην έκφραση πού θα κάτσει/έκατσε η μπίλια για να:
1. Δηλώσει ότι τελικά συνέβη κάποια συγκεκριμένη από τις πολλές πιθανές περιπτώσεις στην εξέλιξη ενός γεγονότος που δεν εξαρτάται από εμάς.
2. Δείξει ότι κάποιος αποφάσισε επιτέλους για κάτι, αμφιταλαντευόμενος επί υπερβολικό χρόνο ανάμεσα στις επιλογές του.

  1. - Σειρά βγήκε η μετάθεσή σου;
    - Όχι ρε γαμώτο, παραμένοντας είμαι κι εγώ. Και πρέπει να ξέρω, έχω την δικιά μου να μου ζαλίζει τον έρωτα, έχω τη δουλειά και ανάλογα πού θα είμαι πρέπει να οργανωθώ από τώρα για να βγάζω κανένα χαρτζηλίκι...
    - Όπως όλοι οι αβυσμάτωτοι φίλε... Περιμένουμε να δούμε πού θα κάτσει η μπίλια...

  2. - Ταβερνούλα ή μπαράκι τελικά;
    - Δεν ξέρω ρε συ... Μπαράκι. Οι άλλοι τι θέλουν;
    - Δεν έχουνε πρόβλημα, εσύ είσαι επισκέπτης στην πόλη, όπου πεις εσύ θα πάμε. Λέγε!
    - Εε, ταβερνούλα τότε, να τα πούμε κιόλας; Ή θα πέσουμε; Μήπως κανένα μπαράκι με καλό κόσμο;
    - Άντε να δούμε πού θα κάτσει η μπίλια... Αποφάσισε πια! Πεινάς ή διψάς;
    - Καμιά καλή παράσταση παίζει;
    - Θα σ' αφήσω μέσα...

(από patsis, 18/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified