Further tags

Ρώσικη ρουλέτα είναι τρόπος μονομαχίας, κατά τον οποίο ο καθένας από τους αντιπάλους αυτοπυροβολείται στο κεφάλι με περίστροφο, του οποίου μία ή δύο μόνον από τις θαλάμες έχει σφαίρα.

Η έννοια κλειδί για τον επερχόμενο ορισμό είναι η ανάληψη ενός υψηλού ρίσκου που μπορεί να έχει άμεση επίδραση στη ζωή κάποιου.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση ορίζουμε ως ρώσικη ρουλέτα, τη σεξουαλική περίπτυξη, κατά την οποία ο άνδρας δε φορά κράνος. Αυτό μπορεί ενδεχομένως να οδηγήσει σε παρασημοφόρηση του τολμούντος. Στην περίπτωση αυτή ισχύει η ρήση:«Ο φορών κράνος νικά».

Αλλιώς ανοίγει η πόρτα μόλυνσης σε μολυσματικές ασθένειες με προεξάρχουσα το AIDS (σύνδρομο ανοσοποιητικής ανεπάρκειας).

Ως γνωστόν, η πιθανότητα παρασημοφόρησης μπορεί να επισπευσθεί στην περίπτωση που κάποιος έχει σεξουαλικές επαφές με αρκετούς σεξουαλικούς συντρόφους.

1.Με ή χωρίς προφυλακτικό; Το χωρίς είναι σαν να θέλεις να παίζεις ρώσικη ρουλέτα. Αν πάλι είσαι τόσο τολμηρός, εγώ το σέβομαι. Αλλά παίξε ρώσικη ρουλέτα με την πάρτη σου, μόνος σου, με κανονικό πιστόλι και όχι με τις ζωές των άλλων. Το πρόβλημα, ηλίθιε, δεν είναι ότι θα κολλήσεις εσύ, το πρόβλημα είναι ότι θα κολλήσεις και τους άλλους. Άλλο η αυτοκτονία και άλλο η μαζική δολοφονία.
Δες
Πέτρος Κωστόπουλος

  1. Η ρώσικη ρουλέτα δεν έχει πάντα καλή κατάληξη.
    Αυτό το οποίο σήμερα με εξοργίζει είναι το γεγονός ότι τα κρούσματα αυξάνονται πάλι. Γιατί ; Πόσοι πρέπει να πεθάνουν σε αυτό το ολοκαύτωμα ώστε να σταματήσει ; Πόσο μολυσμένο αίμα πρέπει να χυθεί ; Το δικό μου πάντως δεν θα χυθεί
    Δες

3.τι να πω.. μου κάνει εντύπωση αυτή η εντελώς ανεύθυνη συμπεριφορά (μην παρεξηγηθείτε γιατί αλήθεια είναι) οχι του φρι ειδικότερα.. όλων σας γενικότερα που παίζετε ρώσικη ρουλέτα μέχρι να φάτε το κεφάλι σας κ να τρεχετε...
Δες

  1. -Λέω να παώ το Σαββάτο να βρω τη δίμετρη τη Ρωσίδα τη Νατάσα για εισαγωγές-εξαγωγές.
    -Μην πας όμως, όπως το συνηθίζεις να πηγαίνεις στο γήπεδο.
    -Ωχού καλά...
    -Πρόσεξε. Μην παίζεις τη ζωή σου στη ρώσικη ρουλέτα. Άκου τη γριά πουτάνα. Πρόσεξε ρε καημένε μη σου κάνει η πουτάνα, πουτινιές και πουτανιές και σε παρασημοφορήσει. Κι όχι με απλό
    παράσημο, αλλά με το Μεγαλόσταυρο+).
    -Μην ανησυχείς. Δε μολύνεται το αίμα μου. Έχω αίμα Ομάδας Ε. Απόλυτα συμβατό με την κατάσταση.
    -Π ρ ό σ ε χ ε !
Τι απέφερε ο τζόγος της αυτοπροσφοράς κάποιου στη ρώσικη ρουλέτα; (από GATZMAN, 30/12/08)Εγκλήματα. "Τι άλλα νέα;" (από patsis, 10/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τον όρο καθιέρωσε ο Γιάννης Μηλιώκας με το ομώνυμο τραγούδι, όπου το ρήμα κλινόταν σε όλα τα πρόσωπα.

Η επωδός ήταν ως εξής:

«Κι εν τω μετα-ξύνομαι, ξύνεσαι, ξύνεται,
ξυνόμαστε, ξυνόσαστε, ξύνονται,
και όλοι γενικά είναι στο ξύσιμο,
και σύννεφο πάει το βρίσιμο»!

Προφανώς, παράγεται απ' το αρχαίζον «εν τω μεταξύ» και το αγαπημένο ρήμα του Νεοέλληνα, το «ξύνομαι».

Λέγεται για μεταβατικές περιόδους, όπου έχουμε χάσει κάτι σημαντικό, ελπίζουμε σε κάτι σημαντικότερο, κι εν τω μεταξύ τα ξύνουμε. Εφαρμόζεται ιδιαίτερα στην επαγγελματική, ερωτική και πολιτική ζωή. Πιστεύω ότι για την κυριαρχία του ρήματος στην καθημερινή ζωή του Νεοέλληνα έχει παίξει ρόλο η θρησκευτικότητά του. Με τους απωλεσθέντες παραδείσους και τα μεγάλα εσχατολογικά οράματα, στο μεσοδιάστημα των οποίων εντωμεταξύνεται, περιμένοντας τον Γκοντό, τον Μπψηλό, τον Χοντρό ή όποιον άλλο. Έχει παίξει ρόλο και η γραφειοκρατία μας, με θεσμούς, όπως το αλήστου μνήμης ΔΙΚΑΤΣΑ (το ΔΟΑΤΑΠ έχει κάπως βελτιωθεί προς τιμήν του), την θητεία στο στρατό που πετσοκόβει κάθε επαγγελματική συνέχεια, και δημιουργεί κάπου μια τριετία ξυσαρχιδιού πριν, κατά την διάρκεια και μετά. Επίσης, οι κυβερνήσεις που ούτε κάνουν την δουλειά τους, ούτε πέφτουν (και δεν εννοώ μόνο το προφανές παράδειγμα, τό 'χουμε ξαναδεί το έργο). Αλλά και οι αναποφάσιστες γκόμενες που σε κρατάνε στο περίμενε, μια στο καρφί και μια στο πέταλο. (Υποθέτω ότι υπάρχουν κι αντίστοιχοι άντρες). Δηλαδή οι γκόμενες που θες να τις ματώσεις, αλλά εν τω μεταξύ τα ματώνεις...

Για όλους τους παραπάνω λόγους το κράτος και το σύστημα είχαν ενθαρρύνει το εθνικό μας παιχνίδι, το ΞΥΣΤΟ, ώστε να ποιούμε την ανάγκη φιλοτιμία. Αφού τα ξύνουμε, που τα ξύνουμε, να κερδίζουμε και τίποτα...

-Αλήθεια, τι κάνει ο γιος σας ο Λαλάκης;
-Τι να κάνει το παιδί; Γύρισε απ' την Οξφόρδη με το Μάστερ του και περιμένει ένα χρόνο το ΔΟΑΤΑΠ να του το αναγνωρίσει. -Κι εν τω μεταξύ;
-Εν τω μεταξύ, εντωμεταξύνεται. Άνεργος είναι...

-Και πώς πάει η ερωτική σου ζωή ρε Μένιο;
-Γάμησέ τα! Με παράτησε στα κρύα του λουτρού η Μαριλού. Κι έχω απ' την άλλη και την Λίλιαν, που την πολιορκώ δυο χρόνια, και μου κάνει τα γλυκά μάτια μα δεν λέει να ενδώσει...
-Κι εν τω μεταξύ;
-Εντωμεταξύνομαι!

-Ένα πράγμα θέλω ρε πούστη μου! Να ξημερώσει μια μέρα που δεν θα μας κυβερνάει Καραμανλής, Παπανδρέου ή Μητσοτάκης!
-Κι εν τω μεταξύ;
-Εντωμεταξύ, εντωμεταξυνόμαστε όλοι μας...

Γ. Μηλιώκας: Εντωμεταξύνομαι (από Ο ΑΛΛΟΣ, 18/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός κινήσεων πλήκτρων και μοχλού προ της χορηγίας κερμάτων στο παίγνιο μπούμπλε-μπούμπλε, με σκοπό την απόκτηση βελτιωμένων ιδιοτήτων (παπουτσάκι, μαστιχούλα), τα οποία ανακτώνται αυτομάτως, ασχέτως του εάν χάσεις μπαρμπαδάκι.

Εάν ενθυμούμαι καλώς το power up για το παπουτσάκι ήταν:
αριστερός μοχλός αριστερά και επάνω (τρις) + άλμα!
για τη δε μαστιχούλα:
δεξιός μοχλός δεξιά-αριστερά (δις) και φούσκα!

Μεταφορικά εχρησιμοποιήτο και ως ερμηνευτικό εργαλείο για απρόσμενες επιδόσεις κάποιου.

Αρχικά:
- Έλα γρήγορα να κάνουμε power up πριν μας δει ο Μάριος και μας την λέει πάλι.

Μεταφορικά:
- Ρε συ, τι κάνει το πουλί; το ένα χλατςμετά το άλλο!
- Έκανε power up και έγινε χεράς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η λέξη του λήμματος δεν αναφέρεται σε αυτούς τους τσοχανταραίους. Πρόκειται για διαφορετική περίπτωση.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η λέξη σχηματίζεται από τις λέξεις τσόχα και αντάρα.

Η λέξη τσόχα παραπέμπει στην πράσινη τσόχα και κατ' επέκταση σε σχετικά μ' αυτή τυχερά παιχνίδια όπως: χαρτοπαίγνιο (31, black jack, Θανάσης, πόκερ, κ.λπ.), ρουλέτα, κ.λπ. Τα τυχερά αυτά παιχνίδια μπορούν να γίνουν σε σπίτια, σε λέσχες, σε καζίνο, κ.λπ.

Η λέξη αντάρα αναφέρεται στη μανία ορισμένων προκειμένου να πάνε στο πεδίο της μάχης (χαρτοπαίγνιο) για να ποντάρουν τεράστια ποσά, καθώς και στα διαρκή χτυπήματα τους με στόχο το μπαγιόκο, το ρεφάρισμα και την αποφυγή του φαλιρίσματος. Μιλάμε για την... αντάρα!

Οι τσοχανταραίοι εφαρμόζουν τις στρατηγικές τους και κάνουν τις σχετικές λαμογιές τους, με στόχο να εξέλθουν τροπαιούχοι απ' το πεδίο της μάχης.

Σε όλη τη διάρκεια του αγώνα, η πίεση και η αδρεναλίνη είναι σταθερά καρφωμένες πάντα στο κόκκινο. Είτε τους πάρουν τα σώβρακα, είτε κερδίσουν, αυτοί συνεχίζουν στη μαστούρα τους.

Άρα, σύμφωνα με τα παραπάνω, ως τσοχανταραίους στη συγκεκριμένη περίπτωση, χαρακτηρίζουμε τους μανιακούς των αναφερόμενων τυχερών παιχνιδιών, οι οποίοι, όπως και οι παλιοί τζοχανταραίοι, δε διστάζουν σε τίποτα προκειμένου να εκπληρώσουν την αποστολή τους (να πάνε, να παίξουν, να νικήσουν).

Βεβαίως, στα παράνομα χαρτοπαίγνια, οι τσοχανταραίοι (μανιακοί χαρτοπαίκτες) φοβούνται μην τους πιάσουν στα πράσα οι τζοχανταραίοι (μπασκίνες).

Μέγας τσοχανταραίος, ο Nick the Greek.

Συνώνυμη λέξη: τζογανταραίοι (εκ των λέξεων τζόγος και αντάρα).

-Που είναι ο Βρασίδας;
-Έχει πάει ο μαλάκας μαζί με κάτι άλλους τσοχανταραίους να ακουμπήσουν περιουσίες πάλι στην πράσινη τσόχα. Θέλει λέει να ρεφάρει για να πάρει ένα πανάκριβο μενταγιόν στη Λίλιαν, αλλά με την γκίνια που τον δέρνει τελευταία, θα χάσει και τη Λίλιαν αλλά και όλη του την περιουσία. -Του είναι πιστή η Λίλιαν;
-Μπα. Απ' ότι μαθαίνω, από τα ίχνη όπου αφήνει το αμαρτωλό σε διάφορα λήμματα, έχει πάρει, όχι απλά το Βρασίδα, αλλά και τα δέντρα.

(από GATZMAN, 23/12/08)(από GATZMAN, 23/12/08)Οι τσοχανταραίοι στην αντάρα της μάχης (από GATZMAN, 23/12/08)Ταινία"Χαρτοπάικτρα".Μια ταινία με πολλούς τσοχανταραίους και τζοχανταραίους (από GATZMAN, 23/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωρίς λεφτά. Χωρίς μία. Πανί με πανί.

Όρος της πόκας. Στην πόκα μένεις ταπί όταν ποντάρεις τα ρέστα σου. Έχεις, ας πούμε, 1,000 γιούρια μπροστά σου και θέλεις, για κάποιο λόγο, να τα σπρώξεις όλα - λες, λοιπόν, ή «τα ρέστα μου» ή «χίλια και ταπί». Αν χάσεις το κόλπο, θα πρέπει να φύγεις από το τραπέζι ή να βγάλεις κι άλλα λεφτά από την τσέπη. Στη δεύτερη περίπτωση λέμε ότι πας στο γκιζντάνι.

Ευρέως λέγεται και η έκφραση «ταπί και ψύχραιμος». Κυριολεκτικά, σημαίνει ότι τα ρισκάρω όλα αλλά δεν πανικοβάλλομαι. Στην πράξη, χρησιμοποιείται κυρίως σκωπτικά για κάποιον ο οποίος είναι μονίμως απένταρος, το 'χει συνηθίσει και δεν ιδρώνει πλέον το αυτί του.

Η λέξη προέρχεται από το γαλλικό tapis = χαλί, ίδια ρίζα με τον τάπητα. Στα χαρτιά, τάπητας εννοείται η πράσινη τσόχα και είσαι ταπί όταν ακριβώς το μόνο που έχεις έχεις μπροστά σου είναι μια μεγάλη, πράσινη έκταση χωρίς ίχνος από μάρκες και άλλα τέτοια περιττά αντικείμενα που διασπούν την ενότητα του τοπίου.

- Χίλια και ταπί ...
- Και ψύχραιμος, έτσι Γιωργάκη; ... σε πιστεύω, ρε πστ ... πάσο ...
- Το πάσο απόθανε ... εγώ τα βλέπω ... τι έχεις, ρε καραγκιόζη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ρέστα είναι το υπόλοιπο. Αυτό που μένει. Ό,τι έχει μείνει και δεν μείνει. Ό,τι έχω και δεν έχω. Από το ιταλικό resto αλλά η λατινογενής ρίζα της λέξης υπάρχει σε πολλές Ευρωπαϊκές γλώσσες.

Η έκφραση δίνω ρέστα είναι άκρως πολυσήμαντη.

  1. Στην μη σλανγκ εκδοχή της, σημαίνει απλά επιστρέφω στον πελάτη τη διαφορά ανάμεσα στα χρήματα που μούδωσε και την αξία αυτού που αγόρασε. (παρ. 1)

  2. Στην γλώσσα της πόκας, δίνω ρέστα σημαίνει ποντάρω τα πάντα, ως και την τελευταία μάρκα. Επίσης λέγεται και λέω τα ρέστα μου, πάω τα ρέστα μου, βάζω τα ρέστα μου, παίζω τα ρέστα μου ή - για όσους έμαθαν πόκα απ'το ίντερνετ - all in. (παρ. 2) Φυσικά, όταν πάω τα ρέστα μου, είμαι, ή θέλω να δείξω ότι είμαι, απόλυτα βέβαιος για το φύλλο μου. Έτσι, από την πόκα η έκφραση έχει περάσει και αλλού για να δείξει την τέλεια σιγουριά. (παρ. 3)

Όταν λέω ρέστα μένω, εννοείται, ταπί - ή, και ταπίν.

  1. Δίνω ρέστα στην τρέχουσα αργκό σημαίνει ενθουσιάζομαι, τρελλαίνομαι με κάτι, κόβω τις φλέβες μου, μ' αρέσει κάτι όσο δεν πάει. (παρ. 4 & 5)

  2. Επίσης στην τρέχουσα αργκό, δίνω ρέστα σημαίνει και κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ, υπερβάλλω τον εαυτό μου, κάνω καταπληκτική εμφάνιση. (παρ. 6 & 7)

  3. Σπανιότερα, δίνω ρέστα μπορεί να σημαίνει το ίδιο από την αρνητική του πλευρά - δηλαδή, κάνω υπερπροσπάθεια, το παρακάνω και, κατά συνέπεια, εξαντλούμαι. Η φράση εδώ χρησιμοποιείται περίπου ως συνώνυμο του τα φτύνω ή τα παίζω. (παρ. 8 & 9)

Πολύ διαφορετική είναι η έκφραση ζητάω (τα) ρέστα - ενώ φταίω για κάτι, προσπαθώ να μεταθέσω την ευθύνη και να βγω κι από πάνω.

  1. Ένας ταξιτζής στην Ελλάδα δεν θα καταφέρει ποτέ να σου χαλάσει το χαρτονόμισμα που του δίνεις. Κι ας είναι υποχρεωμένος από το νόμο να μπορεί να σου χαλάσει ακόμα και 100 ευρώ, σαν κατάστημα ... Θα απαιτήσει να στρογγυλοποιηθεί η τιμή του ταξιμέτρου, και δεν θα σου δώσει ποτέ τα ρέστα σου ακριβώς - μα ποτέ! - κάτι σαν με-το-έτσι-θέλω μπουρμπουάρ! (Από το fug.gr)

  2. Λέω ντούκου και πίνω μια γουλιά καφέ, εκείνος με περιμένει να αφήσω την κούπα κάτω και ανοίγει με 1000. Χτυπάει με φοβερή συνέπεια από την αρχή, δεν μπορεί να κάνει πίσω τώρα (σκέφτομαι). Αν θέλει να με βγάλει θα έβαζε ρέστα, άρα τι θέλει να μου πεί; Έχω μπερδευτεί. Πιθανότατα έχει φουλ, ξέρει ότι είναι δυνατός, αλλά δεν υπολογίζει ότι εγώ είμαι ακόμη πιο δυνατός!! (Από το http://valtanapane.wordpress.com/)

  3. - Εμένα δεν μου το βγάζεις απ' το μυαλό ... πάω ρέστα ότι γαμιέται αβέρτα κουβέρτα κι ας το παίζει παρθενοπιπίτσα ...

  4. Λάτρεψα πολλές ταινίες, αυτή που με σημάδεψε όμως είναι το «Άνθρωπος στο φεγγάρι'' (Μan on the moon) με τον Τζιμ Κάρευ. Δίνω τα ρέστα μου γι' αυτόν τον ηθοποιό ... (Από το www.giapraki.com)

  5. Από τα άλλα μου αρέσει πάρα πολύ η κοτόσουπα, η φασολάδα και οι φακές αλλά δίνω ρέστα για πίτες όλων των ειδών (ποντιακές και βλάχικες) πλην της γαλατόπιτας, αυτή δεν μπορώ να την φάω με τίποτε. (Από το www.neos-forum.com)

  6. Θεϊκό!!!! Έδωσες ρέστα!!! (Σχόλιο σε φόρουμ από το www.lifo.gr)

  7. Κι επειδή την Μαριάντα Πιερίδη δεν αρκεί μόνο να την ακούμε αλλά επιβάλλεται και να την βλέπουμε, το παρόν single περιλαμβάνει και το video clip του τραγουδιού «Θα δώσω ρέστα» που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Γκάβαλος! Η νέα Μαριάντα Πιερίδη κυριολεκτικά δίνει ρέστα! Δεν έχετε παρά να το διαπιστώσετε! (Από το air.greekradio.de)

  8. Είμαι ψώνιο γενικά, το παραδέχομαι, εκεί όμως που δίνω τα ρέστα μου είναι στην επιλογή των αεροπορικών εταιριών... εκεί φτάνω στον κολοφώνα του ψώνιου μου... Δόγμα μου είναι «όσο πιο περίεργα, πιο μπερδεμένα, πιο μυστήρια, πιο στραβά τόσο πιο καλά...» (Από το www.travelstories.gr)

  9. Έδωσα ρέστα σήμερα και η μέρα δεν έχει πάει ακόμη για ύπνο. Που σημαίνει ότι μπορεί να το παρακάνω… κι άλλο! (Από το www.blogosfaira.com)

Βάζει τα ρέστα του. Συγκεκριμένα, τα σπρώχνει. (από poniroskylo, 21/12/08)Η Μαριάντα δίνει ρέστα (από poniroskylo, 30/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κιμωλία που τρίβεται στη μύτη της στέκας στο μπιλιάρδο. Προέρχεται από την τουρκική λέξη για την κιμωλία, tebeşir. Πιό αργκό συνώνυμα: φάλτσο, μαντέκα.

  1. Όσο τα σκέφτομαι [...] τόσο μου θυμίζει τις εκπληκτικές δικαιολογίες που σκαρώναμε για να δικαιολογήσουμε στην κυρία, γιατί δεν ετοιμάσαμε την εργασία που είχαμε για το σπίτι. Ή [...] τον τύπο που κερατώνει την γυναίκα του και πριν μπει στο σπίτι τρίβει λίγο τεμπεσίρι στα χέρια του και τα ρούχα του. Όταν η κυρά του τον αρπάζει από τα μούτρα και του φωνάζει «που ήσουν;», εκείνος ομολογεί την ύπαρξη ερωμένης, για να γυρίσει η σύζυγος τα χέρια του και όλο καμάρι για το αστυνομικό της δαιμόνιο να του φωνάξει «πάλι μπιλιάρδο έπαιζες!». (από ιστολόγιο)

  2. Λίγο τεμπεσίρι στην άκρη της στέκας, ένα χαμόγελο αυτοπεποίθησης και οι καραμπόλες ορίζουν τη βραδιά με βερεσέ αναψυκτικά. (από 'δώ)

  3. Παίζω μπιλιάρδο στην Κεϋλάνη / με ένα χαμάλη απ' το λιμάνι / Μα εκείνος έκανε χαρακίρι / γιατί είχε χάσει το τεμπεσίρι («Ζόμπι, το ξύπνημα των νεκρών», Τζίμης Πανούσης)

Νήσος Τεμπέσιρος (από GATZMAN, 26/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη επιστημονικής φαντασίας που εκφράζει κάτι ιδεατό. Αποδίδεται σε σημείο στο στοίχημα που υποτίθεται ότι είναι άχαστο και χωρίζει το σύνολο της ανθρωπότητας σε δύο εντελώς άνισα μέρη: Στους μαλάκες που δεν θα εκμεταλλευτούν την ευκαιρία για εύκολο κέρδος και στους αίλουρους που θα πλουτίσουν. Στην ουσία αποτελεί λέξη-ιδέα για κάτι που ίσως υπάρξει. Γνωρίζουμε τις ιδιότητές του, γνωρίζουμε το «σχήμα» του, γνωρίζουμε και τη χρησιμότητά του, αλλά απλά δεν υφίσταται. Ακριβώς όπως και το φωτόσπαθο, η μηχανή του χρόνου, τα ιπτάμενα αυτοκίνητα και τα γένια του φίλου μου του Χρήστου που γνωρίζουμε πώς θα είναι όταν δημιουργηθούν.

Λέξη-κράχτης γνωστών «παραγωγών» του ραδιοφώνου, το καλύτερο δόλωμα για τη μαρίδα του στοιχήματος, ο χειρότερος διώχτης για τους «γκουρού» και γενικά μία φράση που πολύ χρησιμοποιείται από τους κύκλους του αθλητικού τζόγου.

(Από γνωστή εκπομπή «μεγαλοπαραγωγού» ραδιοφώνου της Σαλονίκης)

- Έλα Παρ, λέω να παίξω στο στανταράκι το 238 τετραψήφιο ποσό. Ο μεγάλος άσος της Ίντερ έρχεται και πληρώνει. Καταλαβαίνω ότι όποιος δεν έχει φράγκα χάνει μεγάλη ευκαιρία αλλά, έτσι είναι η ζωή... άδικη.
- Δικέ μου λυπάμαι που είναι μέση του μήνα και είμαι στεγνός. Τα φράγκα θα πέσουν όπως και ο Καραγκούνης!

(Θα έγραφα για τον Άρη στον τελικό κυπέλλου που πάνω κάτω είπε τα ίδια αλλά 1ον: Με αυτό το παράδειγμα φαίνεται καλύτερα η ειρωνία, και 2ον: Πονάει ακόμα ρε γαμώτο...)

Συνώνυμο: σιγουράκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκαντέμης, ο κατσικοπόδαρος, ο Μητσοτάκουλας.

Εμπνευσμένο από τον ομώνυμο φίλο του Τιραμόλα, ο οποίος κυκλοφορούσε στο σχετικό κόμικ μονίμως με ένα συννεφάκι βροχής πάνω από το κεφάλι του. Σε ένα πανάρχαιο τεύχος δε, η γκαντεμιά του συνετέλεσε στην κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τους Σταυροφόρους (τι θυμάται ο άνθρωπος).

Απηρχαιωμένο πλέον, χρησιμοποιείται μόνο από υπερήλικες αναγνώστες Μικυμάου, καθώς η νέα γενιά αγνοεί τελείως τον ήρωα, υφιστάμενη την απαλλοτρίωση στην οποία την εξωθεί η ντόπια αντίδραση και η εισαγομένη υποκουλτούρα μπλα μπλα μπλα ….

- Γαμώ την Αγία Καραμέλα τη ρουφιάνα, είναι η τρίτη φορά που φέρνω χασσόδυο στο καπάκι!
- Αμάν μωρ' αδερφάκι, τι Ιωνάς είσαι και σύ! Μήπως καλύτερα να το γύριζες στο εργόχειρο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλάγη του ασσόδυο, όπου ο ρίπτων ανθίζεται το αναπόφευκτο, γιατί στο τάβλι, σε αντίθεση με το σκάκι, καλή η εμπειρία αλλά πρέπει και να το 'χεις!

Το χασσόδυο είναι ιδιαίτερα εκνευριστικό:
α) στις πόρτες στο μάζωμα,
β) στο φεύγα στο άπλωμα
γ) στο γκιουλ γενικώς

Αντίθετα στο πλακωτό το χασσόδυο μπορεί να είναι και θεϊκή ζαριά, όταν κάνεις τις μηχανές κράτει και τα νεύρα του άλλου τελατίνι.

- Όχι ρε συ, πάλι χασσόδυο!
- Έλα, τι να πώ και 'γω που φέρνω όλο πεντάρες.
- Α, θα στο σπάσω το κεφάλι σήμερα, δεν γλυτώνεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified