Η οδική μεταφορά με στρατιωτικό όχημα για τα εφόδια του λόχου (τρόφιμα, κονσέρβες, ψωμιά κ.λπ.).
— Σήμερα ποιός οδηγός είναι να πάει για ώνια;
— Ο Δημητρίου.
Η οδική μεταφορά με στρατιωτικό όχημα για τα εφόδια του λόχου (τρόφιμα, κονσέρβες, ψωμιά κ.λπ.).
— Σήμερα ποιός οδηγός είναι να πάει για ώνια;
— Ο Δημητρίου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρυσή αποκαλούνταν παλιά από τον κόσμο και τους πρακτικούς γιατρούς ο ίκτερος, μια ασθένεια του ήπατος. Το όνομα αυτό δόθηκε εξαιτίας του χρώματος που είχε ο ασθενής όταν νοσούσε από την ασθένεια.
Τι έπαθε ο Νικολάκης;
Άσε, έβγαλε τη χρυσή!
Got a better definition? Add it!
Ανακατεμένα, χωρίς καμιά απολύτως τάξη, αχταρμάς. Και οι δύο λέξεις είναι αρχαία επιρρήματα που έχουν την κατάληξη –δην, την οποία συναντούμε και σε πολύ γνωστά επιρρήματα.
Το φύρδην παράγεται από το ρήμα φύρω, συμφύρω πιο συχνά, που σημαίνει ανακατεύω. Το μίγδην παράγεται από το ρήμα «μείγνυμι», δηλ. ανακατεύω. Πρόκειται για λέξεις συνώνυμες και όταν χρησιμοποιούνται μαζί σημαίνουν πολύ ανακατεμένα, χωρίς καμιά απολύτως τάξη: π.χ. Είναι όλα φύρδην μίγδην, καρέκλες, βιβλία, βάζα, πιάτα, τρόφιμα.
- Ρε, τι θα γίνει τελικά με την ασφάλισή σου, μίλησες με τον εργοδότη σου;
- Μίλησα, αλλά δεν βγάζεις άκρη, φύργδην μίγδην, άρτσι μπούρτσι και λουλάς. Άλλα του λέω, άλλα μου απαντάει. Γάμησέ τα...
Got a better definition? Add it!
Συμμαζεύω, οργανώνω, σχηματίζω μία υπόθεση.
-Θα φορμάρει την δικογραφία και θα προχωρήσει σε δίκη.
Got a better definition? Add it!
Υποκοριστικό: φοντανάκι, φουντανάκι
Μικρό γλύκισμα (σοκολατάκι, ζελεδάκι κλπ.) που χρησιμοποιείται για κέρασμα. Η λέξη προέρχεται από το Γαλλικό fondant που αναφέρεται σε μία βάση ζαχαροπλαστικής (ζάχαρη, νερό κλπ.) που χρησιμοποιείται συνήθως για την κάλυψη ή διακόσμηση κέικ (σε αυστηρά ζαχαροπλαστικούς όρους τα fondant για κάλυψη και διακόσμηση είναι διαφορετικά).
Τα φοντάν αποτέλεσαν μία από τις πιο γλυκιές αμαρτίες των παιδιών μεσοαστικών οικογενειών των δεκαετιών του 60 και 70. Η νοικοκυρά που σεβόταν τον εαυτό της έπρεπε να είχε υποχρεωτικά στο σπίτι ανά πάσα στιγμή μια φοντανιέρα με φοντάν. Ήταν ζήτημα τιμής να υπάρχει ένα μικρό γλύκισμα για να κεραστεί ο απρόσμενος επισκέπτης. Ήταν θέμα τιμής για την μεσοαστική νοικοκυρά να έχει φοντάν (Ευρωπαϊκού τύπου γλύκισμα), καθώς τα άλλα εναλλακτικά κεράσματα της στιγμής ήταν τα γλυκά του κουταλιού και το υποβρύχιο, τα οποία ήταν δηλωτικά φτώχειας (μιλάμε για το 60 και το 70, μην κοιτάτε που σήμερα το γλυκό του κουταλιού και το υποβρύχιο είναι λάιφ στάιλ). Συνήθως η φοντανιέρα με τα φοντάν ήταν κρυμμένη σε μυστική τοποθεσία για να αποφευχθεί η κατανάλωση των φοντάν (και άρα το ντρόπιασμα της νοικοκυράς) από τα παιδιά του σπιτιού. Έλα όμως που κάθε παιδί που σεβόταν τον εαυτό του έπρεπε να ανακαλύψει την μυστική τοποθεσία και να καταναλώσει ΟΛΑ τα φοντάν!
Ένα άλλο τραγελαφικό που μπορούσε να συμβεί όμως, γινόταν όταν αφενός τα παιδιά του σπιτιού δεν κατάφερναν να ανακαλύψουν την φοντανιέρα και αφετέρου τύχαινε να μην υπάρχει επισκέπτης για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αν υπήρχε λοιπόν μια ξαφνική επίσκεψη, γινόταν αντιληπτό ότι τα ξεχασμένα φοντάν έχουν αλλοιωθεί και είτε είναι πέραν κάθε σκέψης το κέρασμά τους στον επισκέπτη, είτε το κέρασμα ακολουθούσε (μετά από λίγη ώρα) μακροχρόνια επίσκεψη στην τουαλέτα προς αποβολή του στομαχικού ή εντερικού περιεχομένου (σοκολατάκια ξεχασμένα για τρεις μήνες σε συνθήκες ελληνικού καλοκαιριού αποτελούν το καλύτερο υπόστρωμα ανάπτυξης σαλμονέλας και άλλων βακτηριδίων).
Το φουντάν είναι ουσιαστικά η «βλάχικη» προφορά του φοντάν και έχει γίνει θρυλικό από την αναφορά του από τον Ζήκο (Χατζηχρήστο) στην ταινία «Της κακομοίρας».
- Τι θα σας κεράσουμε;
- Ένα φοντάν θα το έπαιρνα ευχαρίστως!
Got a better definition? Add it!
Χρονική περίοδος ακαθόριστης διάρκειας που τη χρησιμοποιούμε όταν εξιστορούμε τις εμπειρίες ή φάσεις της ζωής μας. Και καλά δηλαδή, το κάναμε κι αυτό, το ζήσαμε και το άλλο, το γευτήκαμε και το δείνα, όλα σε ανέμελους, χαλαρούς, και κουλ ρυθμούς, γιατί είμαστε λαρτζ τύποι και δεν μας πειράζει να μείνουμε ξέμπαρκοι (κάνα φεγγάρι) στο Νησί του Ροβινσώνα, χωρίς να παίζει ρόλο για πόσο ακριβώς.
Παίζει πολύ όταν αναφερόμαστε σε σχέσεις και εργασιακή εμπειρία.
Πριν τα φτιάξω με την Κρίστυ, τα είχα με τη Λάουρα για ένα φεγγάρι.
Πέρασα κι εγώ ένα φεγγάρι από την 33 ΤΑΞΥΠ.
Σωστό νεκροταφείο αθλητών ο Θρύλος προ του Μπάγεβιτς! Μέχρι και ο Ρασίντ Γεκινί είχε παίξει στο Θρύλο για ένα φεγγάρι, αλλά σωστή μπάλα δεν είδαμε.
Βλ. και τέρμινο
Got a better definition? Add it!
Ζόρικη λεξούλα, λόγια, κυριλέ ή τουλάχιστο mainstream για πολλούς, που –φυσικά– σημαίνει τον υπερθετικό βαθμό/κορυφή (summit)/επιτομή του φαύλου, διεφθαρμένου, ανήθικου, αχρείου ανθρώπου. Η βρώμικη δουλειά γίνεται με το τρυκ της επανάληψης της λέξης φαύλος, με τη μεσολάβηση του τοπικού επιρρήματος «επί», δηλαδή φαύλος επί φαύλου ==> φαυλότητας το ανάγνωσμα πρόσχωμεν.
Το έτυμον του φαύλος ανάγεται στο <αρχ. φαύλος < *φλαύλος, συγγ. του φλύω (= φλυαρώ).
Σας ασπάζομαι,
Ο θείος Φαύλος
Χα! Θα βάλει τάξη στο ΙΚΑ ο Διοικητής του! Ποιός; Ο για χρόνια φαυλεπίφαυλος που εμφανίζεται τώρα τιμητής της χρηστής διοίκησης! Πλάκα με κάνεις ρε καρντάσι; Ούσουτου, το αρχιλαμόγιο.
Got a better definition? Add it!
Ο όρος χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση σε δηλώσεις που δεν περιλαμβάνουν υπονοούμενα, αλλά κραυγαλέα νοούμενα. Δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις:
Δηλώσεις ΛΑΟΣπρόβλητων ηγετών που με συνομωσιολαγνία προειδοποιούν τον λαό για κινδύνους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Γιώργος Καρατζαφέρης που σε προ Λιακό εποχή απαθανατίστηκε από τον Μητσικώστα στην κλασική έκφραση: «Τό 'πιασες το υπονοούμενο μεγάλε μεγάλε;». Εννοείται ότι τα υπονοούμενα ήταν αρκούντως εύκολα για να τα συλλάβει κι ένας ψηφοφόρος με άι κιου ραδικιού.
Σε σεξουαλικά «υπονοούμενα» που είναι πιο ευδιάκριτα κι απ' τον μπαργαλάτσο του Γκουσγκούνη σε μια παραλία γυμνιστών.
Η φράση πάλι «τό 'πιασα το υπονοούμενο» σε α' πρόσωπο λέγεται σε μια στιγμή ανάληψης ευθύνης, ύστερα από κάμποσα ποτηράκια καικαλούα, και είναι συνώνυμη του mea colpa.
Πέμπτη επισκέφθηκε τον πρωθυπουργό ο ραβίνος, Παρασκευή ελήφθη η απόφαση, το πιάσατε το υπονοούμενο, έτσι;
- Θήλου μωρή να σε στησ' κάτου να ση βατέψου και να ση ξεσκίσ' την κωλάρα!
- Τού 'πιασα του υπονοούμενου Μήτσο μ'!
- Και μου λέει που λες το Λίλιαν: «Αν δεν μου πάρεις το ζευγάρι Μανόλο, θα ξαναπάω για χοντοθεραπεία με τον Πέρι!».
- Και τι της απάντησες;
- Τι να της πω κι εγώ; «Τό 'πιασα το υπονοούμενο», είπα.
- Πάει, χάλασε κι ο Βάγγελας!
Got a better definition? Add it!
Επίρρημα τροπικό, και μάλιστα κλασσικό, που χρησιμοποιείται αντί του επιθέτου «γυμνός, -η, -ο». Εκφράζει την έννοια «ξεβράκωτος, χωρίς ρούχα».
Η προέλευση είναι άγνωστη, αλλά κατά πάσα πιθανότητα είναι παράγωγο της νηπιακής λέξη «τσιτσί», που σημαίνει κρέας. Το τσιτσί, με τη σειρά του, προέρχεται από τα ιταλικά [ιταλ., cicci. βυζιά/μαστοί].
Ως επίθετο συναντάται με τη μορφή «τσίτσιδος, -η, -ο».
- Σκάμε μύτη που λες στην Ηρακλειά, βρίσκουμε το κάμπινγκ, και με το που πλησιάζουμε στη σκηνή, εμφανίζονται οι μουνίτσες τσιτσίδι, με κάτι θανατηφόρα κορμιά. Και φυσικά, εμείς μένουμε μαλάκες....
- Αυτή η κατάσταση πρέπει να σταματήσει. Δεν μπορεί το Φαληράκι να γίνει άντρο των Βρετανών τουριστών, που γυρίζουν τσίτσιδοι και μαστουρωμένοι, χωρίς καμία αιδώ!
Got a better definition? Add it!
Νά 'μαι και γωωωωω... Ήρθα, γεια σας, νά 'μαι και πάλι.
Μωρουδοσλάνγκ την οποία ασπάζεται και ο ενήλιξ.
- Τσα!
- Ωπ! Πού 'σουνα συ και σε μελετάγαμε...
Got a better definition? Add it!