Further tags

Η μεγάλη σκύλα, από το καρα- και μπιτς (όχι παραλία αλλά η σκύλα, από τα αγγλικά).

Αργκό από την Βόρεια Ελλάδα.

— Άσε αυτή η παλιοφακλάνα που μου έκλεψε τον πίνακα.
— Τι λες τώρα, καραμπιτσαριό τελείως;
— Τελείως σου λέω....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκική λέξη που σημαίνει αβλεπί, σε μικρασιατικά ιδιώματα της Ελληνικής.

- Ρε Γιωρίκα, θα πάμε εκεί που λέγαμε;
- Γκιόρμεντεν, γιαβρί 'μ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπόζα: υφάκι, «μούτρα», κατσούφιασμα παρεξήγας.

Κρατάω ή βαστάω μπόζα σε κάποιον: είμαι παρεξηγημένος μαζί του σο του κάνω μούτρα, του το παίζω βαρύ πεπόνι, του γυρνάω τα μούτρα, δεν του μιλάω με την έννοια της μόνιμης κατάστασης τ. δε μιλιόμαστε, τον αντιμετωπίζω ως διαφανή όταν πέφτω μούρη με μούρη και γενικώς του δείχνω ότι κάτι με έχει ενοχλήσει, με αυτό τον ώριμο τρόπο που συχνά εφαρμόζουν οι ενήλικες και τα πεντάχρονα εξίσου.

Ο όρος φαίνεται να προέρχεται από το ιταλικό posa, την γνωστή μας πόζα. Σαν να λέμε, περνάς δίπλα από τον άλλο κι αυτός αντιδρά σαν να αντίκρισε φωτογράφο: θεατρινίζει παίρνοντας αφύσικη πόζα, με το κεφάλι να στρίβει αυτομάτως προς την αντίθετη μεριά από όπου βρίσκεσαι, με κλίση προς τα πάνω (η μύτη ψηλά) και καρφώνεται εκεί, μέχρι να προσπεραστεί το αντικείμενο της βδελυγμίας του, δηλαδή εσύ (ή να αστράψει το φλας).

Στην Ιταλική βεβαίως υπάρχει και η λέξη «musoduro» (λέει) από την οποία προέρχεται η λέξη μποζοντούρος, που στα Κερκυραϊκά (λέει) θα πει μουτρωμένος - μου φαίνεται πολύ πιθανό να σχετίζεται και αυτό, αλλά το αφήνω στην κρίση σας και διαθέσιμο για σχολιασμό.

Γιαγιαδισμός από τους λίγους. Για άλλη μια φορά καταθέτω σπέκια στην σχωρεμένη γιαγιά μου, που όταν της περνούσε από το μυαλό πως κάποια γειτόνισσα της κράταγε μπόζα αρρώσταινε.

  1. Γιαγιάκα #1 προλαβαίνει τη γιαγιάκα #2 στο δρόμο: Γιαγιάκα #1: Μαρίκα;! Να που σε προφταίνω, δεν ήρθα στο κήρυγμα σήμερα, έχω άρρωστο τον Βαγγέλη, τι άκουσες;
    Γιαγιάκα #2: Ε τι να ακούσω, τον Παπα-Γιώργη άκουσα κι αυτόν μισόν… Ξέρω γω μωρέ, σταναχωρέθηκα, είδα την Λούλα του Κωτσαντώνη και μου φάνηκε πως μου κράταγε μπόζα. Γιαγιάκα #1 (απογοήτευση): Αφού την ξέρεις τη Λούλα είναι ξινή, σε όλους μπόζα βαστάει, χέστηνε, ο καθένας το μακρύ και το κοντό του... Άντε τίποτα δεν έμαθες πάλι, περίμενα και εγώ να ακούσω κανα κουτσομπολιό, τσάμπα πας εκκλησία εσύ… Πα να δω το ταψί, θα τα πούμε πιο μετά. (...τρέχει να προλάβει την παρακάτω γιαγιάκα...)

  2. -Σούπω ρε, τι έπαθε η Νάσια του βητατρία; Την πέτυχα στη σκάλα, της είπα καλημέρα και έκανε ότι δε με είδε, τι παίζει τώρα;
    -Της είπε η Λένα ότι θα πας στο πάρτι της τρίτης με τον Λεωνίδα. -Ποιο Λεωνίδα;
    -Έναν του γαματέσσερα που της αρέσει και η Λένα τα χει πάρει μαζί της γιατί αγόρασε το ίδιο παντελόνι και της το 'πε για σπάσιμο.
    -Α καλά, για γνώρισέ μου το Λεωνίδα, τουλάχιστον να πάει χαλάλι η μπόζα της...

Μμμμ... (από Galadriel, 22/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεργούνι: εξευτελισμός, ρεζίλεμα.

Βγαίνω (ή με βγάζουν) σεργούνι: γίνομαι βούκινο, ντροπιάζομαι σε κόσμο, ξεφτιλίζομαι, γίνομαι ρόμπα (απλή ή, κυρίως, υπερθετική).

Συνδέεται στην συνείδηση του λαού με το ξεφτιλίκι που επιτυγχάνεται όταν βγαίνουν τα άπλυτά σου στη φόρα μέσω κουτσομπολιού, ενώ συχνά παίζει να ενέχεται και συκοφαντία.

Ο ορισμός μας για το θάψιμο περιγράφει σε μεγάλο βαθμό τον ένοχο και το θύμα. Ο κολλητός που έχεις κλάψει στον ώμο του επειδή είσαι διαφανής για μια γκόμενα που δεν το ξέρει - τώρα το ξέρουν όλοι και την δουλεύουν, εσένα απλά σε περιφρονούν, λούζερ. Η κατίνα της γειτονιάς που παρακολουθεί με μεγάλη σπουδή τα εσώρουχα που απλώνεις να στεγνώσουν - όλη η πλάση μαθαίνει για το κόκκινο βρακί αυτοκινήτου, πού, πού το φοράς εσύ δηλαδή το βρακί, ε, ε, χήρα γυναίκα, αλλά είσαι μια πουτάνα που οργανώνει όργια, λυπούνται όλοι τον γιο σου που είναι και φαντάρος το παλικάρι. Η οικιακή βοηθός που βρίσκει στο συρτάρι τα μπλε χαπάκια - στη λαϊκή συζητούσε ο ψαράς με την κυρία που πουλάει τα μανταρίνια ότι ε, ήταν προφανές πως είσαι ανίκανος, αχχχ η καημένη η γυναίκα σου γι' αυτό είναι μαραμένη. Άστα. Σε βγάλανε σεργούνι.

Η λέξη προέρχεται από την τουρκική γλώσσα όπου, λέει, σημαίνει εξορία και με αυτή την έννοια είναι σχετική με την διαπόμπευση.

Έκφραση χρησιμοποιούμενη σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου (στανταράκι Ηλjεία, Μεσσηνjία, Αρκαδία, Λακωνία), αλλά και αλλού (πχ στο νετ την πέτυχα και ως ιδιωματισμό της Σκύρου).

- Μπράβο Γιώργο μου, μπράβο αστέρι μου, καλά ρε ηλίθιε, πήγες με τη Ρούλα; Με τη Ρούλα;;; Δε σου 'λεγα ότι έχει βγάλει όλη την εταιρία σεργούνι; Τόσο το 'χει ο ένας, αυτουνού είναι στραβιά, εκείνος την έχει γαϊδουρινή και με κούρασε, ο άλλος είναι μαλακοκαύλης;
- Ε, καλά ρε, για μένα τι να πει δηλαδή... - Α είσαι εντελώς μαλάκας! Τι να πει ρε στόκε το τσόκαρο, άμα θέλει να βρει να πει δεν θα πει; - Παιδί μου δεν κάναμε τίποτα λέμε!!! Μου την έπεσε σαν λυσσάρα αλλά δεν μπορούσα τόσο χύμα ξενέρωσα, δεν έγινε σκηνικό.
- ...Ωχ. Την πάτησες - τσάμπα το ξεφτιλίκι. - Μα τι να πει;!!!
- Ας πούμε... ότι την έχεις σαν το καπάκι του μπικ και μόλις που έφτασε μέχρι τον ουρανίσκο της;
(γκντουπ)
-...(μονολογεί) αυτά είναι ρε πούστη μου, τις πηδήξεις δεν τις πηδήξεις πάλι μαλάκας είσαι...

Από εδώ: Αυτοί οι κύριοι που παίρναν σβάρνα τις διάφορες πόλεις για να βρούν τις νέες Σπάις Γκέρλς και είχαν την κακοήθεια να μας δείχνουν τις χειρότερες οντισιόν κάνοντας ρόμπα τα κοριτσάκια στο Πανελλήνιο, καλά θα κάνουν να πάνε να καθαρίσουν τους καθρέφτες τους με λίγο σάλιο. Γιατί βέβαια με τη λογική «εμείς είμαστε σοβαροί αλλά στην ουσία κάνουμε και λίγο πλάκα, τηλεόραση είναι» κάποιοι άνθρωποι γίνονται σεργούνι και πολλοί περισσότεροι γίνονται περισσότερο σεργούνι που στήνονται να τους δουν.

Οκ. Δεν υπάρχει ελπίδα. Βγήκες σεργούνι. (από Galadriel, 12/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aν βγείτε έξω και περάσετε ένα δεκάλεπτο παρέα με Αλβανούς ή άτομα που κάνουν παρέα με Αλβανούς θα ακούσετε περίεργες λέξεις όπως «ταβέ» «πίδι» «κουρβ» και άλλα πολλά. Επειδή λοιπόν οι Ελληνικές βρισιές δε μας αρκούν είπαμε σαν λαός να κάνουμε λίγο τούτι-φρούτι το υβρεολόγιο μας προσθέτοντας βρισιές της γειτονικής χώρας. Παρακάτω αναγράφω τις ποιό δημοφιλείς βρισιές:

Ταβέ: Στο(ν) ακουμπάω (πολύ συχνά λέγεται ως απάντηση στο ναι, ε;, και;, ρε)
(Τε) Κίφσα: (Σου) γαμώ
Ροπ: Οικογένεια, το σόι
Μπιθ: ο κώλος
Κούρβ: η πουτάνα
Μότρεν: η αδερφή (προσοχή! όχι ο ομοφυλόφιλος!)
Πίτσκ(α): το μουνί
Πίδ(ι): και πάλι το μουνί
Λόκε: η πούτσα
Κοκ(ε): το κεφάλι (και οι δυο σημασίες)
Τόπε: το αρχίδι (τόπε τόπε ο παπαγάλος)
Κάρι: ο πούτσος (βάρι κάρι: κρέμασε το στο πούτσο σου: μη δίνεις σημασία)
Ταφούτ κόχι: δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή σημασία της, πρέπει να έχει σχέση με το ταβε. Κλασσική απάντηση στο όχι (μάλλον όχι αυτό του Μεταξά.)
Μπόλε: η μπάλα, το αρχίδι
Τε ραφτ πίκα: να πέσει πάνω σου κατάρα
Τε ραφτ κανσέρι: να πάθεις καρκίνο (και όχι κασέρι)

[I]ΣΥΝΤΑΞΗ[/i]
(αφορά το τε κίφσα)
Η σύνταξη είναι πολύ απλή:
Τε κίφσα + (οτι θέλουμε να γαμήσουμε εκείνη τη στιγμή)
π.χ. - Τε κίφσα ροπ: γαμώ το σόι σου
- Τε κίφσα μπίθεν: γαμώ τον κώλο σου, κ.ο.κ

Αυτά είναι τα βασικά. Ενδέχεται να έχω κάνει αρκετά λάθη καθώς δε την ομιλώ την γλώσσα. Διορθώσεις δεκτές.

Δε χρειάζονται...

(από HODJAS, 09/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντροκομμένος πατσάς. Λέγεται και χοντρό(ς), σε αντιδιαστολή με τον ψιλοκομμένο, γνωστό και ως ψιλό ή, σε μερικά μαγαζιά, απλώς και ως σούπα. Η άποψη ότι οι μάγκες τρώνε ντουζλαμά και οι αρχάριοι σούπα είναι αβάσιμη.

Μεταφορικά, η λέξη ντουζλαμάς λέγεται και για ο,τιδήποτε χοντροκομμένο ως μη έδει, με ειρωνεία.

Αναφέρεται και ως τουζλαμάς, με τ-, αλλά είναι πιο σπάνιο.

Είναι τούρκικη λέξη, tuzlama. Τuzlama είναι και η σούπα πατσάς αλλά στα τούρκικα αυτή είναι δευτερεύουσα σημασία. Κατά βάση σημαίνει αλατισμένος, παστός από το ρήμα tuzlamak = παστώνω. Τuzla είναι η αλυκή. Τούζλα λέγεται κι ένα προάστιο της Κωνσταντινούπολης αλλά και η γνωστή πόλη της Βοσνίας όπου υπήρχαν μεγάλα ορυχεία αλατιού. Η σύνδεση ανάμεσα στο αλάτι και στον πατσά δεν είναι προφανής, τουλάχιστον σε μένα.

Αν και πατσές στα ελληνικά λέγονται οι κοιλιές, στα τούρκικα paça είναι το πόδι του ζώου, το κάτω μέρος του ποδιού. Η κοιλιά, το στομάχι στα τούρκικα είναι işkembe - εξ ου και σκεμπές - και ο πατσάς που τρώμε λέγεται işkembe çorbası, δηλαδή σούπα από κοιλιά. Το γεγονός ότι μια λέξη που στα τούρκικα σημαίνει πόδι στα ελληνικά έφτασε να σημαίνει κοιλιά είναι μια παρανόηση που την αιτία της πρέπει να την αναζητήσουμε στο μπέρδεμα που συμβαίνει στο καζάνι του πατσά.

Γιατί, ακριβώς, ο καλός πατσάς τα θέλει και τα δυο - τα ποδαράκια ν' αφήνουν το ζελέ τους και το κρέας τους να ξεκολλάει απ' το κόκαλο σχεδόν λιωμένο και τους σκεμπέδες να δίνουνε τη νοστιμιά... τα διάφορα κομμάτια του σκεμπέ, τόπι, νταμάρι, σβηστήρι και, κυρίως, το σκουρόχρωμο σαρδένι που είναι το γευστικότερο και το πιο βαρύ. Εννοείται, βέβαια, ότι ο πατσάς πρέπει να κόβεται επί τόπου και κατά παραγγελία. Πατσατζίδικο που έχει τον πατσά κομμένο εκ των προτέρων, μακριά.

Στη Θεσσαλονίκη τουλάχιστον, τα καρυκεύματα του πατσά είναι πρωτίστως το κόκκινο (ζουμί και λίπος από το καζάνι μαζί με λίγο ξύδι και γλυκιά πάπρικα), το σκορδοστούμπι (ψιλοκομμένο σκόρδο μέσα σε πολύ ξύδι για να κόβει το λίπος) και το μπούκοβο (τριμμένη ξερή πιπεριά, κόκκινη καυτερή). Αλλά είναι απολύτως ΟΚ και καθόλου φλώρικο να προτιμάει κανείς τον πατσά άσπρο, με λεμόνι και αλατοπίπερο.

Στην Ελλάδα, η κουλτούρα του πατσά είναι βόρειο πράμα - και δη Σαλονικιό, αν και υπάρχουν σοβαρά, παραδοσιακά πατσατζίδικα σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας, ειδικά της Δυτικής. Και τη λέξη ντουζλαμάς παλιότερα μόνον επάνω την καταλάβαιναν. Ασφαλώς και στη Θεσσαλονίκη τώρα ο πατσάς είναι συνδεδεμένος με το ξενύχτι και το ποτό, αλλά δεν ήταν πάντα έτσι. Για πρωινό έτρωγαν πατσά, πριν πιάσουν δουλειά, οι λιμενεργάτες και, τα καθώς πρέπει, ας πούμε, πατσατζίδικα της Εγνατίας -ο Λευτέρης και ο Ηλίας, κατά πρώτο λόγο- ήταν πρόσφορα για φτηνές οικογενειακές εξόδους τα βράδια του χειμώνα.

Για την γεωγραφία του πατσά στη Θεσσαλονίκη δείτε εδώ ένα απόσπασμα από το βιβλίο-οδηγό της Λένας Καλαϊτζή-Οφλίδη. Και αξίζει να διαβάστε εδώ το σύντομο πεζογράφημα «Ο Ντουζλαμάς» του Γιώργου Γκόζη. Για όποιον θέλει να φτιάξει πατσά στο σπίτι, εδώ έχει μια καλή συνταγή και την περιγραφή της όλης διαδικασίας. Ποδαράκια και σκεμπέδες στη Θεσσαλονίκη πουλάνε δυο-τρία ειδικά χασάπικα που έχουν απομείνει στο Καπάνι.

Ευχαριστώ τον Χότζα που μου τα θύμισε όλα αυτά με το σχόλιο που έκανε εδώ. Το λήμμα, πάντως, είναι αφιερωμένο εξαιρετικά στον Άλλο, από τον Κύκλο των Χαμένων Σλανγκιστών, που την είχε αναφέρει τη λέξη ντουζλαμάς εδώ αλλά δεν την είχα προσέξει τότε.

  1. Το λοιπόν, εμένα θα μου φέρεις έναν ντουζλαμά, με κόκκινο, και πες του να βάλει και λίγο σαρδένι παραπάνω... για το φίλο μου εδώ θα φέρεις μια σουτζουκάκια σμυρνέικα με πιλάφι ... ναι, για την Έκθεση ήρθε, από κάτω... δε θέλει πατσά...

  2. Καλά, ρε αγόρι μου... ψιλοκομμένο είπαμε το κρεμμυδάκι... ντουζλαμά το 'κανες.

Περί ορέξεως ...πατσάς! (από allivegp, 20/12/09)ΑΜΑΝ. Στο 2:22 και μετά. (από patsis, 25/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το θρυλικό πιστόλι Parabellum 08, κοινώς Luger, που σχεδίασε ο Georg J. Luger το 1898 και κατασκεύαζε η Deutsche Waffen und Munitionsfabriken.

Το λούγκερι χρησιμοποιήθηκε από γερμανούς κατά τους δύο παγκοσμίους πολέμους και διακρίθηκε τόσο για την θανατηφόρο ευθυβολία του όσο και το ντιζαϊνάτο λουκ που ακόμα γοητεύει στρατόκαυλους συλλέκτες, ναζούς, λούγκρες φετιχίστριες, κ.α.

Χρησιμοποιείται κυρίως στην Κρήτη, όπου το λούγκερι θεωρείται μαστ οικογενειακό κειμήλιο του παππού που ξεπαστρεύε γερμαναράδες στον πόλεμο.

Ασίστ: Χαλικού.

- Παπαρα Ελληνα, που δεν κατεεις μπλιο τη κρητικη τη διαλεκτο. Ετσα και την αλληνα βολα με ξαναμανισεις εχω για σε, ενα πιστολι λουγκερι και λουγκερενιες σφαιρες...
(εδώ)

- Πάντως άμα σέρνεται ειδικά πας και με το λούγκερι και κάνεις τη δουλειά σου...
(Χαλικού, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἑλληνοαμερικλανιά. Προέρχεται ἀπὸ τὸ φαμόζο son of a bitch.

Κάποιες ἀπὸ τὶς ἐκφράσεις αὐτὲς εἶναι ἁπλῆ ἀκουστικὴ μεταφορὰ ἀπὸ τὴν ἀγγλικὴ στὴν ἑλληνικὴ (δηλαδὴ τὸ λείψανο τῆς ἑλληνικῆς, ποὺ ἔμεινε ἀπ' ὅ,τι ἔφερε ὁ μετανάστης τοῦ 19ου αἰῶνος ἀπ' τὸ χωριό του). Ὑπάρχει μόνο διαισθητικὴ κατανόησι τοῦ πνεύματος τῆς λέξεως/φράσεως (βρισιά), καὶ ὄχι τοῦ νοήματος. Παρὰ ταῦτα, δουλεύουν...

(Στραβὸ στόμα καὶ ὗφος new world, ἀγουροξυπνημένος ἀπ' τὸ ἀμερικλάνικο ὄνειρο)

Γουέλ, εἶχα παρκάρει τὸ τρόκι στὴ Λέξινγκτον. Εἶχα βάλει καὶ δυὸ κοράκια στὴ μήτρα. Kέϊμ μπὰκ ἕνα μίνι λέϊτ, κι ὁ κὰπ μοῦ 'χε κόψει τίκετ, ὁ σαραμπαμπίτς.

Τουτέστιν:
Λοιπόν, εἶχα σταθμεύσει τὸ φορτηγάκι στὴ Λέξινγκτον. Εἶχα βάλει καὶ δύο κέρματα 1/4 USD (quarter) στὸ παρκόμετρο (meter). Πῆγα πίσω ἕνα λεπτὸ καθυστερημένος, κι ὁ μπάτσος (cop) μοῦ 'χε κόψει κλῆσι, ὁ son of a bitch.

(από jesus, 26/11/09)

Ὅρα καὶ σαναμαμπίτσης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολοκληρωμένη εκδοχή του πολυαγαπημένου βορειοελλαδίτικου κλάιν μάιν.

Κλάιν μάιν ον δε λάιν.

(Αποτελεί πρόταση με ολοκληρωμένο νόημα, σπάνια χρησιμοποιείται μέσα σε άλλη πρόταση και «στέκεται» μόνη της σαν έκφραση).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι εκείνος που, με τις ενέργειές του, τη συμπεριφορά του, τα λόγια του, το ντύσιμό του, προσπαθεί (ανεπιτυχώς) να πείσει τον κόσμο (και μαζί τον εαυτό του) ότι είναι πολύ καλύτερος - ομορφότερος - εξυπνότερος - ικανότερος από ό,τι πραγματικά είναι...

- Λίλιαν, σου αρέσει ο Ερνέστος; Κοίτα τι όμορφα που ντύνεται!
- Αν σου αρέσει Λάουρα, να τον πάρεις εσύ. Ο Βαγγέλας μου είναι πολύ πιο προικισμένος από αυτό το νιοράντε. Δεν τον βλέπεις; Μόλις δει καθρέφτη τσεκάρει τα μούτρα του να δει μην του χάλασε το μαλλί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified