Further tags

Φαγητό, ποτό ή οτιδήποτε αναλώσιμο, νοθευμένο ή σάπιο, γενικώς αυτό που προκαλεί απλά αηδία ή χειρότερα δηλητηρίαση.

Χρησιμοποιείται ευρέως στην Ικαρία.

- Πω πω, έφαγα 1 σάντουιτς το πρωί και ψακώθηκα.
- Και γω είμαι χάλια απο χτες. Ήπια μια τεκίλα και ήταν ψακί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κουτάλα (και ως χουλιάρι, το κουτάλι)

Ακούγεται κυρίως στην Αρκαδία.

- Γυναίκα, πιάσε την χουλιάρα κι ανακάτεψε γρήγορα μη κόψει το αυγολέμονο.
- Έλα Χριστέ! 40 χρόνια μαγειρεύω και θα με μάθεις εσύ να αυγοκόβω γιουβαρλάκια.

Got a better definition? Add it!

Published

Ετσά λένε στην Κρήτη τον ολόκληρο παστό μπακαλιάρο (κάτι φιλετάρες που, παλιότερα τουλάστιχον, κρεμόσαντε σαν τα τσουτσούνια απ' το ταβάνι του καταστήματος και σήμερα που εκυριλέψαμεν τα βρίσκεις στη βιτρίνα από μέσα). Άντε να βρείτε καμιά φωτό στον γούγλη για να καταλάβετε και την ετυμό του πράγματος, που είναι μωρέ σύντεκνοι σαν πατούσα. Πάω και γω να δω αν η καλή μου έκανε τη σκορδαλιά κατά πως πρέπει, σύμφωνα με τις πάγιες οδηγίες μου.

Ο παστός μπακαλιάρος, το ψάρι του βουνού όπως λέγεται, έχει ιδιαίτερο ρόλο στην κρητική κουζίνα. Στην ενδοχώρα του νησιού, έφταναν δύσκολα τα ψάρια σε παλιότερες εποχές, κι αν έφταναν δεν είχαν τρόπους να τα διατηρήσουν. Ο μπακαλιάρος το έλυνε αυτό το πρόβλημα. Μάλιστα πάντα οι προμήθειες και οι προετοιμασίες του λιομαζώματος περιελάμβαναν μερικά «χνάρια» μπακαλιάρο. Χνάρι λέμε στην Κρήτη τον ολόκληρο παστό μπακαλιάρο, όπως τον αγοράζουμε. επαέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δαγκάνα των υδρόβιων καρκινοειδών οργανισμών (ακα. μαλακόστρακα, απλώς δεν ήμουν σίγουρη για το πως κλίνεται στην γενική πληθυντικού και είπα να το αποφύγω). Και πάλι στην Κρήτη, συγκεκριμένα στην περιοχή της Ιεράπετρας, ενδεχομένως εν γένει του νομού Λασιθίου.

Μπρε Μανούσο, ζάε μια χαρχάλα πού 'σει τούτοσές ο καβρός (ακα. καβούρι)! Άνε σ' αμπώξει καμιά στο πουλί, θα σ' τόνε κόψει απ' τον πάτο!

(από mafie, 18/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άθυρμα, από το ρήμα αθύρω, παίζω. Η λέξη χρησιμοποιείται για το μαραφέτι (αντικείμενο) που παίζεται το παιχνίδι.

Γιαννιώτικο ιδίωμα.

«Για να δω!! εγώ μπορώ να φέρω εξωπέντε... και να του πλακώσω τη μάνα, να το χάσει διπλό!!» φώναξε ο Δημητρός και χτύπησε δυνατά τα χαρπατσούκουλα μέσα στο τάβλι... τα οποία εκσφενδονίστηκαν στο χώρο του καφενέ.
«Σιγάααα ρε φίλος, να σου φέρουμε καμιά σκάφη... να τα ρίχνεις μέσα, χα χα.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεταλλικός κουβάς παλαιού τύπου. Συνοδεύεται από τη χαρακτηριστική ψάθινη σκούπα επίσης παλαιού τύπου. Τα αντικείμενα αυτά αποτελούσαν απαραίτητα εργαλεία καθαριότητας στην επαρχία έως και τη δεκαετία του 80. Μετά ήρθε η πρόοδος και μαζί της τα πλαστικά.

(Ο εν λόγω ιδιωματισμός απαντήθηκε στο νομό Φωκίδος προ αμνημονεύτων ετών)

«Μαρ' Βασούλααα, πάνε φέρε μ' του χαρανjί μαρήηη..»
«Το ποιο;;;»
«Του χαρανjί, κουφίζεις μαρή;»
«Τι σκατά είναι το χαρανί ρε γιαγιά;;;»
«ΑΥΤΟΥΝΟ!!!» (η γιαγιά δείχνει)
«Αααα... Τον κουβά λες ρε γιαγιά;»
«Ναι, του χαρανjί.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λουρί, το κολάρο, ο λαιμοδέτης ζώου, κυρίως του σκύλου. Χρησιμοποιείται ως όρος κατά κόρον στην επαρχία και ειδικά στα χωριά. Σπανιότερα συναντάται και ως «κανάκα».

  1. (Πραγματικός διάλογος σε κατάστημα με εργαλεία, βιομηχανικά κλπ)
    - Καλημέρα!
    - Καλημέρα σας! Τί θα θέλατε;
    - Μπας κι έχεις χανάκα;
    - Εεε ορίστε; τί είναι αυτό;
    - Λουρί ρε παιδί'μ για σκυλί!
    - Α! Μάλιστα υπάρχει.
    - Να'ναι μεγάλη μόνο γιατί είναι θεριό.. .αρκούδι!

  2. Απόσπασμα από το έργο του Βάρναλη «Ελέυθερος κόσμος»:
    «Λεφτεριά της χανάκας και του ξύλου σφιχτόδενε τ' αξύπνητο χαϊβάνι».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουνὶ ποὺ χάσκει, στὴν Πατρινὴ διάλεκτο.

Κατὰ κυριολεξίαν, χάβαρα λέγονται οἱ ἀχιβάδες, γυαλιστερές, χτένια κλπ. Ὅταν τὰ χάβαρα εἶναι μισάνοικτα, προκαλοῦν πονηροὺς συνειρμοὺς εἰς τοὺς Πατρινούς.

Οἱ ἀξιολογικὲς καὶ ἠθικολογικὲς προεκτάσεις ποὺ δίδονται, λόγῳ τοῦ χαίνοντος, εἶναι προφανεῖς.

Ἡ λέξις, μὲ τὴ σλαγκική της ἔννοια, ἀπαντᾶται μόνο στὴ φρᾶσι τοῦ παραδείγματος. Τὸ μόνο στοιχεῖο ποὺ μπορεῖ νὰ ποικίλῃ εἶναι ὁ βαθμὸς συγγενείας αὐτοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ χάβαρον ἐπικαλούμεθα. Ἄρρενες συγγενεῖς ἀποκλείονται· ἐξ ἀγχιστείας ἐπίσης.

- Πῶς πᾶς ἔτσι ρὲ μινάρα, θὰ μᾶς σκοτώσῃς;
- Τῆς μάνας σου τὸ χάβαρο, ρὲ κωλομίναρε!

(από panos1962, 23/11/09)Η λέξη "Gavaro" λέει, διαβάζεται ως "Χάβαρο" στα ολλανδικά. (από Galadriel, 24/11/09)(από Vrastaman, 24/11/09)

Βλ. επίσης μύδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεσσαλική λέξη που χαρακτηρίζει κάτι πάρα πολύ λεπτό.

Από το φύρα και το φύλλο, δηλαδή κάτι λεπτότερο ακόμα κι από ένα φύλλο.

Κάνω μία απόπειρα ετυμολογίας, με κίνδυνο να πέσω σε παπαρετυμολογία, και να δικαιολογήσω την ορθογραφία που πρέπει να τονίσω ότι είναι αυθαίρετη -δεν έχω δει ποτέ την λέξη γραμμένη και ο γούγλης δεν έχει καμία επιστροφή

  1. - Μην βγεις έτσι έξω, θα κρυώσεις.
    - Πήρα σακάκι. - Τι, αυτό το φύρφυλλο, κάνει κρύο παιδί μου...
    - Τι κρύο ρε μάνα, 28 βαθμούς έχει!

  2. Είχα βρει μια ωραία σοκολάτα με γέμιση μέντα, αλλά όχι σαν τα φύρφυλλα τα after eight, κανονική σοκολάτα.

Τι να σου κάνουνε τα φύρφυλλα, τα τρως πέντε-πέντε για να καταλάβεις γεύση (από salina, 26/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βορειοελλαδίτικος όρος για την μικρή ψησταριά (την μεταλλική κατασκευή, όχι το μαγαζί ταβέρνα-εστιατόριο). Έχει χώρο για τα κάρβουνα και από πάνω σχάρα για να ψήνονται τα κρεατικά, τα καλαμπόκια, τα κάστανα.

Ενδεχομένως ηχοποίητη λέξη. Το βικιλεξικό υποστηρίζει εδώ, χωρίς να επεκτείνεται, τουρκική ετυμολογία. Ο Τριανταφυλλίδης προτείνει εδώ ιταλική.

  1. - Τα κρέατα πού θα τα ψήσουμε;
    - Λίγα-λίγα ρε συ, στη φουφού. Ό,τι γίνεται το βάζουμε στο πιάτο!
    - Σωραίος!

  2. Από το τραγούδι «Να βάλω τα μεταξωτά», Γιάννης Τσατσόπουλος, Σωκράτης Μάλαμας:

[...]
Να βάλω τα μεταξωτά και να φυσάει
στα εργοστάσια μπροστά και στα σκουπίδια πλάι
να μπερδευτώ με τους εργάτες
να πω τον πόνο μου στις γάτες
και στη φουφού του καστανά
στάχτη να γίνεις σατανά
[...]

Got a better definition? Add it!

Published