Further tags

Πουσκαρτάδες αποκαλούνται οι μικροπωλητές που πουλάνε με το καροτσάκι τους κυρίως λουκανικούμπες κι αναψυκτικά στους δρόμους του Μανχάταν και ειδικά στο Central Park. Εκ του push cart.

Τον 19ο αιώνα σχεδόν όλοι οι πουσκαρτάδες ήταν Έλληνες. Έκαναν το σκατό τους παξιμάδι, ξοδεύοντας μόνο 5 σεντς από τον ημερήσιο τζίρο που (στην καλύτερη περίπτωση) ανερχόταν $1 ευελπιστώντας μια μέρα να επαναπατριστούν με την περιουσία τους.

Στον 20ο αιώνα, και μέχρι την δεκαετία του 70, οι Έλληνες εξακολουθούσαν να μονοπωλούν το επάγγελμα του πουσκαρτά. Μερικοί διεύρυναν την πραμάτεια τους, προσφέροντας παγωτά, κάστανα, ακόμα και φραπέ. Με σάλιο και υπομονή, το οικονομικό και βιοτικό επίπεδό των Ελλήνων πουσκαρτάδων ανέβηκε σηματικά και στα 80ς οι περισσότεροι παρέδωσαν τα καροτσάκια τους σε Πορτορικανούς οι οποίοι με την σειρά τους τα παρέδωσαν σε Ινδούς, Πακιστανούς και Αιθίοπες στα 00ς.

Απομένουν πια ελάστιχοι Έλληνες πουσκαρτάδες στους δρόμους της Νέας Υόρκης.

Διάλογος με πουσκαρτά:

- Πατριώτη πόσο κάνjει η σαμίτσα;

- Ένα κόρι. Λέρωσε το μέρος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασίλισσα των ύβρεων, μας έρχεται απευθείας από την ορεινή ενδοχώρα της Μαρτυριάρικης Μεγαλονήσου.

Σαραντάσπορος είναι αυτός που έχει γίνει από σαράντα σπόρους, ήτοι σαράντα διαφορετικά σπέρματα. Για να το κάνουμε ακόμη πιο φραγκοδίφραγκο, είναι αυτός του οποίου η μάνα έμεινε έγκυος τον ίδιο, αφού πρώτα την έχυσαν σαράντα διαφορετικοί άντρες.

Ο σαραντάσπορος έχει σαράντα διαφορετικούς πατεράδες, όπως ακριβώς ο περιβόητος Freddy Krueger (Εφιάλτης στο δρόμο με τις Λεύκες), του οποίου η μητέρα, η Amanda, νοσηλεύτρια σε άσυλο ψυχοπαθών, κλειδώθηκε κατά λάθος κάποια νύχτα μέσα στο άσυλο, όπου βασανίστηκε και βιάστηκε επανειλημμένα από δεκάδες ψυχάκηδες και κάθε είδους αποβράσματα. Το αποτέλεσμα ήταν βέβαια ο Φρέντυ.

Αν και γνωρίζουμε πολύ καλά οτι είναι αδύνατο κάποιος να έχει πάνω από έναν φυσικό πατέρα (εφόσον όσα τρισεκατομμύρια διαφορετικά σπερματοζωάρια και να μπουν στη μήτρα, ένα μόνο θα επικρατήσει και θα γονιμοποιήσει το ωάριο), το λαϊκό φαντασιακό δεν αποκλείει διόλου αυτή την ελκυστική προοπτική, αρνούμενο να υπακούσει στους βαρετούς κανόνες της γραμμικής αριστοτελικής λογικής.

Στο ίδιο κλίμα με το σαραντάσπορος, στην Κύπρο (αλλά και σε πολλά άλλα μέρη) παίζει πολύ και το τουρκόσπορος , αυτός δλδ του οποίου πατέρας δεν είναι αυτός που όλοι επισήμως αναγνωρίζουν ως πατέρα του, αλλά κάποιος περαστικός τούρκος με τον οποίο γαμιόταν η μάνα του.

Αυτά για να θυμηθούμε λίγο, πως, αν και βρισίδια υπάρχουν πολλά και χοντρά, σαν τα χωριάτικα βρισίδια δεν έχει. Αυτά είναι που πραγματικά σπάνε κόκαλα. Διότι στο χωριό, όταν τρως στη μάπα τα ίδια 20 άτομα για μια ολόκληρη ζωή, επόμενο είναι να σιχαθείς και να μισήσεις (ορισμένους τουλάχιστον) ως εκεί που δεν πάει άλλο. Στο χωριό, οι δικλείδες ασφαλείας για την εκτόνωση κοινωνικών εντάσεων, που αφθονούν στην πόλη, είναι εκ των πραγμάτων πολύ περιορισμένες. Μια από αυτές είναι οι λεκτικοί διαξιφισμοί, ύβρεις αλλά και κατάρες πολύ συχνά (κι ακούς στα χωριά κάτι κατάρες να σου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο). Και η ανθρωπολογική διατριβή μου παίρνει εδώ τέλος να μη μου λέτε πως γράφω μυθιστορήματα.

(μητέρα και κόρη, στο χωριό)

- Μάμμα, αρέσκει μου πολλά ο Πανίκκος της Θεκλούς. Θέλει με che τούτος che εν να παντρευτούμε..
- Μα επέλλανες τέλλεια κόρη; Επήρες το πόφαση να μας καταστρέψεις;
Μα ένι ξέρεις πκιός εν ο παπάς τούτου του μιτσή; - Όϊ ένι ξέρω..
- Άκου che εν να μάθεις. Παπάς του εν ο Στιλλής του Πελλογιωρκή, ο σαραντάσπορος.
- Ίντα μπου εν να πει τούτη λέξη πάλε;
- Εν πολλά κακόν πράμα. Σα μμιαλώσεις che γίνεις γέναικος εν να σου πω..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούστης, η αδελφή, ο πισωγιομίδης κλπ, στην Κρήτη. Το αν η λέξη εξακολουθεί να λέγεται και σήμερα δεν το γνωρίζω (στον «Ζορμπά» του Καζαντζάκη τη βρήκα), γι' αυτό αν κάποιος κρητικός σχολίαζε θα ήμουν υπόχρεος.

- Ώρε κουζουλέ, ίντα είναι αυτά που φοράς, θα σε πάρουν για νεραϊδιάρη βρε κουζουλέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας στην Καρπενησιώτικη διάλεκτο. Απαντάται σε ολόκληρο τον νομό Ευρυτανίας με αυξητική τάση στον πληθυσμό του.

Αϊα!! Πάλι μέθυσε ο βροντάρας!!!

Got a better definition? Add it!

Published

Πέρα από συνώνυμο του γκαντέμη, στην Κρήτη χρησιμοποιείται και με την έννοια του απεριποίητου, του βρώμικου, του ακατάστατου.

- Δες μαύρα που είναι τα νύχια σου. Πήγαινε να τα κόψεις ρε γρουσούζη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντοπιολαλιά του θεσσαλικού κάμπου (Τρίκαλα, Καρδίτσα κλπ). Βλάκας, βλακέντιος, ζουλάπι, βλακόμετρο, πυροβολημένος. Οι τρικαλινοί κράζουν ως γκαφάλια τους καρδιτσ(ι)ώτες και τανάπαλιν. Συνηθισμένες αβρότητες μεταξύ κοντοχωριανών.

- Μιλήσατε με το Γιωργάκη;
- Τι να σε πω ρε φιλλλαράκι, ο τύπος είναι ντιπ καταντίπ γκαφάλ(ι) μλάμ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας, στην ντοπιολαλιά της Χαλκιδικής.

Στη Χαλκιδική «γαβανίζω» - «γαβάνι» (το), γαβανάς (ο). Σχετίζεται με το χαβάνι = το γουδί, αρχ. ιγδίον

(μίνι δια-τριβή για μαλακία, από τα σχόλια εδώ)

Άλλη αναφορά στο λήμμα εδώ.

Είναι γλυκεια η μαλακια (από Vrastaman, 15/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σπασίκλας για τους κύπριους.

Γενικά δεν έχω σκοπό να κατακλύσω το σάιτ με κυπριακούρες, φρονώ εντούτοις πως η συγκεκριμένη λέξη πρέπει να μνημονευθεί δια τους εξής λόγους:

  1. Σε αντίθεση με τον ελλαδικό σπασίκλα, το σπάσμα είναι ουδέτερο, αφαιρεί δηλαδή από τον καλό μαθητή που όλοι φθονούν την πολύτιμη ιδιότητα του γένους, αρσενικού ή θηλυκού. Ένα αγόρι-φυτό χάνει την αρρενωπότητά του, ένα κορίτσι-φυτό χάνει τη θηλυκότητά του. Αμφότερα μεταβάλλονται σε ''όντα'', ''πλάσματα'', χωρίς ουσιαστική ταυτότητα, με ζωή υποτυπώδη ωσάν του φυτού, με μόνη ασχολία το διάβασμα, κάτι που τη σπάει απίστευτα κι ανυπόφορα στους άλλους, τους ''φυσιολογικούς''. Εξ ου και σπάσμα.

  2. Το ''σπάσμα'' παραπέμπει συνειρμικά στους σπασμούς, οι οποίοι σπασμοί παραπέμπουν γενικά σε κουλαμάρες, αναπηρίες, σακατιλίκια κλπ, κι όλα αυτά (εμένα τουλάστιχον) μου θυμίζουν Στίβεν Χόκινγκ, το προαιώνιο αρχέτυπο του φυτού/σπάσματος/σπασίκλα. Θα μου πεις τώρα πήγες Πατήσια-Ομόνοια μέσω Νέας Υόρκης, αλλά anyway...

  3. To ''σπάσμα'' κάνει σε πιο αρχαιοπρεπές, βρε αδερφάκι μου, σε σχέση με το ''σπασίκλας'', που όσο κι αν πεις είναι κατά τι πιο λαϊκουτζούρικο (ιδίως εκείνο το σύμπλεγμα ''κλ'' κάνει κάτι σε ''κλανιά'', ''σπασοκλαμπάνιας'', ''κλαπαρχίδας'' κ.ο.κ.). Κλίνεται άλλωστε κατά την γ' κλίση: το σπάσμα, του σπάσματος, τω σπάσματι... Άντε μην κατεβάσω κανένα σεντόνι τώρα για τους αδελφούς μας τους κύπριους που διατηρούν ανόθευτη τη γλώσσα των προγόνων μας κ.λπ. κ.λπ. και μας πάρουν όλους τα ζουμιά...

- Άτε κόρη κάτσε θκίβασε τσε λλίον λαλώ σου...
- Άισμε ρε μάμμα, εζάλισες με.
- Αρωτώ σε ρα, ίντα μπουννακάμεις εις την ζωήν σου; Να θωρείς την Κούλλα του Πελλογιωρκή τσε να πκιάννεις παράδειγμα.. Έν πολλά καλή μαθήτρια..
- Όι μάμμα, τούτον εν σπάσμα, έντζεν άθρωπος.

Δες και σπάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Μανιάτες, ειδικά όσοι μένουν στον Πειραιά.

Ο Πειραιάς, ως αναπτυσσόμενο λιμάνι, μάζεψε κάθε καρυδιάς καρύδι από κάθε γωνιά της χώρας. Ορισμένοι από αυτούς τους εσωτερικούς μετανάστες, προερχόμενοι από την ίδια περιοχή, εγκαταστάθηκαν στην ίδια περιοχή και δημιούργησαν κλίκες.

Τα μανιαούρια μαζεύτηκαν στην περιοχή που πήρε τ' όνομά τους (Μανιάτικα). Μαζί με τους πολυάριθμους κρητικούς (άλλη πειραιώτικη ομάδα με παρόμοια χαρακτηριστικά), τα μανιαούρια θεωρείται ότι γαμούν και δέρνουν, δε σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους, δε μασάν το μπούτσο τους κ.ο.κ

- Έμαθες τι έγινε με το Μανωλάκη τις προάλλες;
- Όχι ρε συ, για λέγε...
- Να, είχανε στήσει τα μηχανάκια με τον Κώστα το Γιατράκο, έφαγε ήττα, δεν τον πλήρωσε, κι έσκασε ο τύπος με τα μανιαούρια και τον κάνανε ασήκωτο...
- Μια ζωή μαλάκας ήτανε...

Αντζελα Γκερέκου. Στο ξεκίνημα της καριέρας της έιχε πάιξει το μανιαούρι (το α με ου), στην ταινία:το κορίτσι της Μάνης (από GATZMAN, 13/05/09)Α. Γκερέκου (από GATZMAN, 13/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μακαρίτισσα η γιαγιά μου, η Πολίτισσα, όταν έκανα σκανδαλιές στην παλιά ΣαΛονίκη, με φώναζε εκτός από μουσίτσα, σαψάλη, τεβεκέλη (any αηδία;), πεζεβένγκη (να το πάλι το νγκ...) αλλά και μισκίνη.

Έπιασα που λέτε τον εαυτό μου προχθές να επαναλαμβάνω τις ίδιες λέξεις στο παιδί μου!

Για να μαθαίνουν οι νέοι λοιπόν αλλά και να ενθυμούνται οι παλιοί, το μισκίνης προέρχεται από το Τούρκικο miskin που σημαίνει λεπρός αλλά και γενικά βρωμιάρης και ακατάστατος (αλλά και λέπρα και λεπροκομείο).

Αχ, τι ωραίες εποχές που ακόμα και το μπινελίκι ήταν αθώο, μάθαινες ξένες γλώσσες και αποκτούσες και ιατρικές (αλλά όχι ανατομικές) γνώσεις!

  1. Γιαγιά: Δεν θα σε πιάσω στα χεριά μου βρε μισκίνη, θα σου κόψω τα πόδια!

  2. Εγώ: Δεν θα σε πιάσω στα χέρια μου βρε μισκίνη, δεν θα σου αγοράσω τίποτα από το Jumbo το Σάββατο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified