Further tags

Η μεγαλούτσικη ανοιχτοπράσινη σαύρα που συναντάμε πολύ συχνά στην ελληνική ύπαιθρο το καλοκαίρι.

Ό,τι ξέρετε, ξέρω -κι ίσως να ξέρετε περισσότερα. Δεν το βρήκα πουθενά, πλην αλλ' όμως λέγεται από τους (παλιούς) ντόπιους της Αίγινας, όπου και το άκουσα.

Ο κολιστραβάς όταν τον μουντζώνεις θυμώνει.

(δηλ. αν του βάλεις το χέρι απλωμένο σα σε μούντζα μπροστά στη μούρη του, κάτι τον φοβίζει με το σχήμα αυτό και επιτίθεται)

(από dk636, 17/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η θέση πάρκινγκ στα κρητικά.

Ενίοτε δηλώνει και τον τρόπο με τον οποίο έχει παρκάρει κάποιος, ιδιαίτερα αν έχει παρκάρει χάλια.

  1. Έκανα μισή ώρα να παρκάρω γιατί δεν έβρισκα πουθενά ρεμίζα.

  2. Κοίτα ρεμίζα τον γάιδαρο, πάνω στο πεζοδρόμιο...

(από S.Nebelung, 16/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Κάνω τα γνωρίσματα» σημαίνει έρχομαι σε πρώτη επαφή με το σόι αυτού / αυτής που θα παντρευτώ, γνωρίζω δηλαδή την οικογένειά του / της η οποία επίσης γνωρίζει εμένα και τους δικούς μου.

Την έκφραση άκουσα από κάποιον που κατάγεται από την Ν. Αρκαδία και μου είπε ότι πρόκειται περί τοπικού ιδιωματισμού (συγκεκριμένα από το χωριό Κοσμάς). Πιθανόν όμως να λέγεται και σε άλλα μέρη της Ελλάδας.

- Τι θα κάνετε αυτό το Σαββατοκύριακο; Πάμε καμιά εκδρομούλα;
- Δεν γίνεται, έχουμε τα γνωρίσματα. Το άλλο.

Για παρόμοιες ή συνώνυμες εκφράσεις από άλλα μέρη της Ελλάδας βλ. προς το παρόν τα μπολντ στα σχόλια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οδοστρωτήρας, σε λαϊκότερη και πιο «χωριάτικη» εκδοχή. Συναντάται κυρίως στις αγροτικές περιοχές. Λόγω του κυλίνδρου που διαθέτει στο εμπρόσθιο μέρος το εν λόγω χωματουργικό μηχάνημα για να συμπιέζει και να στρώνει το οδόστρωμα κυλώντας πάνω σε αυτό χρησιμοποιώντας το βάρος του.

Επίσης μπορεί να το συναντήσουμε και ως «κύλιντρος» ή ακόμη πιο ακραία «κύλιντρας».

- Κύριε Μήτσο θέλω να στρώσω λίγο το έδαφος εδώ μπροστά ώστε να μπορούνε να πατάνε τα αυτοκίνητα, αλλά δε θέλω να το ρίξω άσφαλτο γιατί θα πάει ο κούκος αηδόνι...
- Σώπα ρε που θα ρίξεις άσφαλτο! Θα φέρω 'γω μια μέρα το κατρακύλι, θα σ'το πατήσω καλά και θα γίνει τσιμέντο!
- Το... ποιο θα φέρετε;
- Το κατρακύλι ρε ... τον κύλιντρο, πώς το λένε!
- Αααα, τον οδοστρωτήρα εννοείτε!
- Ε, πες το κι έτσι!

(από cristoferino, 26/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεσσαλική λέξη που χαρακτηρίζει κάτι πάρα πολύ λεπτό.

Από το φύρα και το φύλλο, δηλαδή κάτι λεπτότερο ακόμα κι από ένα φύλλο.

Κάνω μία απόπειρα ετυμολογίας, με κίνδυνο να πέσω σε παπαρετυμολογία, και να δικαιολογήσω την ορθογραφία που πρέπει να τονίσω ότι είναι αυθαίρετη -δεν έχω δει ποτέ την λέξη γραμμένη και ο γούγλης δεν έχει καμία επιστροφή

  1. - Μην βγεις έτσι έξω, θα κρυώσεις.
    - Πήρα σακάκι. - Τι, αυτό το φύρφυλλο, κάνει κρύο παιδί μου...
    - Τι κρύο ρε μάνα, 28 βαθμούς έχει!

  2. Είχα βρει μια ωραία σοκολάτα με γέμιση μέντα, αλλά όχι σαν τα φύρφυλλα τα after eight, κανονική σοκολάτα.

Τι να σου κάνουνε τα φύρφυλλα, τα τρως πέντε-πέντε για να καταλάβεις γεύση (από salina, 26/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρέκλα είναι η αλογόμυγα που άμα σε τσιμπάει λυσσάς και παραπατάς από τον πόνο. Επίσης, ενδεχομένως για τον παραπάνω λόγο, στρέκλα είναι ο κουτσός και αυτός που χάνει την ισορροπία του.

Δίπλα είναι λίγο πιο κει από κει που έπρεπε να είσαι, ναι ναι, το γνωστό ακριβώς από δίπλα.

Στρέκλα-δίπλα είναι χαρακτηρισμός τ. τροπικό επίρρημα (λέμε τώρα) για τρόπο περπατήματος και κυρίως παραπατήματος. Η έκφραση στο μεγαλείο της είναι «περπατάω στρέκλα-δίπλα» που σημαίνει: (σ)τρεκλίζω, κλυδωνίζομαι, είμαι ασταθής, κάνω απέλπιδες προσπάθειες να διατηρήσω την ισορροπία μου, αλλού πατάω κι αλλού βρίσκομαι ή και ίσα που στέκομαι στα πόδια μου, ένα στάδιο πριν καταρρεύσω.

Στρέκλα-δίπλα περπατούν οι κλασμένοι, τα πτώματα και οι λοιποί κομματιανοί παραπαίοντες.

Για πολλά χρόνια νόμιζα ότι το λέει όλο το σύμπαν, αλλά μετά με γούγλε κατάλαβα ότι μάλλον πρόκειται για τοπικό ιδιωματισμό, χαίρε ω χαίρε δοξασμένη Ηλjεία.

  1. Έκανα γενική στο σπίτι χτες, τι με έπιασε, μου βγήκε η Παναγία, το βράδυ ίσα που πρόλαβα να πάω μέχρι το κρεβάτι στρέκλα-δίπλα.

  2. Ε ρε πούστη μου, οι λαχανοντολμάδες βραδιάτικο... Μάτι δεν έκλεισα, όλο εφιάλτες, στο τέλος είδα κάτι πυρηνικά ολοκαυτώματα, απηύδησα σηκώθηκα στρέκλα-δίπλα από το κρεβάτι, με το κεφάλι μου ακόμα μπερδεμένο, να μουρμουρίζω ακατάληπτα, τρελάθηκε η άλλη.

  3. - Σε είχα έννοια χτες έτσι που σε είδα να πας στρέκλα-δίπλα μετά τα σφηνάκια, πώς θα φτάσεις σπίτι.
    - Πήρα λεωφορείο...
    - Α οκ, αφού είχε λεωφορείο εκείνη την ώρα.
    - ...και σκεφτόμουν μεγάλο πράμα η τεκίλα, μέχρι χτες δεν ήξερα να οδηγώ ούτε ποδήλατο και κουμαντάρησα ολόκληρο θηρίο.

Έτσι περίπου. (από Galadriel, 15/09/12)

Τρεκλίσματα: ζεϊμπεκιά, οχτάρια, στρέκλα-δίπλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαλικούτες ήταν ομάδες Βορειοαφρικανών κυρίως από Λιβύη, που ήρθαν στην Κρήτη κατά τον 18ο αι. και αποτελούσαν την πιο φτωχή και εξαθλιωμένη τάξη των μουσουλμάνων του νησιού. Η λέξη προέρχεται από το αραβικό χαλκ, που σημαίνει λαός και συνεκδοχικά σημαίνει λαουτζίκος, πλέμπα. Στην κρητική διάλεκτο έχει την έννοια του παρία, του βρωμιάρη του σιχαμένου παρόμοια με την βρισιά της κοινής Νέας Ελληνικής «τουρκόγυφτος».

Για τους παλαιότερους ήταν σοβαρή βρισιά.

Επήγανε για μπάνιο στη θάλασσα και γινήκανε σα τζι χαλικούτηδες....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξέρει ο βλάχος τι είναι ο σπόγγος;
Έκφραση της νότιας Πελοποννήσου.
Σφόγγος: τα τηγανιτά αυγά με χοίρειον λίπος. Φουσκώνουν και φαίνονται σαν σφουγγάρι. Θεωρείται κορυφαίον έδεσμα.
Βλάχος: όποιος κατάγεται από ένα πιο βόρειο μέρος από τον ομιλούντα. Π.χ από την Τρίπολη για ένα Σπαρτιάτη.
Σημασία: Περηφάνια για τις συνήθειες του τόπου του.

Μετά από περιγραφή κάποιου ξένου εθίμου, που θεωρεί κατώτερο.
Απάντηση: Ξέρει ο βλάχος τ' είν' ο σφόγγος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φάε, φάε για τα γουρούνια το ‘χουμε!
Περιπαιχτική έκφραση της Μάνης.
Διττή σημασία: αν δε το φας εσύ θα το φάνε τα γουρούνια. Δηλαδή τρως το φαΐ των γουρουνιών.
Φάε όσο θες, δε θα μας λείψει, γιατί έχουμε τόσο πολύ που περισσεύει και το δίνουμε και στα γουρούνια.

Μια φορά γύρω στα 1860 ο Βασιλιάς Γεώργιος επισκέφθηκε την Μάνη. Το φαΐ που του προσφέρανε ήταν λούπινα! (ένα όσπριο σαν τα ρεβίθια που ευδοκιμεί και σε αμμώδη παραλιακά εδάφη χωρίς πότισμα, με γεύση παρόμοια με τα ρεβίθια, αλλά πιο αλμυρή. Χρησιμοποιείται σαν ζωοτροφή για τα γουρούνια, αλλά στην ανάγκη το τρώνε και οι ντόπιοι).
Του άρεσε λοιπόν του βασιλιά και ζήτησε κι άλλο.
Του βάλανε λέγοντάς του: Φάε, φάε για τα μπουζία το ‘χουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χτυπάω, βαράω, με πρόστυχη συνήθως έννοια. Πρόκειται για λαρισιώτικης προέλευσης λέξη.

Άμα δε γκάνει ό,τι της πω , θα την σβουγκανίξω μια στον τοίχο να του κάνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified