Further tags

Τρομάρα μου ή τρομαρίτσα μου. Το λέει μεγάλος (συνήθως η γιαγιά) σε μικρό παιδι ως χαιδευτικό, δείχνει το μεγάλο ενδιαφέρον μη πάθει κάτι ο μικρός, μπορεί να σημαίνει ότι με το παραμικρό που θα συμβεί για το μικρό τρομάζει ο μεγάλος πάρα πολύ.

  1. Γαύγισε ο σκύλος δυνατά και φοβήθηκες τρομάρα μου.

  2. Ξύπνησες τρομαρίτσα μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει χαλαρώνω το σφίξιμο όταν κρατάω σχοινί, όταν δένω δέμα ή σακκί με σχοινί. Ενίοτε σημαίνει αφήνω εντελώς κάτι από τα χέρια.

  1. Ντώσ' το ρε. (σημαίνει, άστο η χαλάρωσε το κράτημα)

  2. Μη το ντώνεις πολύ γιατί θα σου φύγει το σκοινί από τα χέρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει το ξυλοφόρτωμα.

  1. Άμα σε πιάσω έχεις να φας πολλή ντουμπίτσα.

  2. Του 'ριξα μια ντουμπίτσα και μετά μου γλίστρησε από τα χέρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tράκο σημαίνει το χτύπημα. Eπίσης σημαίνει το τρακάρισμα με αυτοκίνητο ή μηχανή. Mερικές φορές σημαίνει «η σοβαρή προσπάθεια για να πετύχουμε κάτι».

Eκφράσεις συνηθισμένες είναι :
-Tου έδωσα ένα τράκο.
-Tου έριξα ένα τράκο,
-Έφαγα ένα τράκο.
-(Χρήση ως παρατσούκλι) Ο μήτσιοτράκος.

-Άντε, παμε να του δώσουμε ένα τράκο και θα δούμε τι θα βγει (πάμε να κάνουμε μια προσπάθεια και θα δούμε)

-Εχθές που ερχόμουν απο Κηφισίας, ένα αυτοκίνητο δε πρόλαβε να φρενάρει και έριξε ένα τράκο στο μπροστινό, που να ειδής...

-Ο Νίκος έφαγε ένα τράκο με το μηχανάκι, πού να στα λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει δυσανασχετώ με κάποιον.

Η πιό συνηθισμένη έκφραση είναι κρατάω ρούτζα που σημαίνει κρατάω μούτρα.

  1. Γιατί μου κρατάς ρούτζα, σου έκανα τίποτα;

  2. Βγάλ' τη ρούτζα από τα μούτρα, δε μπορώ να σε βλέπω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει μήπως και μάλλον. Προέρχεται από το σάμπως, που επίσης σημαίνει μήπως και μάλλον.

  1. Για σώπα ρε, σάμπατι άρχισε να βρέχει.

  2. Άστονε αυτόνε, μη τον κάνεις πολύ παρέα, σάμπατι μολογάει και τίποτα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει αυτός που έχει κάποιο χαρακτηριστικό από τότε που γεννήθηκε.

- Ρε θεία, πως είναι έτσι κουτσός αυτός;
- Είναι γεννητάτος, μάνα μου. (έτσι γεννήθηκε)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται κι έτσι το πολυτραγουδισμένο μουνί.

Κατ' αρχήν, ειλικρινώς, σε ιδιώματα που έχουν την τάση να κόβουν τα φωνήεντα. Δευτερευόντως, από αστειάτορες που ειρωνεύονται την υποτιθέμενη βλάχικη εκφορά του μουνιού, ή απλώς είναι κορεκτίλες και δεν θέλουν να πουν όλη την λέξη κανονικά, οπότε κάνουν αυτήν την ντεμέκ αυτολογοκρισία είτε προφορικώς είτε στον γραπτό διαδικτυακό λόγο. Βλ. και αμνί.

  1. Αχ μάνα μου, μάνα μου με τρώει το μνι
    ξύστο για να βγάλ' μαλλί
    Άι ντουμουντούμ, άι ντουμουντούμ κι τ' αρχίδια μας γρατζουνούν. (Από σκωπτικό άσμα)

  2. πονος στο μνι.
    Λοιπον θα μπω κατευθειαν στο θεμα.
    Οχι εγω, μη χαιρεστε, μια φιλη μου εχει ενα μικρο προβληματακι.
    (Η συναρπαστική συνέχεια στο Κοσμοπόλιταν)

(από Khan, 05/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ιδιωματισμός της Ηπείρου που περιγράφει τύπο φτυαριού στενότερου και παράλληλου ως προς τη λαβή, που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη στενών τρυπών και αυλακιών. Συχνότερα απαντάται ως μπελ'.

- Τάσου, θα μου δώκεις του φτυάρ' ν' ανοίξου κανένα χαντάκ';
- Άμα θες χαντάκ' να σ' δώκω καλύτερα του μπελ'.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοντόχοντρος, από αρβανίτικα.

Τέτοια κοπέλα σαν τα κρύα νερά να παντρευτεί αυτόν τον μπακούκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified