Ο ελαφρόμυαλος, αυτός που δεν πατάει στη γη, ο βλάκας ή αυτός που παρασύρεται εύκολα.
Αυτή μην την παίρνεις στα σοβαρά, στο νησί μου, την Κάλυμνο, γυναίκες σαν και αυτήν τις λέμε ρηχοφυτεμένες.
Ο ελαφρόμυαλος, αυτός που δεν πατάει στη γη, ο βλάκας ή αυτός που παρασύρεται εύκολα.
Αυτή μην την παίρνεις στα σοβαρά, στο νησί μου, την Κάλυμνο, γυναίκες σαν και αυτήν τις λέμε ρηχοφυτεμένες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαρακτηρισμός κάποιου που έρχεται και ξανάρχεται για να ζητήσει κάτι ...
- Πάλι εσύ κυρ Μπάμπη, είναι η τρίτη φορά που έρχεσαι σήμερα.
- Ξέρω, ξέρω, έχω καταντήσει σαν τον φτωχό συμπέθερο όπως λέμε στο χωριό μου στην Πελοπόννησο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έτσι κοροϊδευτικά χαραχτήριζαν οι υπόλοιποι Δωδεκανήσιοι τους Νισύριους, που ακόμα και σήμερα παίρνουν τη ζωή πολυ ελαφρά, πολύ ξένοιαστα.
Έχει σχέση, βέβαια, αυτός ο χαραχτηρισμός με την ελαφρόπετρα που αφθονεί σε αυτό το νησί-κρατήρα.
Τους Νισύριους τους λέγαμε και ελαφρόπετρες γιατί ζούνε το παρόν ανέμελα, ίσως γιατί το νησί τους είναι ένας κρατήρας ενεργού ηφαιστείου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τα λύγκια είναι ο σβέρκος.
Να μη μπερδεύεται με τη λιγκιά, που είναι η σφήκα.
Και τα δυο είναι χιώτικα.
Τον άρπαξε από τα λύγκια.
Got a better definition? Add it!
Ο χοντροκομμένος πατσάς. Λέγεται και χοντρό(ς), σε αντιδιαστολή με τον ψιλοκομμένο, γνωστό και ως ψιλό ή, σε μερικά μαγαζιά, απλώς και ως σούπα. Η άποψη ότι οι μάγκες τρώνε ντουζλαμά και οι αρχάριοι σούπα είναι αβάσιμη.
Μεταφορικά, η λέξη ντουζλαμάς λέγεται και για ο,τιδήποτε χοντροκομμένο ως μη έδει, με ειρωνεία.
Αναφέρεται και ως τουζλαμάς, με τ-, αλλά είναι πιο σπάνιο.
Είναι τούρκικη λέξη, tuzlama. Τuzlama είναι και η σούπα πατσάς αλλά στα τούρκικα αυτή είναι δευτερεύουσα σημασία. Κατά βάση σημαίνει αλατισμένος, παστός από το ρήμα tuzlamak = παστώνω. Τuzla είναι η αλυκή. Τούζλα λέγεται κι ένα προάστιο της Κωνσταντινούπολης αλλά και η γνωστή πόλη της Βοσνίας όπου υπήρχαν μεγάλα ορυχεία αλατιού. Η σύνδεση ανάμεσα στο αλάτι και στον πατσά δεν είναι προφανής, τουλάχιστον σε μένα.
Αν και πατσές στα ελληνικά λέγονται οι κοιλιές, στα τούρκικα paça είναι το πόδι του ζώου, το κάτω μέρος του ποδιού. Η κοιλιά, το στομάχι στα τούρκικα είναι işkembe - εξ ου και σκεμπές - και ο πατσάς που τρώμε λέγεται işkembe çorbası, δηλαδή σούπα από κοιλιά. Το γεγονός ότι μια λέξη που στα τούρκικα σημαίνει πόδι στα ελληνικά έφτασε να σημαίνει κοιλιά είναι μια παρανόηση που την αιτία της πρέπει να την αναζητήσουμε στο μπέρδεμα που συμβαίνει στο καζάνι του πατσά.
Γιατί, ακριβώς, ο καλός πατσάς τα θέλει και τα δυο - τα ποδαράκια ν' αφήνουν το ζελέ τους και το κρέας τους να ξεκολλάει απ' το κόκαλο σχεδόν λιωμένο και τους σκεμπέδες να δίνουνε τη νοστιμιά... τα διάφορα κομμάτια του σκεμπέ, τόπι, νταμάρι, σβηστήρι και, κυρίως, το σκουρόχρωμο σαρδένι που είναι το γευστικότερο και το πιο βαρύ. Εννοείται, βέβαια, ότι ο πατσάς πρέπει να κόβεται επί τόπου και κατά παραγγελία. Πατσατζίδικο που έχει τον πατσά κομμένο εκ των προτέρων, μακριά.
Στη Θεσσαλονίκη τουλάχιστον, τα καρυκεύματα του πατσά είναι πρωτίστως το κόκκινο (ζουμί και λίπος από το καζάνι μαζί με λίγο ξύδι και γλυκιά πάπρικα), το σκορδοστούμπι (ψιλοκομμένο σκόρδο μέσα σε πολύ ξύδι για να κόβει το λίπος) και το μπούκοβο (τριμμένη ξερή πιπεριά, κόκκινη καυτερή). Αλλά είναι απολύτως ΟΚ και καθόλου φλώρικο να προτιμάει κανείς τον πατσά άσπρο, με λεμόνι και αλατοπίπερο.
Στην Ελλάδα, η κουλτούρα του πατσά είναι βόρειο πράμα - και δη Σαλονικιό, αν και υπάρχουν σοβαρά, παραδοσιακά πατσατζίδικα σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας, ειδικά της Δυτικής. Και τη λέξη ντουζλαμάς παλιότερα μόνον επάνω την καταλάβαιναν. Ασφαλώς και στη Θεσσαλονίκη τώρα ο πατσάς είναι συνδεδεμένος με το ξενύχτι και το ποτό, αλλά δεν ήταν πάντα έτσι. Για πρωινό έτρωγαν πατσά, πριν πιάσουν δουλειά, οι λιμενεργάτες και, τα καθώς πρέπει, ας πούμε, πατσατζίδικα της Εγνατίας -ο Λευτέρης και ο Ηλίας, κατά πρώτο λόγο- ήταν πρόσφορα για φτηνές οικογενειακές εξόδους τα βράδια του χειμώνα.
Για την γεωγραφία του πατσά στη Θεσσαλονίκη δείτε εδώ ένα απόσπασμα από το βιβλίο-οδηγό της Λένας Καλαϊτζή-Οφλίδη. Και αξίζει να διαβάστε εδώ το σύντομο πεζογράφημα «Ο Ντουζλαμάς» του Γιώργου Γκόζη. Για όποιον θέλει να φτιάξει πατσά στο σπίτι, εδώ έχει μια καλή συνταγή και την περιγραφή της όλης διαδικασίας. Ποδαράκια και σκεμπέδες στη Θεσσαλονίκη πουλάνε δυο-τρία ειδικά χασάπικα που έχουν απομείνει στο Καπάνι.
Ευχαριστώ τον Χότζα που μου τα θύμισε όλα αυτά με το σχόλιο που έκανε εδώ. Το λήμμα, πάντως, είναι αφιερωμένο εξαιρετικά στον Άλλο, από τον Κύκλο των Χαμένων Σλανγκιστών, που την είχε αναφέρει τη λέξη ντουζλαμάς εδώ αλλά δεν την είχα προσέξει τότε.
Το λοιπόν, εμένα θα μου φέρεις έναν ντουζλαμά, με κόκκινο, και πες του να βάλει και λίγο σαρδένι παραπάνω... για το φίλο μου εδώ θα φέρεις μια σουτζουκάκια σμυρνέικα με πιλάφι ... ναι, για την Έκθεση ήρθε, από κάτω... δε θέλει πατσά...
Καλά, ρε αγόρι μου... ψιλοκομμένο είπαμε το κρεμμυδάκι... ντουζλαμά το 'κανες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χωρίς καπέλο, με ακάλυπτο κεφάλι τέλος πάντων.
Τα μαλλιά τους οι γυναίκες τα έκαναν κοτσίδες πίσω στην πλάτη. Άλλοτε τις έκαναν κύκλο στο κεφάλι ή φτιάχνανε τα μαλλιά κότσο και βγαίνανε ξεκούτρουλες.
Μην πας ξεκούτρουλος ρε, θα γυρίσεις σαν ζαλισμένο κοτόπουλο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από δύο τραγούδια - ύμνους στους Τυπικούς Κύπριους του Andy Ahana στο YouTube.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα, η έκφραση ξεπέρασε τον ψηφιακό κόσμο και τέθηκε σε καθημερινή χρήση, ως το τοπικό συνώνυμο του κλασσικού μαλάκα Έλληνα ή Ελληνάρα.
Τείνει δε να αντικαταστήσει τον παραδοσιακό χαρακτηρισμό Ττοππουζοκυπραιος.
Αν νιώθεις θιγμένη επειδή κάποιος έφκαλε τραγούδι που μιλά για τις typical Κυπραίες μάλλον εν επειδή είσαι typical Κυπραία που φορείς τακούνια με κολάν τζαι κολάν με κοντό παντελόνι (άμεση αναφορά στο βίντεο Typical Kyprea από blog)
Η κοινωνία μας καίγεται και ο «Typical Κυπραίος» ψήνει σούβλα (χρήση σε blog χωρίς άμεσο συσχετισμό με το βίντεο)
Είσαι τέλλεια ττύπικαλ κυπραίος ρε μαλάκα! Χώρε ίνταλως εππάρκαρες! (σε καθημερινό λόγο)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στην Ρόδο προφέρεται με πέντε τ, όπως το τττττέλι.
Χαρακτηρισμός για τα καμάκια που περιμένανε τις τουρίστριες να ξεμυτίσουνε από το ξενοδοχείο, οπότε και τις ακολουθούσαν κατά πόδας ή με το μοτοσακό που, κατά κανόνα, είχε τρυπημένη εξάτμιση.
Συνήθως, ήταν έφηβοι που δούλευαν σε συνεργεία , ξυλουργεία κ.τ.λ. Μακρύ μαλλί, τρυπημένη εξάτμιση, πηγαίναν συνήθως κατα δυάδες.
Το είδος αυτό έχει εξαφανισθεί πια από την Ρόδο. Την παράδοση πια συνεχίζουν κάποιοι Αλβανοί μετανάστες.
Συνώνυμη η λέξη πάκος.
Καμιά πενηνταριά ματάρια περιμένανε έξω από το ξενοδοχείο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μπρουσούκ(ι), ή μπουρσούκ(ι). Κυριολεκτικά ο ασβός.
Λέμε έτσι τον πονηρό που προσπαθεί να κινηθεί υπογείως για κακό. Αυτόν που προσπαθεί να κάνει κάτι, συνήθως εις βάρος σου, χωρίς να τον πάρεις χαμπάρι. Αυτόν που δεν μπορεί ή δεν θέλει να σε αντιμετωπίσει ευθέως και συνωμοτεί πίσω από την πλάτη σου...
Εγώ σου χτύπησα το αμάξι σου!;;;
Πιό μπρουσούκ(ι) στο είπε αυτό;
Αυτό το μπρουσούκι που μένει από πάνω παίρνει τηλέφωνο την αστυνομία. Το ξέρω!
Πάλι εσύ ρε μπρουσούκ(ι) είπες ότι εγώ πέταξα τα σκουπίδια εκεί;
Δεν θα σε πιάσω; Πού θα μου πας...
Λένε οι παλιοί μια ιστορία στον τόπο μου (δεν γνωρίζω το βαθμό εγκυρότητας) ότι, κάποτε ο παππούς Καραμανλής αποκάλεσε τη Βασίλισσα Φρειδερίκη μπρουσούκ και δεν μπορούσαν να καταλάβουν για μέρες τι της είπε...
Got a better definition? Add it!
Μάχομαι στην Απείρανθο της Νάξου σημαινει «μισώ».
- Ο Γιώργης με μάχεται από παλιά...
Got a better definition? Add it!