Further tags

H βούλα, το σημάδι.

Ορίζει κυρίως τα εκ γενετής σημάδια του κορμιού, όπως ελιές, κρεατοελιές, λεύκη κ.α αλλά και γενικώς τους λεκέδες στα γύφτικα.

-Ποιός πέρασε;

-Ο Μούλης (υποκοριστικό του Θωμάς εις την ευγενέστατη και συμπαθητική φυλή των Γύφτων) με τη ντάμκα και το σαξ το εβδομηνταπεντάρι το φτιαχτό.

σ.s.: ο εν λόγω Μούλης έχει μια ελιά στο πρόσωπο σε μέγεθος ρεσώ (κεριού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκουντάω, ζμπρώχνω. Βορειοελλαδίτικος ιδιωματισμός.

Περιμένοντας στην ουρά, ο μπροστά στον πίσω:

-Αρ τι ρουσντάς; Κατά πού να κλώσω;

-Μένα το λες; Οι από πίσω με ζμπρώχνε...

Ρουσντάει καλά ο Σάλμαν Ρούσντι! (από Hank, 25/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυρμήγκι που τσιμπάει άμα λάχει.
(Κρητικός ιδιωματισμός).

Γιαγιά: - Παλουκώσου και διάβαζε βρε διαολή! Μελιτάκους έχεις στον ποπό σου ;

(από σφυρίζων, 09/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κρήτη): Στήθος, θώραξ. Πιθανόν εκ του petto (ιταλ.) < pector-is (λατιν.) = στήθος, θώραξ.

Έζιν' ο μπέτης σου ζυαλί
τσαι φαίνετ' η καρδιά σου
τσ' είν' η αγάπη ψεύτιτση
κρίμα την εμορφιά σου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κρήτη) Πνίγομαι, ασφυκτιώ.

-Μωρέ Μιχαλιό! Μην την σφίτζεις μωρέ πολύ τη γραβάτα σου καλοτσαιριάτικα, θα κρουφτείς μωρέ παράωρε!
-Τσι αφού πάω στο ίντερβιου, να ντζι κάμω εντύπωση, πώς θε' να πάω, ξεμπετισμένος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κρήτη) Λαιμός, καρύδι, οισοφάγος. Bλ. και λήμμα γκαρλιά(ν)γκος.

-Με πονεί ο τζάρουχάς μου τσαι κρούβομαι.
-Γιάντα δεν παίρνεις μωρέ κανένα καλαμπαλίκι ;
-Επήρα τσαι δεν κάμει πράμα, θεμά τσι ζιατρούς.

Βλ. και καρίτζαφλας, γκότζο και σχόλια στο θα σου πιω το αίμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα) Λαιμός, καρύδι, οισοφάγος. Bλ. και λήμμα : γκαρλιά(ν)γκος.

Τον έπιασε απ' τον καρύτζαφλο και τον ακινητοποίησε.

Βλ. και καρίτζαφλας, γκαρίτσαφλος, γκότζο και σχόλια στο θα σου πιω το αίμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Γιάννενα & Βόρεια Ελλάδα): Λαιμός, καρύδι, οισοφάγος.

Στην Πάτρα καρύτζαφλος, στην Κρήτη τζάρουχας (βλ. έγινε ο στόμας μου τσαρούχι <πιθανότατα εκ του τουρκ. caric = πληγή).

Στην κλασσική αργκό: τραγουδιστής.

Αρε, να συ πιάσου απ' τουν γκαρλιάγκο, να στουν στρίψου.

Βλ. και καρίτζαφλας, γκότζο και σχόλια στο θα σου πιω το αίμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Νάουσα Ημαθίας) Έκφραση που χρησιμοποιείται, όταν κάποιος είτε δεν καταλαβαίνει τα τεκταινόμενα ή την συνομιλία, είτε είναι αφηρημένος και δεν προσέχει. Bλ. και στον Πύργο λειτουργάνε.

Στην κυριολεξία, αναφέρεται σε κυκλικό δημοτικό χορό, κατά τον οποίο, κάποιος αφηρημένος χορευτής, δεν ακολουθεί τον βηματισμό των υπολοίπων και τραβάει κατά τον τοίχο μόνος του...

Μεταφρασμένο, βλάχικης ή ντόπιας (μακεδονίτικης) προελεύσεως.

- Κατέβηκα Σαλονίκη και είδα το Στόκα στο Μύλο. Πολλά γούστα φιλαράκι!
- Καλά ρε συ, σίγουρα πήγες ή μας παραμυθιάζεις; Αφού ο Μύλος έχει κλείσει για επισκευές για. Ρε μήπως ήσουνα στη Λαζαριστών; Ήταν σε ύψωμα ή κοντά στη θάλασσα;
- Ωχ! καλά που με το είπες, εκεί ήμουνα.
- Καααλά. Κατ' τον ντοίχο το χορό είσαι, με φαίνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Έκφραση, που χρησιμοποιείται, όταν κάποιος είναι αφηρημένος και δεν προσέχει τα τεκταινόμενα ή την συνομιλία.

Στη Νάουσα Ημαθίας: Κατ' τον ντοίχο το χορό

Εύστοχα αμερικανιστί: You don 't know what the score is, buddy.
μερικώς εφαρμόσιμο βρετανιστί: You 've lost the plot mate.

-Ρε σείς, πάμε το βράδυ Ωδείο, που παίζουνε οι Suicidal Tendencies;
-Ναι αμέ!
-(αφηρημένος) Ρε αυτοί δεν είναι που λένε το «και μαζί και μόνος»;
-Καλά, αγόρι μου, στον Πύργο λειτουργάνε !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified