Further tags

Ρήμα που χρησιμοποιείται στην περιοχή Πηλίου και σημαίνει μαλακίζομαι, δεν κάνω τίποτα ουσιαστικό. Επίσης σε ερώτηση σημαίνει «πας καλά;», «είσαι καλά;»

- Πάμε για μπάνιο στη θάλασσα, Κωστή;
- Κουφομπλώνεις; Έχει κρύο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαρισαϊκός ιδιωματισμός για τα σκατουλάκια που κρέμονται επίμονα από τις κωλότριχες.

- Γαμώ την παναγία μου, πάλι λέρωσα το σωβρακό μου, αυτά τα μαλακισμένα τα ταρζανίδια φταίνε πάλι.

(από gizaha, 01/12/08)

Βλ. και ταρζανάκι, ταρζανέλια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οταν κάποιος είναι ανίκανος, άχρηστος ή γενικά ανεπρόκοπος σαν να έχει καεί από φωτιά. Κυκλαδίτικος ορος.

— Τον πήρε 25 λεπτά να αδειάσει το τασάκι, ενώ εμείς περιμέναμενε!!
— Ε τον μαλάκα τον φωτιοκαμένο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων τη φράντζα παρατεταμένη και σε ορθή γωνία θυμίζοντας έτσι αγροτικό εργαλείο (τσάπα).

-Κοίτα αυτό το ήμο, το παράκανε με τη φράντζα. Σαν τσάπος είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονόμασια για τη βρώμα που πιάνουν τα αρχ..α μετά από 5 μέρες χωρίς μπάνιο.
Προέλευση: δυτική Μακεδονία.

-Πωωωω με ξύνουν τα αρχ..α μου έχω 6 μέρες να κάνω μπάνιο.
- Η μέρδα θα φταίει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ατόμων από τη Λάρισα για τη συγκέντρωση βρόμας πίσω από τα αυτιά. Δεδομένου ότι δεν κάνουν συχνά μπάνιο είναι μία σχεδόν καθημερινή λέξη στο λεξιλόγιο τους.

Μήηηηητσου καρκαμάντζα εχς πιάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ρεβυθοκεφτές.

- Τηγάνισε μερικά πιταρούδια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κουλούρι που έχει παντού σισάμι (είδος ψωμιού).

- Θεία φέρε μου ένα ψιμήθι να φάω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο/η κάτοικος της Βόρειας Ελλάδας, κυρίως της Θεσσαλονίκης.
Ετυμολογείται από τη φράση «σε λέω, με λες», που αντικατοπτρίζει τη χρήση της αιτιατικής πτώσης του αδύναμου τύπου των προσωπικών αντωνυμιών σε ρόλο έμμεσου αντικειμένου (με, σε, τον/την/το) αντί της γενικής που χρησιμοποιείται στην Κοινή Νεοελληνική (μου, σου, του/της/του).

Ήταν μια σελεμελού, φίλε, σήμερα στο λεωφορείο και όταν δεν άνοιξε η πόρτα στη στάση για να κατεβεί φώναξε «Οδηγέ, με ανοίγεις λίγο από πίσω;».

νεοελληνικές διάλεκτοι, περίπου 1900 (από earendil_ath, 01/02/12)

Δες και θεσσαλονικιώτικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαρέθηκα και φεύγω.

- Ουφ! Μπιζέρσα! Πάω σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified