Further tags

Αυτός που λέει ζαβές (=χαζές) κουβέντες, αυτός που φλυαρεί άσκοπα.

Χρησιμοποιείται στη Νάξο. Μπορείς να το χρησιμοποιήσεις σε πέφτουλες, επιδειξιομανείς τύπους, παπατζήδες, φαντασιόπληκτους κτλ.

  1. Μην του δίνεις σημασία, είναι ζαβοκουβεντάς.

  2. Σώπα ρε ζαβοκουβεντά

  3. Δεν μπορώ να την ακούω, είναι ζαβοκουβεντού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακοθάνατος, επίθ. Ο έχων κακό θάνατο, αυτός που πέθανε με άσχημο τρόπο.

Χρησιμοποιείται κυρίως στη Νάξο ως βρισιά-κατάρα και όχι ως έκφραση λύπης. Μπορεί να συνδυαστεί με το αδικοφονεμένος (=αυτός που φονεύθηκε άδικα). Μπορείς να το χρησιμοποιήσεις αντί για το μαλάκας (ή αντί της [μούντζα]ς), ειδικά σε περίπτωση που τα έχεις πάρει κρανίο σε δημόσιες υπηρεσίες, σούπερ μάρκετ κτλ. Όπου νιώθεις αδικημένος -στιγμιαία- ψιθύρισέ το χαμηλόφωνα μέσα απ'τα δόντια. Αποκλείεται να καταλάβουν τι λες.

1.Πήγα να πάρω τη δήλωση και η κακοθάνατη η υπάλληλος με είχε να περιμένω 2 ώρες στην ουρά.

  1. Α τον κακοθάνατο σου έλεγε ψέματα τόσο καιρό!

  2. Κακοθάνατη! (βρισιά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο αρκαδικό ιδίωμα είναι η κοπριά ζώου, ο μικρός σωρός από ακαθαρσίες (δες). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά-υβριστικά.

Πάσα (Δ.Π.): Επίκουρος.

  1. Ρε συ τι γκουβουνα ειναι αυτη μεσα στη λεκανη :o ;Ποιος την εκανε ;Ειναι ανθρωπινη :D ;Αυτος που την εκανε πως περπαταγε μετα ;Πηγε κατω με το καζανακι ; 'Η φωναξανε την ομαδα των ειδικων καταστροφων για να την εξολοθρευσει ; Περιμενω με αγωνια τις απαντησεις σου !! (Εδώ).

  2. Τα υπόλοιπα δεν ασχολούμαι, είναι σαχλαμάρες του γκουβούνα μαθητή σκατάλαβα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμία του Πόντου (πάντα με επιφύλαξη) που λέγεται σε περιπτώσεις ατελέσφορων προσπαθειών, έντονα χρωματισμένο με κυνισμό και ειρωνεία. Εμφιλοχωρεί ένα μνησίκακο «σ' τα 'λεγα».

Πανίκας: (μπουκωμένος με πισία*) Τι έκανες σήμερα;
Κωστίκας: Πήγα ώς την Εφορία, αλλά είναι Καθαρά Δευτέρα και το 'χα ξεχάσει.
Πανίκας: Σ' το 'πα ρε σήμερα το πρωί ότι είναι γνωστοί λουφαδόροι στην εφορία μας και θα την είχαν κάνει για τριήμερο, ή όχι; Βόδι πήγες, μοσχάρι γύρισες.


*πισία (τα): παραδοσιακό ποντιακό γλυκό. Ο ενικός αριθμός αγνοείται και αναζητάται. Απανταχού σλανγκολάγνοι, βοηθάτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γουρουνοπούλα, το κλασικό πανηγυριώτικο έδεσμα, σύμφωνα με τους Σπαρτιάτες. Το θεωρούν περίεργο να μην ξέρεις τι είναι η μπουζοπούλα.

Σπαρτιάτης: Θες μπουζοπούλα;
Μη Σπαρτιάτης: Κέρνα, πατριώτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ Σπάρτης προερχόμενη λέξη, που περιγράφει αυτό που ο υπόλοιπος κόσμος αποκαλεί «υδρορροή».

Σπαρτιάτης: Ρε μη πηγαίνεις κάτω από τους ρεύτες, θα γίνεις μούσκεμα.
Μη Σπαρτιάτης: Τους ποιους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μούτα είναι η άσχημη, έως πολύ άσχημη, γυναίκα. Προέρχεται από την αρβανίτικη λέξη μούτι, η οποία στη νεοελληνική σημαίνει σκατά.

Η αναφορά γίνεται κυρίως για το πρόσωπο, αλλά πολλές φορές είναι το συνολικό αποτέλεσμα που θα σε κάνει να καλέσεις μία γυναίκα μούτα.

  1. - Τι έγινε τελικά με αυτή που μιλούσατε στο facebook; Καλή; - Μούτα ρε φίλε, άστα να πάνε... Δε βλέπεται η γκόμενα...

  2. - Δε σου γνώρισε η αδερφή σου ρε καμιά φίλη της; - Τι να μου γνωρίσει μωρέ; Όλο με κάτι μούτες κάνει παρέα.

  3. - Μόλις περάσουμε από δίπλα, τσέκαρε αυτές που κάθονται δίπλα στο παράθυρο... - Προχωράτε! Μούτες και οι τρεις...!

Ορνέλα Μούτι, με την καλή έννοια. (από Khan, 19/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Η δαγκάνα των υδρόβιων καρκινοειδών οργανισμών (ακα. μαλακόστρακα, απλώς δεν ήμουν σίγουρη για το πως κλίνεται στην γενική πληθυντικού και είπα να το αποφύγω). Και πάλι στην Κρήτη, συγκεκριμένα στην περιοχή της Ιεράπετρας, ενδεχομένως εν γένει του νομού Λασιθίου.

Μπρε Μανούσο, ζάε μια χαρχάλα πού 'σει τούτοσές ο καβρός (ακα. καβούρι)! Άνε σ' αμπώξει καμιά στο πουλί, θα σ' τόνε κόψει απ' τον πάτο!

(από mafie, 18/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα δυτικά παραθεσσαλονίκεια, ο αλήτης, ο άσωτος, ο εξώλης και προώλης. Ακόμη ρόγκατσος, ρογκάτσα.

Όσο για την προέλευση, το πιθανότερο λέω είναι να προέρχεται από τα ρουγκάτσια (< ρούγα), ένα σχετικά γνωστό παλιό καρναβαλίστικο έθιμο στη βόρεια και κεντρική ελλάδα, παρότι το συγκεκριμένο δεν ήταν και από τα πιο διονυσιακά ελλαδίτικα έθιμα (δείτε εδώ και αυτό το ωραίο ντοκιμαντεράκι).

Απ' την άλλη, λιγότερο πιθανής σύνδεσης, στα διαλεκτικά δουλγέρικα ρουγκάτσι ήταν ο «τούρκος», όπως μας πληροφορεί ο Τριανταφυλλίδης (στο κειμενάκι του για τις συνθηματικές γλώσσες και κατευθείαν στο χειρόγραφο γλωσσάρι για τα δουλγέρικα ή ντουγραματζίτικα από το Διδυμότειχο).

Τέλος όμως ν' αναφέρω και τα ρόγκια, τα «χωράφια που έχουν ρογκιστεί, δηλαδή καεί και ετοιμαστεί για τη νέα σπορά», όπως μαθαίνω απ' τις «Λέξεις που χάνονται» (2011) του κυρ-Σαράντ, τα οποία τα βρίσκω κοντά στη σημασία του εδώ ορισμού αν μη τι άλλο επηρεασμένος απ' τις τσαϊράδες κατά Χριστιανόπουλο.

Πόσις κι πόσις ρογκάτσις δεν έφηυγαν απ' τα χουριά κι' επήαιναν στ' γερμανία, δέν τις ήξηυρε κανείς και τ'ς ανηχόταν κι' έκαμναν τη ζουή τ'ς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγροτοποιμενική σλανγκιά γιά τον γαμιστρώνα. Το λήμμα το τζίμπησα στη Λακωνία αυτό το σου-κου, και το καταχωρώ αφού έλαβα διαβεβαιώσεις από ανεξάρτητο παρατηρητή ότι δεν πρόκειται περί λεξιπλασίας αλλά τυγχάνει ευρύτερης χρήσης.

Ψυχανεμίζομαι ότι υφίσταται και ο οξύτονος τύπος μαρκαλειό, αλλά συμπαθάτε με, δε μου 'κοψε να ρωτήσω. Την άλλη φορά...

Α, η ετυμολογία είναι προφανής, ξέρετε τώρα, αυτό που κάνει ο γίδος στην κατσίκα για να μας εξασφαλίσει το επόμενο πασχαλινό τραπέζι.

Νικόλας (αναφερόμενος σε κουκλίστικο, νεόδμητο σπιτάκι στην περιοχή): - Ωραίο μαρκαλείο έφτιαξες εκεί χάμω.
Ιδιοκτήτρια του εν λόγω οικήματος: - Τι είναι το μαρκαλείο;
Λημματογράφος: - Καλά ρε, δεν ξέρεις τι πα να πει μαρκαλεύω;
Ιδιοκτήτρια: - Τσου.
(Παρέχονται οι απαραίτητες εξηγήσεις.)
Λημματογράφος: - Αυτό το μαρκαλείο που λες, εσύ το 'βγαλες ή το λένε κι άλλοι;
Τάκης (συμπότης Νικόλα): - Όχι, το λένε κι άλλοι.
Λημματογράφος (εις εαυτόν ): - Πω ρε πούστη μου, ευτυχώς, κι ήταν άδειο το πρόχειρό μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified