Further tags

Ο πανύβλακας!

- Τήρα τον τραμπάκουλα πως οδηγεί!
ή - Τι τραμπάκουλας! Ξέχασε το τσιγάρο αναμμένο και έκαψε την μισή μοκέτα!

(από allivegp, 30/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άντρας του οποίου κάποια συγκεκριμένη συμπεριφορά ή αντίδραση θυμίζει πούστης.

Βλ. επίσης: Λουκία, λούγκρα, πουστάρα.

Όταν κάποιος χτυπήσει πολύ λίγο αλλά η αντίδρασή του είναι πολύ έντονη:

- Πόνεσες μωρή λούση;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψυχαναγκαστική τάση κάποιου για συνεχές άραγμα σε σαιζ-λονγκ, με τα πόδια ορθάνοιχτα, φορώντας ένα σορτσάκι και βυθιζόμενος σε βαθιά κατάθλιψη καθώς αναλογίζεται τις δυστυχίες και κακουχίες που υφίστανται τα δύσμοιρα ανθρωπάκια του Τρίτου Κόσμου. Οι σκέψεις αυτές τον οδηγούν στην κατάθλιψη και καταφεύγει σε απανωτές φραπεδιές, ουίσκια, βότκες, παγωτά, ξύσιμο των αχαμνών του σε βαθμό νευρικού τικ, κι άλλα πολλά.

Οι ψυχολόγοι προτείνουν ως θεραπεία την ρίψη του ασθενούς στην παράπλευρη πισίνα, αφού προηγουμένως έχεις αδειάσει το νερό της• στη συνέχεια πετάς τ' απομεινάρια του και τον σ' ένα ενυδρείο με σκυλόψαρα. Η θεραπεία έχει μόνιμα αποτελέσματα, μετατρέποντας τον ασθενή από αρχιδοξεκουράστρα σε κωλοπιλάλα.

  1. - Σήκω μωρή αρχιδοξεκουράστρα κι έλα να με βοηθήσεις στη μετακόμιση.
    - Δε μπορώ έχω σοβαρή εργασία.
    - Τι σοβαρή εργασία έχεις εσύ ρε μουνόψειρα;
    - Αυτό ακριβώς που είπες, έχω αρπάξει μουνόψειρες κι όλο τα ξύνω.

  2. - Μωρή αρχιδοξεκουράστρα σήκω και κάνε κάτι επιτέλους. Αράχνες έχει πιάσει ο κώλος σου έτσι αραχτός που είσαι συνέχεια.
    - Γι' αυτό δε σηκώνομαι, δε θέλω να χαλάσω τις φωλίτσες τους. Είμαι πολύ ζωόφιλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τζεντζερές ή τζέντζερης: στα Πολίτικα και στα Ποντιακά είναι οικιακό μαγειρικό σκεύος. Κάποιοι το παραβάλλουν με το γνωστό μας τέντζερη, δηλαδή, την κατσαρόλα.

Χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη από κατοίκους της Βορείου Ελλάδος, σε περιοχές όπως η Ημαθία, οι Σέρρες, η Κομοτηνή κ.α., όπου οι Ποντιακές καταβολές του καθημερινού λόγου δεν έχουν ακόμη εξασθενίσει.

Ως χαρακτηρισμός προσώπου χρησιμοποιείται σαν υβριστικό της διανόησης, συνώνυμο της βλακείας, ομόηχα με τον «τενεκέ» (θυμηθείτε τον «τενεκέ ξεγάνωτο» του αειμνήστου Βαγγέλη Γιαννόπουλου)...

σο σπίτ ντ'εμπαίνει ο τζεντζερές...και κάθεται σο κρύον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κύρια φράση από όπου ξεκίνησαν όλα τα παρεμφερή: της θείας σου, της γιαγιάς σου, της αδελφής σου, του παππού σου, κλπ, συνοδευόμενα με τα: βρακί, κωλοτρυπίδι, τρίκι τράκα, κώλος, πάτος, πιάτο, τρύπα, πηγάδι και άλλα πολλά.

Κλασική πλέον έκφραση, είτε ολόκληρη η, συνηθέστερα, μισή («της μάνας σου»).

Σε περίπτωση που επιδιώκεται έμφαση, συμπληρώνεται. Πχ, «της μάνας σου το μουνί το γαμημένο!»

Ακόμη μεγαλύτερη έμφαση: «της μάνας σου το μουνί το γαμημένο κι από Τούρκο τρυπημένο!!!

Υποδηλώνει, μεταξύ άλλων:

  • Διαφωνία με κάποιον ή κάτι...
  • Ενόχληση από κάποιον ή κάτι...
  • Αντίθεση-κοντράρισμα σε κάποιον ή κάτι...
  • Αγανάχτηση...

Κυριολεκτικά θα λεγόταν: «γαμώ της μάνας σου το μουνί», αλλά το «γαμώ» έχει πλέον χαθεί, ίσως για αποφυγή αισχρολογίας, αλλά το νόημά του δεν εξαλείφθηκε.

Ίσως από τις δέκα πιο κλασικές φράσεις στην slang ελληνική γλώσσα.

1.Ενοχλημένος ο Χρήστος στον δρόμο με άλλο οδηγό...
- Της μάνας σου... γαμώτο...

  1. - Πρέπει να μου δώσεις 500 ευρώ για το ....
    - Της μάνας σου το μουνί!

  2. Η κόρη-φοιτήτρια έρχεται προς τον μπαμπά λέγοντας:
    - Μπαμπά ! θέλω να μου δώσεις το ενοίκιο, ήρθε και το ρεύμα!
    Ο μπαμπάς μουρμουρίζοντας... - Της μαμάς σου το στρείδι...

4.- Είσαι μεγάλο αρχίδι ρε γαμιόλη!
- Της μάνας σου το μουνί το πηγαδίσιο ρε μπάμια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πόρνη στα μικρασιάτικα. Από το τουρκικό fahişe, αραβικής ή περσικής προέλευσης.

- Αρίσταρχε, να σου εξηγήσω... δεν είναι αυτό που νομίζεις...
- Άι σικτίρ μωρή φαχισέ, που μου κάμνεις και τη μπιλμέμ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ορθογραφία είναι σωστή καθ' ότι άκλιτο.

Παρά την ορθογραφία του η οποία παραπέμπει ίσως σε επίρρημα, αποτελεί επίθετο.

Έννοια: κοσμητικό επίθετο που χρησιμοποιείται από κωλοπετσωμένουςπερπατημένους - της πιάτσας, οι οποίοι όμως είναι και κάποιας μόρφωσης (ή θέλουν να λένε ότι είναι).

Ήτοι: ο / η / το / οι / τα πούστ-ης, -άκι, -ηδες, -άκια (όλα τα καταλαμβάνει δίχως ποτέ να κλίνεται).

- Αυτοί οι πούστηδι οι εφοριακοί, έτσι και μπουν στο γραφείου μου για έλεγχο,θα μου πάρουν τα σώβρακα...
- Γιατί ρε , δεν γράφεις τις εισπράξεις στα βιβλία σου;
- Όχι ρε, τις γράφω στ' αρχίδια μου... είναι πιο εύκολο...
- Ε τότε πάρ' τ' αρχίδια μου ρε μαλάκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπλήρωμα μπινελικίου, προς ενίσχυση αυτού. Τα πιο διαδεδομένα «κοσμητικά» των οποίων έπεται συνήθως, είναι τα εξής:

...χωρίς να αποκλείονται και άλλα, ανάλογα με τη περίσταση και τη φαντασία του χρήστη. Η επαύξηση της έντασης της βρισιάς καθεαυτήν, λειτουργεί μέσω του ευφημισμού αλλά και της παράδοξης ειρωνείας που προκύπτει στο άκουσμά της, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην άλλη δημοφιλή φράση: είσαι και μαλάκας, είσαι και λεβέντης!

Τι κορνάρεις ρε πούστη άνδρα; Άιντε μη κατέβω κάτω και σου 'ξηγήσω τ' όνειρο...

2.25: "Ξεκωλιάρη άντρα" (από Khan, 29/05/14)

Βλ. και πούστη άνδρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που χώνεται αλλά δεν τον παίρνει, ή που πλασάρεται άνετος με πλάτες άλλων και κρυφή συνεισφορά τρίτων.

Εκνευρισμένη γκαρσόνα:

- Τι μαλάκας αυτός εκεί; Μου ζήτησε να κεράσω την κοπέλα που γουστάρει από το διπλανό τραπέζι γιατί δεν έχει λέει λεφτά, θέλει να κάνει και τον πούστη με ξένο κώλο ο ξεφτίλας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που έχει το σύνδρομο της κατοχής ή της στέρησης ή της ανασφάλειας με αποτέλεσμα να καβαντζάρουν τα πάντα ακόμα και τα άχρηστα λέγοντας για δικαιολογία τα σκουπίδια σου χρυσός μου και βεβαίως δεν μιλώ για ανακύκλωση αλλά για ψυχολογικό πρόβλημα που εντείνεται από το σημερινό κλίμα καβατζάρει και άντε και δώσ' του ο,τιδήποτε ιδιαίτερα μικροπράγματα μήπως και του λείψουν κάποτε και καλά.

Κάτι τέτοιοι καλόγεροι και καλογραίες (δεν έχει σημασία ποιο από τα δύο τέλος πάντων) που άμα τα τινάξουν τα πέταλα οι κληρονόμοι κάνουν 15 μέρες να καθαρίσουν τα σκουπίδια από το σπίτι αν αυτό δεν έχει πιάσει φωτιά πρώτα από καμία αυτανάφλεξη από τα σκουπίδια εεεε λάθος το χρυσό εννοούσα.

Τώρα το πούστρα κολλά στην στάση του προς τους άλλους δεν δίνει τίποτα στους άλλους από τα σωρευμένα του πλούτη και αυτό κάνει την διαφορά από τον άνθρωπο που καβατζάρει και άμα λάχει τα δίνει όπου υπάρχει ανάγκη.

- Τα τίναξε τα πέταλα η καβατζόπουστα άντε τώρα να καθαρίσουμε τα σκουπίδια του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified