Further tags

Ο μικράν έχων την ψωλήν, ωσεί γυμνοσάλιαγκα τινά.

Ο τοιούτος συχνά μετατρέπεται σε σαλιγκαρόπουστα στην λογική του δε γαμείς που δε γαμείς, δε γαμιέσαι να γαμήσουμε κι εμείς;

Τι πήδημα μωρέ να καταλάβει με τον σαλιγκαροψώλη; Σαν κωλοσκούπισμα ήτανε...

Δες και -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τουλάστιχον τέσσερεις μεγάλες κατηγορίεςσλανγκικής γουρούνας:

- Σε πρώτη αιτία θανάτου, έχουν ανέλθει οι… τετράτροχες «γουρούνες», με τα τροχαία να σημειώνονται το ένα μετά το άλλο.
(εδώ)

- ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΕΣΑΙ ΛΙΓΟ ΝΑ ΛΕΣ ΕΥΤΥΧΩΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΚΑΠΟΙΟΣ. ΟΤΙ ΛΕΣ ΝΑ ΤΟ ΠΑΘΕΙΣ ΜΩΡΗ ΚΑΙ ΓΟΥΡΟΥΝΑ. ΑΠ ΤΟ ΘΕΟ ΘΑ ΤΟ ΒΡΕΙΣ...
(κράξιμο στα φωναχτά, εδώ)

- Γυναίκα: Αγάπη μου πάχυνα;
- Αντρας: Οχι μωρό μου, κούκλα είσαι..
- Γυναίκα: Μα όχι, έγινα σαν βόδι, έκανα κώλο, μπούτια, πώπω…χάλια…
- Αντρας: Οχι ρε μωράκι μου, είσαι πιο ωραία από ποτέ..
- Γυναίκα:Μην επιμένεις…Πάχυνα…
- Αντρας:Ε, καλα…Μπορεί να πήρες κανένα κιλάκι..σιγά…
- Γυναικα:ΤΙΙΙΙΙ;;; Με θεωρεις χοντρη; τέρας; γουρουνα;…(και εδω μπαίνουν τα κλαμματα….)
(ατάκες γύρω από το σεξ και την αγάπη, εδώ)

- Τα πυροτεχνήματα, τα βεγγαλικά και κροτίδες πάντως έχουν κάνει ήδη την εμφάνισή τους σε πάγκους μικροπωλητών, σε μίνι μάρκετ, σε ψιλικατζίδικα, σε περίπτερα, ακόμη και σε φούρνους. Μάλιστα οι γνωρίζοντες τα ζητούν με τις ειδικές ονομασίες τους όπως «γουρούνες», «σκορδάκια», «σφυρίχτρες», «κρακεράκια», «παγίδες» και άλλα.
(εδώ)

- Από αστυνομική πηγή έγινε γνωστό ότι ο συλληφθείς στη Μήλο, πριν από τη σύλληψή του, τηλεφώνησε στη μητέρα του και της είπε να κρύψει τις «γουρούνες». Στην κατοχή του βρέθηκαν αυτοσχέδιοι εκρηκτικοί μηχανισμοί, που αποκαλούνται «γουρούνες», ενώ ίδιοι μηχανισμοί κατασχέθηκαν στο εργαστήριο της μητέρας του στην οδό Σόλωνος 94, στην Καλλιθέα.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνί, το μπουγαδοκόφινο. Κυρίως στη φράση «της μάνας σου ο μπουγαδοτρίφτης» (στην πυργιώτικη slang).

- Τι μουνάρα είσαι εσύ, μάνα μου!
- Της μάνας σου ο μπουγαδοτρίφτης, παλαιόπουστα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Καραγκιόζης, αλλά με ακόμη πιο σκωπτική διάθεση. Τον όρο χρησιμοποιούσε ήδη ο Σιορ-Διονύσιος στο Θέατρο Σκιών.

— Πού πα' ρε, δε βλέπεις το STOP;
Ά' γαμήσου ρε καριόλη!
— Σε ποιον είπες «ά' γαμήσου» ρε καραγκιόζο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καραγκιόζης, ο γελοίος, ο περίγελως. Λέγεται και για αρσενικούς και για θηλυκές, και χρησιμοποιείται τουλάχιστον 50 χρόνια (σήμερον: 2010).

- Μαλάκα, πάμε Τζέμελλι το βράδυ;
- Σιγά μην πάω πάλι στην κωλότρυπα. Είσαι τελείως νούμερο;

(από Khan, 16/02/15)(από Khan, 25/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που ακούστηκε στην ελληνική ταινία «Δε Κόπανοι» από τον Γιώργο Κωνσταντίνου προς τον (εκλιπόντα) Κώστα Παληό και δηλώνει ότι ο προς ον απευθυνόμαστε δεν αξίζει φράγκο, είναι ένα αρχίδι και μισό. Λογοπαίγνιο με το «Δούκας», τον οποίο υποδυόταν ο δεύτερος στο εν λόγω έργο. Ο διάλογος ήταν περίπου όπως αναφέρεται στο παράδειγμα.

- Ποιος είναι ο Δούκας, ρε;
- Αυτός εκεί που παίζει χαρτιά.
- Τι Δούκας ρε μαλάκες; Αρχιδούκας είναι αυτός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας στα Ρομανί (γύφτικα). Κανονικά εκφέρεται χωρίς το τελικό -ς, το οποίο προστίθεται για εξελληνισμό.

- Θα πάρεις ένα λουλουδάκι για το κορίτσι σου, παλικάρι;
- Σο κερές, σουκαρί;
- Άι στο διά'λο ρε μπουλιάκο, που μου 'μαθες και τα γύφτικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το πούστης+ λουστραδόρος. Η αδερφή, αυτός που τη γυαλίζει την κάννη.

Μεγάααλος πουστραδόρος ο Τζίμης. Τι, δεν το 'ξερες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει από την πρέζα και το κόβω.

Το άτομο το οποίο βρίσκεται στην ίδια κατάσταση υστερίας και παράκρουσης για τους ίδιους ή άλλους λόγους με κάποιον που κόβει την πρέζα.

Ρε μαλάκα τον είδες; Σαν πρεζονοκόφτης ήτανε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που ρουφιανεύει... Η πιπατζού, αυτή που παίρνει πίπες αβέρτα κουβέρτα...

Χρησιμοποιείται συχνότατα για να αποκαλέσουμε κάποια πιπατζού χωρίς να γίνει αντιληπτό από την ίδια... Την βρίζεις και νομίζει ότι την αποκάλεσες με ένα επίθετο λάιτ ή κάτι συνηθισμένο... Και ακόμα και αν κάποιος βρεθεί να της εξηγήσει την αλήθεια, δεν γίνεται πιστευτός! (από προσωπική εμπειρία).

Έτσι λοιπόν, χρησιμοποιείστε το ευρύτατα χωρίς να σας παίρνουν χαμπάρι, λέγοντας, σε περίπτωση που ζητήσουν εξηγήσεις, πως εννοείτε ότι πίνει πολύ (ποτό, νερό κλπ), ή ότι σας ρουφιάνεψε στην φιλενάδα της ή σε φίλο σας (για κάποιο ψευτοπράγμα για να μην δείχνει σοβαρό...), αλλά στην ουσία της λέτε κατάμουτρα πως παίρνει πίπες αβερταστάν και έτσι βγαίνει κανείς λάδι και το ξαναλέει όποτε και όσες φορές γουστάρει!!!

  1. - Μωρή ρουφιάνα Μαίρη, πώς είσαι;
    - Εεε, όχι και ρουφιάνα !
    - Πίνεις τόσο νερό που μόνο μια ρουφιάνα μπορεί...
    - Ααα, καλά τότε...

  2. Όπως ερχόμουν βγαίνει η ρουφιάνα και με ρωτάει για τη γυναίκα μου, ενώ βλέπει ότι είμαι με έτερο μανούλι!

  3. - Ποια από εσάς είναι ρουφιάνα;
    - Ποια, ποια;;;;;
    - Η Ελένη !
    - Μα πώς με αποκαλείς έτσι;;;!!!
    - Εσύ δεν είπες τον Τάκη ότι πήγα με τον Μανώλη για ουζάκι;!!
    - Ε, ναι...
    - Είσαι ρουφιάνα !!

Peter Rufai (από Vrastaman, 07/04/10)παρε ναχεις πούτσαρς (από ο αυτοκτονημενος, 07/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified