Further tags

Προέρχεται από το κάφρος. Υποτιμητικός ορισμός προς άλλους ή καταστάσεις. Σημαίνει μαυρίλα ή, ενίοτε, αναφέρεται στην ιδιαίτερη οσμή ιδρώτα του μαύρου δέρματος.

Ουρά στα ταμεία μιας κλεφτοτράπεζας (το όνομα διαλέξτε το κατά το δοκούν, after all όλες ίδιες είναι):
- Ρε Μητσάρα, τι γίνεται εδώ ρε; Μέχρι στην είσοδο είναι η ουρά!
- Ναι ρε φίλε, πάμε να την κάνουμε, δεν αντέχω τέτοια καφρίλα…

(από Vrastaman, 28/11/09)

Οι νεότεροι σλάνγκοι ας εκλάβουν τον ορισμό, το παράδειγμα αλλά τα σχόλια του λήμματος αυτούνου ως οδηγό για το πώς [i]δεν πρέπει να λημματοδοτεί[/i] κανείς το σλανγκρρρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ προσβλητικός χαρακτηρισμός για κάποιον ο οποίος είναι επιεικώς αξύριστος. Το πώς βγήκε η έκφραση είναι εύκολο να το μαντέψει κάποιος, αν σκεφτούμε ότι οι καλόγριες δεν κάνουν και πολύ συχνά αποτρίχωση σε αυτό το σημείο. Αλλά πάλι δεν έχω γαμήσει ποτέ καλόγρια, οπότε προσωπικά δεν ξέρω.

- Με παραδέχεσαι Γιώργη; Δεν είμαι και γαμώ ντυμένος για interview;
- Και γαμώ τον κώλο σου είσαι. Άντε ξυρίσου ρε μαλάκα που είσαι σαν το μουνί της καλόγριας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σλανγκοπρεπής κατάληξη «-ούλιακας» (βλ. χαζούλιακας, νευρικούλιακας, κ.α.) προσδίδει στον κοινό κάφρο τις επιπλέον διαστάσεις του γραφικού μαλακοπίτουρα και του πρηξαρχίδη γκικ.

Ασίστ: xalikout.

  1. - Khan: «Sorry gia ta greeklish, ex anagkhs. 8ewrw slangically correct (…μπλα μπλα μπλα...)»
    - Xalikoutis: «με τα greeklish o khan γίνεται καφρούλιακας ή μου φαίνεται;»
    - Khan: Παρακαλείται ο τελευταίος μόντουλας να διαγράψει τα παραπάνω γκρήκλις της ντροπής
    - Vikar: «Σιγά μη τα δγιαγράψουμε!... Καφρούλιακα. :-Δ»
    (η μόνη ανταλλαγή που με έκανε να χαμογελάσω εδώ)

  2. - ακου πορωμενε... τραβα σε κανα γιατρο να σε κοιταξει. Εισαι επικινδυνος γιατι οι λεξεις σου κρυβουν μονο μισος. Οι ανθρωποι καφρουλιακα δεν χωριζονται σε σκουληκια, τουρκους, γαβρους. (εδώ)

  3. - χεχε ναι, και η ειρωνικές δήλωσεις του Χάνεκε τύπου «...και καλά να πάθεις, αυτό δεν ήρθες να δεις;» Πάντως ομολογουμένως το shock value της πιάνει, δλδ προβληματίζεσαι αν μη τι άλλο, ασκεί εμέσως τερλή κριτική στην χολιγουντιανή βία και εκτός κι αν είσαι κανας καφρούλιακας αναρωτιέσαι εάν ξαναπρέπει να δεις τέτοια ταινία, τι αισθητική και πρότυπα αναπαράγουν αυτά τα κατασκευάσματα κτλ κτλ. Και το κυριότερο είναι … πως η βία είναι αληθινή, η χρήση της δεν είναι απλά για «αισθητικούς» λόγους, είναι ΒΙΑ. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τῦπος σκληροῦ καὶ ἀρενωποῦ κιναίδου.

πουστόμαγκας ἔχει ἀτυχῶς πλέον ἐξαφανισθῇ, διότι δὲν πρόλαβε νὰ ἐνταχθῇ σὲ κάποιο πρόγραμμα τύπου Natura κι ἔτσ᾿. Ἄλλαξαν οἱ κοινωνικὲς συνθῆκες, τὰ ἤθη κττ, καὶ δὲν παράγεται πιά.

Ἡ ἐτυμολόγησις ἀπὸ τὰ κοινὰ συνθετικὰ εἶναι προφανής.

Ἡ λέξις ἀνήκει εἰς τὴν καθομιλουμένη, στὴν κουτσαβακική, οὔ μιν ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν καλιαρντή. Ὁ σεβαστὸς Πετρόπουλος ἀναφέρει ὀρθῶς ὅτι ἡ λέξις «πούστης» καὶ παράγωγα ἀποφεύγεται συστηματικῶς ἀπὸ τοὺς κιναίδους, μὲ ἐξαίρεσι τὸ προκείμενο λῆμμα. Αὐτὸ εἶναι σωστό, ἀλλὰ σήμερα ὄχι πλέον ἀληθές: Στὰ νεώτερα χρόνια, καὶ ἰδίως μετὰ τὴν ἐπικράτησι τῆς, κατὰ τὴν γνώμη μου, ἀτυχοῦς λέξεως gay, οἱ κίναιδοι χρησιμοποιοῦν ὑβριστικῶς κατὰ κόρον τὴ λέξι πούστης, πουστιά κλπ, γιὰ νὰ δηλώσουν ὅ,τι καὶ κοινῶς ἐννοοῦμε, πλὴν τῆς κυριολεξίας.

Μερικὰ ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ πουστόμαγκα:

Δὲν μπενάβει (ὁμιλεῖ) τὴν καλιαρντή, παρ' ὅτι τὴν τζινάβει (ἀντιλαμβάνεται «ex officio»), διότι προτιμᾷ τὸ ὗφος τῆς κουτσαβακικῆς.

Δὲν ἀκκίζεται οὔτε φαιδρολογεῖ, ὅπως οἱ κοινὲς λοῦγκρες, διότι τὸ θεωρεῖ στοιχεῖο ἀδυναμίας, ὡς προσιδιάζον εἰς τὸ λεγόμενο «ἀσθενὲς φῦλον». Μία τοιούτη συμπεριφορὰ θὰ τοῦ χαλοῦσε τὸ σκηνικό. Στὸ πλαίσιο αὐτό, δὲν χορεύει ποτὲ ρομανὸ-κιλιμπέ (πουστοτσιφτέτελο), ἀλλὰ ζεϊμπέκικο (σὲ διάφορες ἐκδοχές), ἐνίοτε καὶ χασάπικο, ἀλλὰ μόνο μὲ ἄλλους πουστόμαγκες καὶ μάγκες, ἐνῷ οἱ «κόρες» τοῦ βαροῦν παλαμάκια.

Ἀβέλει ὁπωσδήποτε πακέττο, διότι αὐτὸ εἶναι τὸ κυριότερο μέσον προσκτήσεως κύρους στὸ σινάφι αὐτό. Ὅπως ἄλλωστε προσφυῶς ἔλεγε καὶ ἡ ἀείμνηστος Μαλβίνα: «Μόνο ἡ πούτσα μετράει». (Ἐμεῖς ὅλοι ξέρουμε βέβαια ὅτι μετρᾶνε καὶ τὰ μπελέ, ὅμως ἡ Μαλβίνα ἔτσι ἔλεγε).

Ὅταν δημιουργῇ σταθερὴ σχέσι μὲ ἄλλο, θηλυπρεπῆ κίναιδο, συνήθως τοῦ ἀβέλει ντοὺπ (κοινῶς τοῦ ρίχνει καὶ καμμιὰ ψιλή), ἐνίοτε δὲ τὸν ἐκδίδει καὶ σαφράνς τουζούρ (τοῦ τὰ μασάει σταθερά)· δημιουργεῖ δὲ καὶ σκληρὲς σκηνὲς ζηλοτυπίας, προκειμένου νὰ διευκολύνῃ τὶς πρὸς τὸν ἴδιον χρηματικὲς ροές. Σὲ κάποιες ἄλλες περιπτώσεις, εὑρισκόμενος σὲ ἰδιαίτερες στιγμές μὲ τὸ «ἕτερον ἥμισυ», τὸ σχῆμα «σκληρός-θηλυπρεπὴς» ἀντιστρέφεται· ὁ πουστόμαγκας γίνεται «γατοῦλα» καὶ τὸ ἀνάποδο, προκειμένου νὰ πραγματοποιηθοῦν SM φαντασιώσεις. Ἀλλὰ τὰ ἐν οἴκῳ μὴ ἐν δήμῳ...

Δὲν ἀρέσκεται σὲ κουσούμια (κουτσομπολιά), οὔτε σὲ μπερχαμάδες (καυγάδες), ὅπως οἱ συνήθεις κίναιδοι, ἐνίοτε ὅμως μπενάβει ἀνθυγιεινὰ (κατηγορεῖ, συκοφαντεῖ). Στὰ ἀλήθεια πλακώνεται μόνο γιὰ σοβαρὴ αἰτία, κυρίως ἂν ἀπειλῆται ἡ νομὴ τῶν θηλυπρεπῶν κορῶν (κιναίδων) ἐπιρροῆς του, ὁπότε μπορεῖ καὶ νὰ φαλτσετιάσῃ καὶ κανένα.

Εἶναι συνήθως περιποιημένος, καλοξυρισμένος καὶ φέρει σταθερῶς μύστακα, συνήθως τσιγγελωτόν (παγκροτσιγγελοχειλάς), τὸν ὁποῖον περιποιεῖται μὲ μουστακοδέτη καὶ μαντέκα. Ἐξ οὗ καὶ ἡ ρῆσις: «Τὸ μουστάκι εἶναι ὁ φερετζὲς τοῦ πούστη». Μύστακες τύπου «ποντικοουρά» ἢ «σκορπισμένη διαδήλωσι» εἶναι ὁπωσδήποτε ἀναξιοπρεπεῖς γιὰ τὸν πουστόμαγκα.

Καθ' ὅλα τἆλλα πρόκειται γιὰ κλασσικὴ παληόπουστα, ποὺ μπερδεύεται σὲ διαπροσωπικὰ καὶ σεξουαλικὰ ἐξουσιαστικὰ παίγνια. Ἡ περσόνα πουστόμαγκας ἐξυπηρετεῖ ἄριστα τὴν κατάστασι αὐτή.

Ὁ Βάγγος, ποὺ διαθέτει gaydar, λέει στὸ Μῆτσο:
- Πάρε μά (τι) κάτι λοῦ (γκρες), ρὲ Μητσά (ρα)! Πᾶ νὰ σπά λίγη πλά; Μπορεῖ νὰ κονό καὶ κανὰ ψιλό...
- Ἄσε ρὲ Βά (γγο), εἶναι πουστομά (γκες)· τοὺς δυὸ τοὺς ξέ ἀπ' τὸ μπὰρ τοῦ Τάκη, στὰ Πετραλώ. Δὲ θὰ καθαρί, ἐκτὸς κι ἂν τοὺς τὰ χώ, νὰ «πάρουμε» καμμιὰ δικιά τους κό (ττα).
- Ἄαασχετο: Καὶ τὸ Τάκης ἀπὸ ποῦ βγαί;
- Ἀπὸ τὸ Πουστάκης, ρὲ μαλά!

(από Jim Blondos, 18/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ζιγκολό και ο πολύ καυλιάρης κατά κύριο λόγο. Αλλά τώρα πια έχει πάρει προεκτάσεις... Μπορεί να εννοεί ότι κάποιος κάνει πουστιές και γενικά μπορεί να αποτελέσει μια γενική και αόριστη βρισιά για κάποιον -συνήθως- μαλάκα.

Κλίνεται κατά το «τόρνος».

- Ποπο! Κοίτα τι κάνει εκεί ο πόρνος! Την πέφτει στη Λίλιαν μπροστά στο Μπάμπη το Λέουρα... Βρε θα του κόψει το λαρύγγι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντιλμπάζες στην Κρήτη λέγανε και ορισμένοι ακόμα λένε, ειδικά στ΄ανατολικά του νησιού, τις γλωσσοκοπάνες, τις ετοιμόλογες και όταν χρειάζεται λιγάκι φαρμακόγλωσσες, καπάτσες και πληθωρικές στα καμώματα και πολύ συχνά στο σώμα γυναίκες. Είναι ακριβώς το είδος της γυναίκας που τυλίγει το ντελικανή και μετά τον έχει στο βρακί της για το υπόλοιπο της ζωής του.

Οι ντιλμπάζες φαίνονται από μικρές, και πολύ συχνά ο χαρακτηρισμός απευθύνεται σε μικρά κορίτσια, και τότε συνοδεύεται από κούνημα του κεφαλιού χωρίς να είναι απολύτως μειωτικός, άλλωστε η νοοτροπία της εποχής και της κάθε εποχής ήθελε και θέλει την τύχη των θηλυκών να εξαρτάται και από το κούνημα του κώλου και τα νάζια, τα μέλια, τις τσίτες, τα λόγια και τα ξελογιάσματα, και γενικά τις χίλιες δυο μανούβρες της παραδοσιακής και αγίας «χειριστικής» (που θά λέγε και το Πουτσοπόλιταν δίνοντας και σχετικές οδηγίες και τεχνικές) πλευράς της θηλυκότητας.

Είναι ακριβώς αυτό το οποίο αποσιωπούν τα αποσιωπητικά στην έκφραση «είναι αυτή μιααα...» όταν αυτό δεν είναι απλά «πουτάνα».

Dilb στα τούρκικα σημαίνει γλώσσα, το dilbaz πρέπει να σημαίνει γλωσσού.

Στα μισά της ζωής μου, μια ντιλμπάζα με χαντάκωσε στη ζήλεια και στην άπνοια της ψυχής μα μου άρεσε που είχα κι εγώ μια φοραδίτσα και κατάντησα το μουλάρι της.

(ωραίο κειμενάκι από εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ψεύτης, αλλά στο πιο κυριλέ / αρχαιοπρεπές, προσφέρει κύρος στον λόγο μας και δείχνει ότι έχουμε επίπεδο.

Το λήμμα είχε χρησιμοποιηθεί στην προδικτατορική Βουλή από τον βουλευτή της Αριστεράς Ηλία Ηλιού.

- Σεις ήρξατε πρώτος χειρών αδίκων...
- Μα τι λέτε, είσθε ένας συκοφάντης, ένας ...ένας ψεύστης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη ασφαλώς σύνθετη, που περιγράφει αυτόν που με τρόπο θαυμαστό καταφέρνει να συνδυάσει τα χαρακτηριστικά των δυο λέξεων: η πρώτη λέξη είναι ο κάφρος, ενώ η δεύτερη δεν είναι το μύδι, δεν είναι το στρείδι (εδώ καταλαβαινόμαστε και οι ηλίθιοι)...

Είναι να μην ταράζομαι; Κοίτα πού πάρκαρε: πάνω στη διάβαση των πεζών! Ο καφρίδης!!!

(το παράδειγμα σαφώς και περιέχει κοινωνικό μήνυμα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eκ του δόκιμου χριστιανικού ονόματος Χρυσόστομος.

Ιδίως σε συγκείμενα αναφοράς σε άτομο (ονόματι Χρυσόστομος) ιδίως αντιπαθές στον ομιλούντα - ο οποίος του βγάζει το «χρυσό» και του κολλάει μια «ψωλή» δίπλα στο «στόμα».

Αμφίσημο: δηλώνει τόσο το άτομο που τα στοματικά του παράγωγα (π.χ., ο λόγος, ανάσα) προσιδιάζουν σε ψωλή (α. λόγω τακτικού στοματικού έρωτα, πρβλ. το στόμα του βρωμάει πουτσίλα β. λόγω συχνής χρήσης υβρεολογίου πρβλ. 'κακό στόμα'), όσο και το άτομο του οποίου η στοματική κοιλότητα ανέκαθεν φέρει μία.

Άντε, πάλι έρχεται ο Ψωλόστομος, γαμώ πιά!

(από rigo21, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη-αντίκα. Λέγεται για τον τιποτένιο άνθρωπο, του οποίου η αξία ζυγίζεται με το βάρος του σε σκατά, λέμε τώρα. Το λέγαν οι παλιοί για άτομα τα οποία ήταν πχ. επικίνδυνα ή εγκληματικά στοιχεία, πολιτικοί αντίπαλοι, χαραμοφάηδες, ροκάδες, μαλλιάδες, γιεγιέδες, ο,τιδήποτε τεσπα δεν ήταν του γούστου τους.

  1. - Σου έχω πει χίλιες φορές να μην κάνεις παρέα με αυτούς τους σκατάδες!
    - Μα παππού, είναι καλά παιδιά!

  2. - Τι ψήφισες παππού στις εκλογές;
    - Ψήφισα αυτό που ψηφίζω πάντα, όχι τους σκατάδες που ψηφίζετε εσείς οι υπόλοιποι στην οικογένεια...

και comecacas... (από BuBis, 11/11/09)(Σ)καταλυτικό συγκρότημα στην ιστορία της σκα (από Vrastaman, 11/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published