Further tags

Υπερθετικός του μαλάκα.

Απ'το λατινογενές grande που σημαίνει μέγας.

Βλέπε και λήμμα μαλέφας

  1. - Έκαψε τον κινητήρα απ'το καινούριο το τογιότα που πήρε, επειδή δεν άλλαξε λάδια.
    - Αφού στο'πα είναι γκράντε μαλάκας.

  2. - Της πέταξε ένα φορτηγό λουλούδια, μπας και γαμήσει, αλλά τίποτα.
    - Από γκράντε μαλάκα, τι περίμενες...

(από Galadriel, 12/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλ (μαλάκας) + έφας (ελέφας/ελέφαντας).

Συνώνυμο του γκράντε μαλάκα σε light edition.

Συνήθως χρησιμοποιείται απευθυνόμενοι σε φίλο, για να χρυσώσουμε το χάπι.

- Πάνο, να κάνουμε ένα ντου στα μουνιά που κάθονται εδώ δίπλα;
- Τι λες ρε μαλέφα, κοίτα απέναντι εκείνες τις βροντομούνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φοριέται πολύ ως βρισιά τώρα τελευταία.

Αρχικά σημαίνει κάποιον που είναι ουτοπιστής, ή στην κοσμάρα του, εκτός τόπου και χρόνου τόσο, ώστε να καταντά γραφικός.

Τελικά, όμως, τείνει να σημάνει απλώς τον πολύ μαλάκα.

Μετά από ένα έμμεσο βρις-οφ με το γάντι, απηυδισμένος:
Φίλε, δεν ξέρω τι άλλο να σου πω. Ένα μόνο σου λέω: Καταντάς γραφικός!...

Polydor RuLeZ (από Vrastaman, 17/04/09)(από Khan, 22/02/15)

Δες και γραφικά είναι τα Άγραφα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για κάποιον περίεργο λόγο αντί να θεωρείται ως θετικό προσόν, θεωρείται ως έσχατη βρισιά. Φαίνεται ότι προτιμάμε να ξεφραγκιαζόμαστε στις πουτάνες, παρά να κάνουμε οικονομία.

Υποθέτω ότι στα πλαίσια σλανγκάζ ο πρώτος βαθμός είναι η καριόλα = αυτή που πάει με όλους εκτός από μένα, ο δεύτερος η πουτάνα, δηλαδή αυτή που πάει με όλους, και ο τρίτος η φτηνή πουτάνα, δηλαδή αυτή που πάει με όλους σε εξευτελιστικές τιμές. Βλ. παράδειγμα.

Αγγλιστί: cheap whore.
Αντώνυμο: πόρνη πολυτελείας, τουρίστρια.

Βρις-οφ σε ζευγαράκι που δεν διήλθε επιτυχώς το στάδιο του ρονταρίσματος:
Τι νομίζεις ότι είσαι; Μια πουτάνα είσαι, μωρή καριόλα! Και μάλιστα φτηνή πουτάνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει νόθο παιδί και σε πιο σλανγκ εξήγηση το μούλικο, αυτό το τέκνο, τέλος πάντων, που είναι καρπός μη νομιμοποιημένης σχέσης των γονιών (σε συνεργασία πάντα με τρύπια καπότα ή αργοπορημένο τράβηγμα).

Προέρχεται από την ιταλική λέξη bastardo, που σημαίνει ακριβώς το ίδιο, και στην Ελληνική χρησιμοποιείται πάντα ως υβριστικός χαρακτηρισμός.

Έτσι και καθίσει ο παππούς μου να μετρήσει όλα τα μπάσταρδα που έχει σπείρει σε όσα λιμάνια πέρασε όταν ήταν καπετάνιος, θα μετράει, θα μετράει... σιγά δηλαδή που ξέρει πόσα είναι... αλλά, λέμε τώρα...

Γενιά του χάους - Μπασταρδοκρατία (από vikar, 13/02/11)"580 ευρώ ρε μπάσταρδοι;" Οδός Σταδίου, Αθήνα. (από patsis, 19/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποπατώ, βεβαίως, αλλά δεν είναι αυτή η έννοια που θα μας απασχολήσει απόψε.

Η λέξη - που, αντίθετα από το αποπατώ, είναι μεταβατική: χέζω κάποιον - σημαίνει ενίοτε και «κατσαδιάζω, κατακεραυνώνω». Παραδόξως, σ' αυτή τη σημασία είναι ταυτόσημη με το ξεχέζω, ενώ θα ανέμενε κανείς το αντίθετο.

Γενικά, το ξεχέζω λέγεται συχνότερα από το χέζω. Tο χέσιμο, όμως, και το ξέχεσμα - αμφότερα εδώδιμα: έφαγα ένα ξέχεσμα αλλά και έφαγα ένα χέσιμο - χρησιμοποιούνται περίπου εξίσου συχνά με τη σημασία της κατσάδας, της ρομπατσίνας.

Τι ώρα πήγε πάλι ρε πούστη! Πάω σπίτι, θα με χέσει η μάνα μου.

Βλ. και χεσίδι, κωλόχερο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιός slang όρος που άκουσα πρόσφατα από υπέργηρο αλανιάρη Πειραιώτη.

Έτσι αποκαλούσαν τις τσαχπινομπιρμπιλογαργαριάρες που επιδίδονταν μετά μανίας στον πεοθηλασμό και το έφθαναν φυσικά μέχρι τον λάρυγγα.

- Βρε πώς έγινε έτσι η Τασία; Την θυμάσαι στα νιάτα της;
- Αμ και δεν την θυμάμαι! Ξεχνιέται τέτοια λαρυγγοπιπιλόζα παλουκοπηδήχτρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δαυλός στον κώλο σου: Σκληρή, Δυτικοκρητική απ' όσο ξέρω, βρισιά, η χρήση της οποίας κινείται μεταξύ του «άντε γαμήσου» και του «φωτιά στα μπατζάκια σου», κάτι δηλαδή σε φάση «κάνεις μαλακίες και «τώρα άντε γαμήσου, τράβα κουπί σκλάβε στη γαλέρα».

Τώρα μπορείτε να φανταστείτε πόσο αστείο φάνηκε στη λεβεντογέννα το περιοδικό «Δαυλός» κρεμασμένο στα περίπτερα.

- Έλα ρε Κώστα, θα 'ρθείς να πεις δυο λογάκια στην Τιτίκα γιατί τα 'χω κάνει μπουρδέλο εδώ πέρα...
- Τι λέει;
- Έλα ρε συ να βοηθήσεις την κατάσταση γιατί...
- Δαυλός στο γκώλο σου ρε μαλάκα, που θες και να 'ρθω, μαλάκα, που έβαζες τσίτες για μένα στη Λιλίκα τόσο καιρό και τώρα μου τηλεφωνείς ρε ρουφιάνε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευρύτατη βρισιά στη Νοτιοδυτική Πελοπόννησο, αντιστοίχως προς το μινάρας στην Αχαία, και το μαλάκας στην υπόλοιπη Ελλάδα. Κυριολεκτικά, σημαίνει αυτόν που είναι παράλυτος, δηλαδή ανίκανος να κάνει ο,τιδήποτε, άχρηστος, άχθος αρούρης ομηριστί, γιωτάς, μανταλάκιας. Όλα τα λεφτά είναι η μεσσηνιακή προφορά με το -λj.

Εμπρός στον δρόμο που χάραξε η Mes! Ζήτω το πελοποννjησιακό λόμπι, κι ας μας μαυρίζουν αυτοί που δεν μας καταλαβαίνουν!

  1. Μεταξύ οδηγών: Προχώρα τη σακαράκα σου ρε παράλjυτε!

  2. Μεταξύ φίλων, που έχουν αρχίσει να καίνε φλάντζες: Θα μου λjύσεις μια απορία, μάνα μου; Είσαι μαλάκας, γιωτάς ή απλώς παράλjυτος;

rap straight from the block (από jesus, 09/10/10)Στο 2.10. (από Galadriel, 21/10/12)

Βλ. και μανταλάκια, παρμένο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χαρακτηριστική ύβρις που χρησιμοποιεί ο Βασίλης Λεβέντης, ο θρυλικός Πρόεδρος της Ενώσεως Κεντρώων, ήτοι του Κόμματος των Ηρώων, προς άπαντα φαρσέρ, που στην πραγματικότητα είναι δάκτυλος του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας. Οι τελευταίοι εννοείται ότι απειλούνται από τον ήρωα πολιτικό και μετέρχονται κάθε αθέμιτου μέσου για να τον παραγκωνίσουν.

Η λέξη απ' το «καθιζάνω» είναι η λόγια εκδοχή του «κατακάθι» και δείχνει την κουλτούρα και τον πολιτικό πολιτισμό του Βασίλη Λεβέντη.

Καθίζημα: Έχεις δίκιο Πρόεδρε, όπως τα λες! Δεν πάει άλλο με το ΠΑΣΟΚ! Για να ρίξεις πούτσο θες τρία χιλιάρικα! Πού θα πάει αυτή η κατάσταση! (Σ.ς.: 9 Ευρώ δηλαδή και διαμαρτύρεται! Αχ, αυτές ήταν εποχές, πριν το Ευρώ!).

Λεβέντης: Αυτό που λέτε, αγαπητέ φίλε, να πάτε να το κάνετε στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, στα καθιζήματα!

(από Khan, 05/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified