Further tags

Ο φρεντόμαγκας είναι ο νέος φραπεδόμαγκας.

Σημειολογικά, εάν οι φραπεδόμαγκες του πάλαι ποτέ πασοκιστάν απολάμβαναν ένα αραχτικό ρόφημα-μαλακία χωρίς ενοχές, οι σύγχρονοι φρεντόμαγκες ρουφάνε κάτι κρύο (freddo) που το πίνουν και τους πίνει δίκην αγχωμένης (espresso) μαλακίας.

Το φρεντόμαγκας εκφέρεται ως πασπαρτού απαξιωτικό μπινελίκι:

Ασε ρε φρεντομάγκα....Πλάκα μας κάνεις; (εδώ)

Σε πολιτικά βλαχοντισκούρ, όλοι οι Έλληνες το πεοτείνουν σε βάρος των αντιπάλων τους:

- Φρεντόμαγκες-άεργοι Οννεδίτες λένε "γεροντική άνοια" για τις χτεσινές δηλώσεις Γλέζου...Ναι, μαλάκα νοικοκυραίε, αυτούς θα ψηφίζεις στο μέλλον (εδώ)

Αλλά και:

Πρώτη φορά φρεντομαγκιές

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρνητικός χαρακτηρισμός που συνδυάζει τους χαρακτηρισμούς ξινή και καριόλα. Ξινιόλα είναι η γυναίκα που συγκεντρώνει στο πρόσωπό της παράλληλα ξινίλα και δηθενιά με συμπεριφορά καριόλας. Ο συγκεκριμένος τύπος είναι πιο ύπουλος από την καριόλα, αφού δρα πιο κεκαλυμμένα. Εξωτερικά αναγνωρίζεται από την έφεση στο να ξινίζει την μούρη.

1) Νομίζω η Μάρα παίρνει άνετα το βραβείο της ξινιόλας... Μαλάκα το παίζει φίλη μας και μας σκάβει το λάκκο...
2) - Μα γιατί δεν τη συμπαθείς τη Γεωργία;;
- Έλα ρε είναι ξινιόλα η τύπισσα. Όλη τη μέρα μας μίλησε μόνο και μόνο για να μας πει πόσο ανώτερη είναι από εμάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέλος του φακλαναριού, το ακραίο φακλάνι, εκφακλανισμένο θρέμμα της Φακλανδίας. Το λήμμαν οφείλει την σλανγκενέργειά του στο ότι εμπεριέχει και το (εισέτι μη αναρτηθέν) κλανιάρης.

Άγαλμα πρέπει να κάνουνε τον «ευεργέτη» Καραμανλή στην Πειραιώς. Μπορεί ο φακλανιάρης να μην μιλάει αλλά εμείς δεν ξεχνάμε. Έτσι απλά έσωσε τους τραπεζίτες φορτώνοντας τον λαό με τα δισεκατομμύρια των χρεών τους και άνοιξε την πύλη της κολάσεως για να μας σπρώξει μέσα ο γιός της Μαργαρίτας (εδώ)

Στα θηλυκά: φακλανιάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια κάπως πιο σλανγκενεργή εκδοχή του φακλάνα που έχει και το προτέρημα να είναι ουδέτερη ως προς το φύλο.

Άσε που αποδομεί συνειρμικά και το αλάνι.

♪♫ EIΜΑΣΤΕ ΦΑΚΛΑΝΙΑ ΔΙΑΛΕΧΤΑ ΚΟΡΜΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΙΑΤΣΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΑΣ ΤΡΟΜΑΖΟΥΝ ΤΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΤΑ ΥΠΟΥΡΓΑΚΙΑ ♪♫ (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτική αναφορά στα μέλη, τους γερμανοτσολιάδες, τα έργα και τις ημέρες των κυβερνήσεων Νέας Δημοπρασίας - ΘΑΣΟΚ (2012 - 2015).

- Το Χωνί: Σαμαροβενιζέλοι, τη Δευτέρα μας αφήνετε χρόνους! (εδώ)

- ΒΟΡΒΟΡΟΣ! Οι Σαμαροβενιζέλοι επιχείρησαν με πλαστά στοιχεία να φυγαδεύσουν τον Παπακωνσταντίνου! (εκεί)

- ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ: 5 εκατομμυρια Ευρώ διαφήμιση μέσω της ΔΕΗ μοίρασαν οι Σαμαροβενιζέλοι (παραπέρα)

- Αυτοί που απομονώνουν τον Βαρουφάκη στα Γιουρογκρούπ είναι οι Σαμαροβενιζέλοι της Ευρώπης (σε κάποιο σόσιαλ μήδεια)

Κρύβε λόγια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνονθύλευμα εκφακλανισμένων ανθρώπωνε.

- Πρακτοράκο του Βενιζελοσημιτισμού, μεταλλαγμένο "ΠΑΣΟΚπίσινους", ακόμη δεν το κατάλαβες: Μπένυ τέλος. Πάρτε το φακλαναριό σας και μπρός. Δεν σας θέλει ο λαός.

Εκ του φακλάνα και τση γαμοσλανγκοκατάληξης -αριό (βλ. ελληναριό, καραπουταναριό, χαλικουταριό, κ.ταλ.)

Hello Kitty

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικός χαρακτηρισμός ή βρισιά για παθητικό ομοφυλόφιλο ή για θεωρούμενο ως τέτοιο. Επίσης και τρυπιοκώλα για γυναίκα. (Λες και των άλλων δεν είναι τρύπες οι κωλότρυπες αλλά τέσπα). Βλ. και τρύπιος, τρύπια, κωλοτρυπάτος.

  1. Αυτά μόνον στην Ελλάδα με τα βαλκανικά σύνδρομα λεγόντουσαν. Ότι ο μεν είναι φούστης, ο δε κωλόμπα. Στην πραγματικότητα και οι δύο είναι ομο, άσε ότι πάνω στο παιχνίδι, πάνω στο βογκητό, επειδή η απόσταση της τρύπας είναι μόλις δυο πόντους από το μπροστινό εργαλείο, επιτόπου μπορεί να γίνει το μπέρδεμα. Και ο τρυπιοκώλης να τον φερμάρει στον άντρα τον πολλά βαρύ και μετά, αν γίνει γυριστή και στο αλλοιώς η δουλειά, ο «ενεργητικός» να βρεθεί με το λουκάνικο στο στόμα. Ανάμεσα σε κοπτήρα και φρονιμίτη και σίγουρα δεν θα τον λοιώσει με τα δόντια. (Διερωτήσεις από τον Αποδυτηριάκια).
  2. τρυπιοκωλης ειναι και οταν ερθει στο χαριλαου θα του τον καρφώσουμε για τα καλα... (Η συνέχεια της συζήτησης από το παράδειγμα στο λεβεντόπουστας).
  3. Πάλι πελάτες ψαρεύεις μωρή τρυπιοκώλα σκρόφα; (Αλλού στο μπουρδελοφόρουμ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή λεβεντόπουστα. Μπορεί να σημάνει ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω.

1.Γκέι που είναι λεβέντης, ευσταλής και νταβραντισμένος.

2.Γκέι που εκτός του ότι είναι πούστης, είναι επιπλέον και λεβεντομαλάκας λεβεντοτσολιάς. Συνδυάζει δηλαδή τα χειρότερα από διαφορετικούς χειρότερους κόσμους.

3.Βρισιά για κάποιον που το παίζει λεβέντης, ενώ συμπεριφέρεται πούστικα.

4.Ίσως να θίγει και περιπτώσεις που κάποιος είναι too handsome to be straight. Δηλαδή προβληματιζόμαστε με το ότι κάποιος είναι υπερβολικά λεβέντης και διερωτόμαστε πώς τον πίνει τον καφέ.

Προφ, η έκφραση παίζει με τα σεξιστικά στερεότυπα του λεβέντη άντρα εναντίον μη λεβέντη γκέι, τα οποία εξάλλου διαψεύδονται στην πραγματικότητα. Όπως παίζει επίσης και με μια διαδεδομένη σημασία του λεβέντη, που, όπως παρατηρεί το Πονηρόσκυλο, είναι ο μαλάκας. Γιατί υπάρχει ένα μόνο πράγμα χειρότερο από το ότι τον άντρα παλιά, τον ήθελαν λεβέντη, τώρα τον θέλουν αδελφή και τον φωνάζουν τρέντι κι αυτό είναι ότι τον θέλουν και λεβέντη και τρέντι, λεβεντόπουστα λαμπερσέξουαλ δηλαδή.

1.-παοκ θρησκεια ομοφυλοφιλια τιμη και δοξα στη λούγκρα το Γκαρσια
-Ναί φίλε ναί... στείλε οπτικές αποδείξεις ότι ο Πάμπλο είναι γκέι και τότε τα ξαναλέμε...ως τότε καμάρωνε τα 2 σουπεράκια και την λεβεντόπουστα του παλέ. (Εδώ).

2.-Καλώς το λεβεντόπουστα! (Εγκάρδια υποδοχή μαγαζάτορα σε μεταφορέα, Αμπελόκηποι). (Εδώ ενδιαφέροντα ακουστικά στιγμιότυπα).

3.-γεμίσαμε παλιοπούστηδες, καραπουσταριά και πουστάρες. Είναι τελείως αληθές ότι με τους νέους νόμους πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια; είμαι τώρα και εγώ ένας κοινός εγκληματίας; -ΝΑΙ ΕΙΣΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΑΣ ΠΟΥ ΝΤΡΟΠΙΑΖΕΙΣ ΤΟΥΣ ΠΟΥΣΤΗΔΕΣ Κ ΤΟΥΣ ΛΕΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ. ΤΕΤΟΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΤΙΜΗΤΙΚΕΣ. ΝΑ ΛΕΣ ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΓΙΓΑΝΤΑ ΤΡΥΠΙΟΚΑΡΥΔΕ ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΦΙΛΕ ΜΟΥ ΛΕΒΕΝΤΟΠΟΥΣΤΑ? (Σχολιασμός των νόμων περί εχθροπαθείας από φωνακλάδες εδώ).

4.-Άντρακλας. Σπαρτιάτης. Να σε χαίρεται η μάνα σου τσόγλανε.
-ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΡΕ ΛΕΒΕΝΤΟΠΟΥΣΤΑ.....ΝΑ ΣΕ ΚΑΜΑΡΩΝΕΙ Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΟΥ ΠΑΛΙΟ ΠΟΥΤΑΝΑ!!!!!!!!!!!! (Σχολιασμός για ματατζή που χτυπάει κοπέλα, από σόσιαλ μήδια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διασημότερη όπως λένε λέξη του ελληνικού λεξιλόγιου (και μάλλον είναι, βγάζοντας τουλάχιστον τα παλαιοελληνικά απ' την εξίσωση). Και τι σημαίνει;... έ, το λέει και η λέξη.

Αχέμ.

Χρήσεις

Μαλάκες βγαίνουν σε πολλά χρώματα, αλλά θα προσπαθήσω να πιάσω εδώ τη βασική παλέτα.

α. Φιλική, οικεία προσφώνηση, στην κλητική

Αυτή είναι ίσως η πιο συνηθισμένη χρήση της λέξης, που δηλώνει οικειότητα, ή τουλάχιστον διάθεση οικειότητας.

- Ρε μαλάκα πού το παρκάραμε τ' αμάξι χθές, θυμάσαι;
- Μμμ... στον κώλο σου;...
- Λέγε ρε και βιάζομαι!
- Κάτσε ρε μαλάκα να θυμηθώ... ακόμα δε ξύπνησα... ά... στο περίπτερο.
- Όκέι, τα λέμε σε διωράκι-τριωράκι.
- Έγινε, ψήνω φραπέ.

Εξαιρετικά διαδεδομένη χρήση στην καθομιλουμένη και την αργκό, κάνει τρελή παρέα με το μόριο ρε, και μετριάζεται μόνο από τον κίνδυνο παρεξήγησης λόγω των υπόλοιπων κακόσημων χρήσεων (βλέπε παρακάτω).

Συνώνυμα: συ/εσύ, φίλε. Φράσεις: μαλάκα/μαλάκα μου! (επιφώνημα έκπληξης και θαυμασμού). Σε άλλες γλώσσες: man (αμερικάνικα), mate (βρετανικά, αυστραλέζικα), Du/Alter (γερμανικά).

β. βλάκας, ηλίθιος, χαζός

Αυτός που δεν αντιλαμβάνεται, ο αργόστροφος, βραδύνους, ξέχνα τον, δεν το πιάνει, δε νιώθει ρε παιδί μου, άσ' το να πάει άσ' το, πες τον ζώον, βλίτο, σμπόκο, ούγκα-ούγκα -από πού ν' αρχίσεις και πού να τελειώνεις, κάθε συνώνυμο και μια 'ποτυχημένη, οικτρή προσπάθεια να τον νικήσεις...

αμα ειναι μαλακας ο αλλος και δεν καταλαβαινει...προβλημα του!!!!!αστον να ναι!!!!!

απ' το φέισμπουκ

άντε να εξηγήσεις στο μαλάκα Ελληνάρα, τον Μπάμπη από το Μπουρνάζι με το Punto, ότι το αλκοόλ θολώνει αντανακλαστικά. Άντε να του βγάλεις από τον εγκέφαλο ότι εκτός από οδηγός της πλάκας, είναι και επικίνδυνος αν ανοίξει το γκάζι πάνω από τα 80.

από ιστολόι

Μικρή πίπα: Παρόμοια με κάθε τέτοιον χαρακτηρισμό, είναι και δώ σαφές ότι όταν καλείς κάποιον μαλάκα με αυτήν την έννοια, δέν υποδηλώνεις ότι δεν αντιλαμβάνεται ενγένει (δεν πρόκειται δηλαδή ακριβώς για ρατσιστικού τύπου χαρακτηρισμό όπως να τον έλεγες «καθυστερημένο»), αλλά οτι δεν αντιλαμβάνεται με τον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι εσύ· άμεσα προκύπτει το θεμελιακό, ότι για το μαλάκα είσαι μαλάκας. Σκληρό, αλλά για ν' αποφύγεις το αυτοψυχοψάξιμο, η λύση είν' απλή: παράμεινε μαλάκας για το μαλάκα, σιγά μην κάθεσαι να κατανοείς νοοτροπίες μαλάκων τώρα, ορίστε μας...

να σε ενημερωσω πως οτι βρισια και να γραψεις , ουτε με αγγιζει , ουτε και θα με κανει να κατεβω στο παιδικο επιπεδο του "εισαι μαλακας , οχι , εσυ εισαι μαλακας" .. αυτα ειναι για σενα και τους ομοιους σου.

από το φόρουμ τζι αρ

Η λούπα του παραδείγματος παρατηρείται τόσο συχνά σε εμβριθέστατες και βαθιές συζητήσεις εντός γενέτειρας της φιλοσοφίας, που είναι ν' αναρωτιέται κανείς πώς και μας πρόλαβαν οι μοχθηροί φρίτσηδες στη ντρέτη διαπραγμάτευση του απείρου, ή οι τεχνοκράτες άγγλουρες στη ντρέτη διαπραγμάτευση της αποτελεσματικότητας... Μικρή πίπα τέλος.

Φράσεις: άμα ο άλλος είναι μαλάκας, είναι μαλάκας, είσαι μαλάκας ή γιωτάς;, κάνω το μαλάκα. Σε άλλες γλώσσες: jackass, dickhead / shithead (αγγλικά), connard (γαλλικά), Depp (γερμανικά).

γ. αφελής, εύπιστος, θύμα, κορόιδο

Πολύ κοντινή χρήση στην προηγούμενη, συνοδεύεται συχνά από οριστικό άρθρο, ο μαλάκας, και αναφέρεται σε κάποιον που περιέρχεται σε μειονεκτική θέση ή και γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης ή αποδιοπομπαίος τράγος, λόγω αφέλειας, καλοπιστίας.

Αποκαλυπτικοί είναι οι διάλογοι του Χάρη Τομπούλογλου, που συνελήφθη για χρηματισμό, με τον μεσάζοντα της ιδιωτικής εταιρείας, ο οποίος του έδωσε και τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα. «Δεν είμαι εγώ ο μαλάκας να κονομάνε όλοι από δουλειές και εγώ να μην παίρνω μία», φέρεται να αναφέρει ο πρόεδρος του νοσοκομείου Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού», ο οποίος συνελήφθη την Τρίτη επ’ αυτοφώρω να λαμβάνει 25.000 ευρώ.

απ' τον διαδικτυακό τύπο

Φράσεις: βγαίνω ο μαλάκας, για μαλάκες ψάχνεις;, o μαλάκας της παρέας, ο μαλάκας της υπόθεσης, στην υγειά του μαλάκα, πιάνω κάποιον μαλάκα.

δ. Αυτός που αυνανίζεται, που μαλακίζεται

Η σημασία αυτή φέρεται να είναι η κυριολεξία.

μαλακας ειναι αυτος που παιζει με το πουλακι του...

απ' το φέισμπουκ

Η εντύπωσή μου είναι ότι τόσο συχνότερα χρησιμοποιείται στην κυριολεξία, όσο περισσότερο κατεβαίνουμε σε ηλικίες, ενώ στο βαθμό που το να τραβάς μαλακία είναι ποταπή, ανήθικη, τσσ-τσκ-τσκ πράξη, χρησιμοποιείται ήδη η λέξη ευρύτατα ως βρισιά.

ΑΝΤΕ ΤΡΑΒΑ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΝΕΝΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΜΩΡΗ ΠΑΛΙΟΛΙΝΑΤΣΑ ΤΟΥ ΚΕΡΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΨΕ ΝΑ ΤΡΩΣ, ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ πουλάκι ΣΟΥ, ΧΟΝΤΡΟ-ΜΑΛΑΚΑ, Ε ΧΟΝΤΡΟ-ΜΑΛΑΚΑ, ΚΟΜΠΛΕΞΙΚΕ!!

από ιστολόι

Η δαιμονοποίηση της «αποκλίνουσας» σεξουαλικότητας είναι εξάλλου βασικότατο μοτίβο στις βρισιές (που πρέπει να τις πιάσουμε κάποτε καλά στο σάιτ!), βλέπε γαμιόλα, πούστης, και πόσα άλλα.

Κάποια συνώνυμα, που ως τέτοια όμως λαμβάνουνε συχνά και τις άλλες σημασίες του μαλάκας: αυνάνας, πεοκρούστης, πεομπαίχτης, τρόμπας, χειρογάμης, ψωλοβρόντης. Φράσεις: τη μαλακία πολλοί αγάπησαν, το μαλάκα ουδείς, το πολύ το τίκι τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, καλή η μαλακία, αλλα με το γαμήσι γνωρίζεις κόσμο. Σε άλλες γλώσσες: jerk, wanker (αγγλικά), Wichser (γερμανικά)

ε. Λέξη-πασπαρτού για κακόσημους χαρακτηρισμούς και βρισιά

Το μαλάκας είναι απ' τις επεκτατικότερες του ελληνικού λεξιλογίου, καθώς υποκαθιστά δυνητικά οποιονδήποτε κακόσημο χαρακτηρισμό. Άν κάποιος δεν είναι σίγουρος για το πώς να χαρακτηρίσει κάποιον απ' τον οποίο έχει ενοχληθεί (πες το «λεξιπενία», πες το «θόλωσ' ο Μπροκά 'π' τα νεύρα», πές το «αχαρτογράφητη άβυσσος η ψυχή του αθρώπου, ούτ' ο Ντοστογέφσκι θα μπορούσε να σ' τον περιγράψει αυτόνανε» -ή πες το απλά σπαρίλα να τελειώνουμε), τον λέει απλά «μαλάκα» και τελειώνει η υπόθεση.

Ιδού μια τυπική, τυπικότατη περίπτωση.

- Ο Λέλος θά 'ρθει;
- Δέν του είπα.
- Δέν τού 'πες;!...
- Δέν τού 'πα, δέ γούσταρα.
- Γιατί;
- Δέ ξέρω... μαλάκας είναι, γι' αυτό.
- Τί «μαλάκας» δηλαδή;
- Ε μαλάκας, ρε παιδί μου, ξέρω γώ, μαλάκας, πώς το λένε;...
- Δηλαδή τί ρε παιδί μου;!...
- Ε ρε τί θες τώρα, αναλύσεις να πούμε;... Κάνει μαλακίες... Αλλα θα μου πείς, μαλάκας είναι, μαλακίες θα κάνει!... hά...
- Δέ σε πιάνω.
- Ε 'φού 'σαι και σύ μαλάκας, τί να σ' εξηγώ τώρα, ώωω...

Ιδού και άλλη μία.

Αν πιστεύεις ότι κάποιος είναι μαλάκας όπως λες, θα πρέπει να έχεις ξεκαθαρίσει πρώτα τι εννοείς "μαλάκας" και αν το έχεις, τότε μπορείς να εκφέρεις επιχειρήματα για αυτό.

εδώ

Ως κακόσημη λέξη-πασπαρτού είναι βέβαια και μία από τις πιο συχνές βρισιές. Μάλιστα, από τις αποτελεσματικότερες: αν σε πεί ο άλλος «μαλάκα» και το εννοεί, είτε το βουλώνεις και την κάνεις, είτε το λόγο τον παίρνει ο Ταβερνιέ, αφού συχνά σημαίνει οτι έχει τόσα νεύρα, που δέ μπορούσε να σκεφτεί καμία άλλη λέξη φαντεζί.

στιγμιότυπο από την τηλεοπτική σειρά «Οι τρεις Χάριτες»
ΜΑΡΙΑ: Κάποια στιγμή όμως εκνευρίζομαι πάρα πολύ, γυρνάω και του λέω «τί θές ρε μαλάκα; αφου βλέπεις δέ σου απαντάω!»
ΟΛΓΑ: Μπράβο Μαρία! πολύ σωστά του μίλησες...
ΕΙΡΗΝΗ: Και εγώ στη θέση σου το ίδιο θά 'κανα!...
Μ: Να δείς αυτός στη θέση του τι έκανε όμως...
Ε: Τί;...
Μ: Γυρνάει μου τραβάει ενα φούσκο και μου λέει «ποιόν είπες μωρη "μαλάκα";»... κι' εξαφανίστηκε.
Ε: Ά το μαλάακααα!...

Μαλάκας λοιπόν, σε ήπιο ή μή ύφος, μπορεί να σημαίνει «άξεστος» και «ακοινώνητος», οτι «δεν ξέρει να φερθεί» που λέμε (σύγκρινε με σημασία β), «φταίχτης» και «υπαίτιος» (σύγκρινε με σημασία γ), μπορεί να σημαίνει απλά «κουραστικός» και «φορτικός», μπορεί να σημαίνει «υπερόπτης», «ακατάδεχτος» και «επηρμένος», μπορεί να σημαίνει και «αναξιόπιστος», «ανέντιμος», «ανήθικος», «υστερόβουλος», «ύπουλος», «μηχανορράφος», «υποκριτής», «διπρόσωπος», «μικρόψυχος», «εκδικητικός», «μνησίκακος», και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά.

Φράσεις: βγάζω κάποιον μαλάκα, για έναν μαλάκα, μαζί μου ασχολείσαι, πόσο μαλάκας είσαι;, φάε ένα μαλάκα. Σε άλλες γλώσσες: asshole (αγγλικά), Arschloch (γερμανικά).

Ετυμολογία

Η λέξη βγαίνει από τη λέξη μαλάκα (θηλυκό) στα μεσαιωνικά ελληνικά, η οποία με τη σειρά της βαστάει από το ακόμη πιο παλαιοελληνικό επίθετο μαλακός. Ο Τριαντάφυλλος το θέτει ως εξής:

μαλάκ(α) η 'μαλάκυνση' -ας < ελνστ. μαλακ(ός) 'παθητικός ομοφυλόφιλος' (αναδρ. σχημ.), με αλλ. της σημ. κατά το μαλακία· μαλάκ(ας) -ούλης

ΛΚΝ

και ο Μπάμπης πάνω-κάτω τα ίδια, με ένα τσικ επιπλέον πληροφορία:

< μεσν. θηλ. μαλάκα «μαλακία» (πβ. μάγκας - μάγκα, η), ουσιαστικοπ. τ. του αρχ. επιθ. μαλακός [...], το οποίο ήδη στον Ηρόδοτο δήλωσε τον ανήθικο, διεφθαρμένο άνθρωπο (όπως τον παθητικό ομοφυλόφιλο. 3ος αι. π.Χ.)

ΛΝΕΓ (τρίτη έκδοση)

Χρονολόγηση

Η υβριστική, κακόσημη χρήση υπάρχει τουλάχιστον απ' την αρχή-αρχή του εικοστού αιώνα, όπως μας μαθαίνει ο δαιμόνιος χαρτοπόντιξ κυρ-σαράντ -τα σέβη μου- τον οποίο και παραθέτω με συνοπτικές.

[...] βρήκα, με έκπληξη ομολογώ, να γράφεται, σε εφημερίδα του 1906, η συχνότερη ελληνική τρισύλλαβη λέξη. Λέει ο Άννινος ότι “Περί τα τέλη του βίου του [Παράσχου], κάποιος εκ των λογίων, δυσαρεστηθείς διά δυσμενή κρίσιν του Αχιλλέως περί τινος θεατρικού του έργου, τον απεκάλεσεν εν τη οργή του μαλάκαν. – Εγώ μαλάκας! απήντησεν εξαφθείς ο ποιητής. Και μου το λέγεις συ, ο Παδισάχ της μαλάκας!…” Παναπεί, και τότε έβριζαν οι ποιητές αλλά δεν είχαν Φέισμπουκ να διαδίδει τα ξεκατινιάσματά τους στο πανελλήνιο.

απ' το ιστολόι του κυρ-σαράντ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως φαίνεται από το δεύτερο παράδειγμα του άλλου ορισμού, σκατοψύχι κυρίως είναι το άγριο βρισίδι που ρίχνεις σε νεκρό, τ. σκατά στον τάφο του, σκατά στην ψυχή του, και αυτό φαίνεται ότι ήταν και η αρχική σημασία του όπως δείχνει ο Νίκος Σαραντάκος εδώ.

Κι εκείνος ο ενανθρωπισμένος Σατανάς;
πανάθλιος όπως ήταν, άθλια είχε τύχη.
ψόφο κακόν εβρήκε, μην τον συχωρνάς,
του γιόμισε ο λαός το λάκκο σκατοψύχι.
(Από το ποίημα του Γιώργου Κοτζιούλα Τυραννομάχος για τον Ιωάννη Μεταξά).

Στο ίδιο άρθρο του Νίκου Σαραντάκου, βρίσκουμε μια ειδική σημασία της λέξης, που σήμαινε σε ορισμένα μέρη και την αμοίραστη περιουσία, δηλαδή την περιουσία που άμα δεν μοιραστεί, όπως πρέπει, όσο ζούνε οι κληροδότες ή με μια καθαρή διαθήκη, μετά οι κληρονόμοι θα μπλέξουν τόσο πολύ να την ξεδιαλύνουν, ώστε θα τους σκατοψυχίζουν στον τάφο τους.

Οι άκληροι γονείς δεν αφήνουν σκατοψύχι, όπως λένε την αμοίραστη περιουσία τους. Τη μοιράζουν όλη, να μη την βρούνε οι κληρονόμοι και σκοτωθούν μεταξύ τους. (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified