Further tags

Όρος προερχόμενος από τη σύζευξη των λέξεων λιώμα (σε κατάσταση βαριάς μέθης) και του Λουμίδη, γνωστής εταιρείας παραγωγής καφέ.

Αποδίδεται σε άτομα που κατανάλωσαν μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και για τα οποία καθίσταται απαραίτητη η άμεση κατάποση του.

  1. - Τι έγινε ρε χθες πόσο ήπιατε πια;
    - Άστα ρε γύρισα σπίτι λιωμίδης, δεν έβλεπα μπροστά μου πάλι. Ευτυχως μού' φτιαξε η Μαρία φραπέ και συνήλθα.

  2. Στο τηλέφωνο:
    - Έλα Νίκο το' χεις ένα πότο στο στέκι;.
    - Ναι μέσα, άλλα μη γίνουμε λιωμίδηδηδες παλι όμως ε;
    - Ναι ρε μην ανησυχείς, σήμερα λευκό και ποίηση.

  3. - Χθες μού' δωσε ο Αλέξης από το ποτό του και έγινα λιομίδης ρε με δυο γουλιές.
    - Ε ναι ο Αλέξης τον έχει χτίσει το Λουμίδη

Βλ. και λιουμίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική λεξιπλασία, η οποία προκύπτει από τις λέξεις Ιλιάδα και λιάρδα.

Αναφέρεται σε φάση επικών διαστάσεων κατανάλωσης αλκοόλ και μέθης (και των συνεπειών αυτής), αναλόγων δηλαδή με τη βαρύτητα και σπουδαιότητα του πασίγνωστου ομηρικού έπους.

- Έαε, τι γίνεται;
- Χάλια... βγήκαμε χτες με τον Ιεροκλή και τα ήπιαμε... τι τα ήπιαμε δηλαδή, Ιλιάρδα, κανονικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται στη φράση: «παίζω τον πορδόμυλο», τ.έ. την κολοκυθιά, τ.έ. επιδίδομαι σε άκαρπη συζήτηση (μάλλον ιδιωματισμός).

Συνώνη μου (κατά το Αντώνη μου): παίζω την κολοκυθιά.

- Εσύ θα πας.
- Όχι, εσύ.
- Ε, όχι εσύ.
- Τον πορδόμυλο θα παίξουμε τώρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μικρής διάρκειας «ασθένεια» που εμφανίζεται στον άνδρα όταν, προχωρώντας σε πολυσύχναστο δρόμο ή χώρο, «τυφλώνεται» από το μεγάλο πλήθος από μουνάρες ή Λίλιαν που κυκλοφορούν τριγύρω. Το φαινόμενο είναι παροδικό και διαρκεί από μερικά λεπτά μέχρι και ένα εικοσιτετράωρο, είναι δε συνηθέστερο σε άτομα που δεν έχουν κάνει σεξ κατά το πρόσφατο παρελθόν. Ενίοτε συνοδεύεται από άνοδο του αίματος στην κεφαλή ή από... άνοδο της κεφαλής. Περιττό να τονιστεί ότι η ασθένεια γνωρίζει άνθιση κάθε Άνοιξη και Καλοκαίρι...

Η λέξη προέρχεται από τον όρο «μουνί» που αναφέρεται στη γνωστή θηλυκή θεότητα που ρυμουλκεί πλοίο (σέρνει καράβι) και από τη κατάληξη «-ίαση» που δηλώνει ασθένεια, π.χ. ηλίαση.

(πραγματικό περιστατικό)
Το πρωί στο Πολυτεχνείο:
- Τι έχεις ρε φίλε και είσαι αποσυντονισμένος;
- Άσε ρε Μήτσο, τι είναι αυτά που κυκλοφορούν; Δε μας λυπούνται καθόλου; Μουνίαση έπαθα πάλι όταν ερχόμουν! Έχω και μέρες να γαμήσω...
- :-))))))))))

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιμπουκαμπίλιτι (tsiboukability): η τέχνη (ικανότητα) του τσιμπουκώνειν. Από το τσιμπούκι και ability.

  1. - Ωραία χειλάκια έχει η Βανέσσα... - Φιλαράκι ... άσε ... μιλάμε για τοπ tsiboukability!

  2. - Γαμώτο, για άλλη μια φορά τον ήπιε η ομάδα μας...
    - Άσ' τα ... στο tsiboukability πρώτοι είμαστε !

βλ. και στοκαμπίλιτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βροχέζος, ο [ουσ.] < βροχερός + χέζω

Αναφέρεται στον ενοχλητικά βροχερό καιρό. Μπορεί να είναι εκνευριστικό ψιχάλισμα που κρατάει μέρες ή μουσώνας των τροπικών που δύναται να σε πνίξει στα πέντε λεπτά που κρατάει.

Λίγο πιό έντονο σαν έκφραση από το «κατρουλόκαιρος».

Πιθανόν να αποτελεί την ελληνική μετάφραση του αγγλικού «shitty/crappy weather».

- Βροχέζος ο καιρός σήμερα.
- Ναι ρε συ, πολύ εκνευριστικό το συνεχές πιτσίλισμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νέα ελληνική φοβία, μια καινούργια εφεύρεση των ΜΜΕ, που αφενός περιγράφει την σημερινή ψυχολογική κατάσταση του υπερδανειζόμενου νεοέλληνα (εχει κλάσει μπάμιες), αφετέρου, όμως, δρα θεραπευτικά και καταρρίπτει κάθε προηγούμενη φόβο-εμμονή...

Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί λέξη-εμβόλιο, λέξη-παυσίπονο, καθώς με την εμφάνιση του όρου αυτού στα τηλεοπτικά παράθυρα των ειδήσεων ξεπεράστηκε κάθε ανησυχία για την επερχόμενη πανδημία της γρίπης.

- Μήτσο, πάμε καμιά βόλτα με το suzuki;
- Ποιο suzuki, έκλασα μπάμιες και το πούλησα... Δεν βλέπεις τι γίνεται ρε. Θα χρεοκοπήσουμε...
- Μην είσαι κουλομαρία, μωρ' αδερφέ μου, μούφα είναι, ρε... Χρεοκοποφοβία πουλάνε τα κανάλια...
- Α, είπα και γω... Γιατί πληρώνω τα διόδιά μου κύριος.

(από kapetank, 01/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιο γεγονός ή ενέργεια που συμβαίνει, πραγματοποιείται ή γίνεται κάθε βράδυ, δηλαδή όχι μέρα.

  1. Καθηβραδινά στο ράδιο.fm ακούτε τις χειρότερες επιτυχίες επί πληρωμή και υποχρεωτικά(!)... και συνεχίζουμε το βραδινό μας πρόγραμμα [...]

  2. Οι αναλυτικότερες ειδήσεις στο καθηβραδινό μας δελτίο ειδήσεων στις 20:00.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτοαναφορικό του σάιτοστ και σημαίνει την μεταγενέστερη της ανάρτησης πρόσθεση-αφαίρεση-τροποποίηση των ορισμών, σχολίων, λημμάτων και μηδίων του μόντουλα από τον ίδιο.

Δεν προέρχεται ετυμολογικά απο την κατίνα και τα παράγωγά της (καθ' όσον οι αλλαγές γίνονται in bonam fidem), αλλά απο τις γνωστές παραποιήσεις φωτογραφιών από την NKVD στην υπόθεση του Κατύν (Katyń) το 1943.

Ρωγμή στο Μάτριξ! Χάνονται σχόλια στο slang.gr! (Σχόλιο απο εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημείο των καιρών, παρατηρείται στη σόουμπιζ (κινηματογράφος-τηλεόραση-θέατρο).
Να μην συγχέεται με εν γένει πουστλέ εμφάνιση στα μήδια (π.χ. πρωινάδες, haute-κοπτοραπτούδες, κορδελλιάστρες κλπ) ή καφενόβιους αφορισμούς του τύπου «οι πούστηδοι κι οι οβραίοι έχουνε πιάσει τα πόστα», διότι είναι ειδικότερη έννοια. Εξ άλλου οι συνεπείς αδερφές είναι αξιότιμες.

Πρόκειται λοιπόν για σύχρονη κακέκτυπη έκδοση του πρωτότυπου στύλ του αξιολογώτατου Μαρίνου, που προβάλλει λουμπινίστικα απωθημένα, αποτυπωμένα σε χαριεντισμούς του τριπτύχου «λίγο σεξισμός, λίγο οτινανισμός και τ’ αγοριμού» δίκην χιούμορ, υποτιμώντας τη νοημοσύνη του κοινού για να τα κονομήσουμε.

Η δε πλάκα είναι οτι στη λούμπα της μίμησης-διάδοσης του πουστρομανιερίστικου ανθυποστύλ «it’s fun 2B gay» ξεπέφτουν τόσον οι γυναίκες (ας μην ξεχνάμε οτι γνωστή και ήδη εκλιπούσα παρουσιάστρια-τραγουδιάρα σημείωσε τεράστια επιτυχία ξεθάβοντας την καλιαρντή), όσο και άντρηδοι που ενσωματώνουν (απο άγνοια της αργκό) στην καθομιλουμένη τους, τα βαθειά λατινικά...

Κλασσικά παραδείγματα τα αστειάκια γνωστού αργυρώνητου τηλε-κήνσορα, η «θεατρική δουλειά» επιφανούς υπέρβαρου (ταλαντούχου ωστόσο) συνθέτη, η «φρεσκάδα» τηλεοπτικής σειράς της οποίας το σήμα έγινε ρίνγκ-τόνε λιπγκλοσσοφόρων πορτοκαλοκοκκινονύχων γκομενακίων προ ολίγων ετών, καθώς και γνωστό ζεύγος σκηνοθετών των μεγάλωνε κινηματογραφικώνε επιτυχιώνε, που διατυμπάνιζε εκδικητικά την ποσοτική υπεροχή των εισιτηρίων του έναντι της αδικομούνας της Υπολοχαγού Νατάσσας!

Αλλά κάτι τέτοιες συγκρίσεις έκανε κι ο Εθνικός μας Στάρ...

Ο Αλμοδόβαρ επεχείρησε απο τα 80’ς επισταμένως διά μέσου της (πραγματικής) ιβηρικής τρέλλας στα πλαίσια της πρωτοπορίας της λεγόμενης «Movida Madrileña», να απενοχοποιήσει την ομοσεξουαλική προτίμηση και καθημερινότητα, ενώ εν Ελλάδι μόλις και περί τα μέσα των 90’ς κατεβλήθη προσπάθεια να νομιμοποιηθεί αρπακολλατζήδικα (πουλώντας τρελλίτσα), η ετεροσεξουαλική συνεύρεση (!) λόγω της άκρατης συντήρησης της μπιρσιμόβιας-γιομπαζολίσιας τηλεόρασης των 80’ς και συν αυτή, όπως-όπως βρήκαν χώρο να ξετσουμίσουν τσόντα κι οι λούγκρες.

Ακολούθησε η λαίλαπα των φυλλάδων του γνωστού επαρχιώτη εστέτ (sic), που διαμόρφωσε «άποψη» συμμεριζόμενος το καλτ του σεξουαλικού τιραμισουρεαλισμού, κατά το δημώδες «στη μάπα πάρε τα ευθύς, που λέει και το Νίτρο - ο γιάπης δεν εμπόραγε και κάθησες στο Μήτρο».

Υπ’ αυτήν την σύγχυση, όντως η Αθήνα κατέστη η Μητρόπολη της Ελλάδας...

Καίτοι είναι συγκινητική μια κραυγή κοινωνικής αποδοχής, εν τούτοις τέτοιες μανιέρες ουσιαστικά αποτελούν το δούρειο ίππο της ψευτο-ανέμελης ταραντέλλας στην μίζερη καθημερινόπιτα της κυρα-Περμαθούλας (η οποία περιφρονείται εμμέσως αφού καταξιώνεται το μοντέλο του σταρχιδιστικού «να περνάμε καλά»).

Η δε «παρεΐστικη» ατμόσφαιρα καθηλώνει τον θεατή σε ρόλο οφθαλμοπόρνου, αφού οι πύλες του χαβαλέ παραμένουν ερμητικά κλειστές γι’ αυτόν.

Άσε που διαιωνίζουν διαδραστικά το μπανάλ πρότυπο του νεήλυδος, που εμφανίζεται ως «βασιλικότερος του βασιλέως», προκειμένου να ενταχθεί στις κοινωνικές δομές, όμοια όπως κάνουν σήμερα οι αλλοδαποί αλλά και οι κνίτες της μεταπολίτευσης, που αμιλλώντο τας κορασίδας της αστικής τάξεως, προκειμένου να ψ/πείσουν το κοινό της Αλλαγής, ότι δεν βαστούν πλέον κονσερβοκούτια, αλλά άνθη...

Κρύβουν υπεραναπληρωματικά έναν βαθύτατο συντηρητισμό, προσκομίζοντας εκπρόθεσμα πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων τύπου «δικαίωμα στον ομόφυλο γάμο» κλπ, ο οποίος αφ’ ενός είναι από μακρού παρωχημένος (δηλ. κλασμένος) θεσμός για την ίδια την «φυσιολογική κοινωνία», αφ’ ετέρου προσβάλλει τον ίδιο τον πυρήνα της κουλτούρας της διαφορετικότητας.

Είναι επίσης γνωστή η μούφα της πλαστής αυτοϋπονόμευσης (έστω και ως αυτοκριτική), η οποία σπεύδει να καλύψει όλα τα τυχόν κενά της επερχόμενης κριτικής, ώστε να την «εκμηδενίσει» a priori και να μην πληγωθεί ο ναρκισσισμός του απολογουμένου (άνευ κατηγορίας).

Τέτοια καμώματα όμως και ανέντιμα είναι και μεταβάλλουν άδικα εκόντες-άκοντες τους κοινωνούς της λοιπής ομόφυλης πραγματικότητας σε τζουτζέδες, όπως κατηγορήθηκε κι ο Ζαμπέτας για τα τερτίπια του, που κατέστησαν προσιτή στους νεόκοπους αστούς τη λαϊκή κουλτούρα για να βγάλει το ψωμάκι του, με την διαφορά ότι ο τελευταίος είχε μιαν ανεπαίσθητη ειρωνική λάμψη στο βλέμμα κι ένα κρυμμένο μαχαίρι στο λόγο...

Αφιερούται τη(ι) Χότζαινα(ι).

-Πάμε κανα θέατρο απόψε;
-Ναι αμέ! Παίζει τίποτα καλό;
-Να, έχει εδώ κοντά το «Σόι του Καστριώτη», μεγάλη επιτυχία. Τι λες;
-Πάλι στην πουστρομανιέρα θα τη βγάλουμε; Χαζογελάκια και ατάκες; Μπούχτισα μωρ’ αδερφάκι μου, τα ίδια και τα ίδια...

Αθάνατος ελληνικός κινηματογράφος! (από Khan, 08/02/10)Παράδειγμα μανιερισμοῦ (από aias.ath, 09/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified