Further tags

Πρόκειται για αμερικλανιά που σημαίνει «Το σόου έληξε - Πηγαίνετε σπίτι».

Η φράση ανακοινώνονταν στο τέλος των συναυλιών του Έλβις για να γίνει αντιληπτό και αποδεκτό από τους φαν του μεγάλου σταρ ότι η συναυλία τελείωσε, δεν υπάρχουν άλλα τραγούδια, και ότι πρέπει σιγά σιγά να διαλυθούν ησύχως. Σήμερα, χρησιμοποιείται ευρύτερα για να δηλώσει ότι κάποιος έχει εξέλθει από κάτι, έχει εγκαταλείψει μια ενασχόληση επαγγελματική ή επιχειρηματική, έχει αποχωρήσει από μια σχέση, και γενικά ότι κάτι είναι τελειωμένο.

Ο Al Dvorin ήταν ο επίσημος παρουσιαστής που ανακοίνωνε τη φράση που σώζεται σε πολλές live ηχογραφήσεις:

«Ladies and gentlemen, Elvis has left the building. Thank you and goodnight.»

Η χρήση της φράσης, οδήγησε και στην καθιέρωση του ρήματος to Elvis, που σημαίνει την ξαφνική, παταγώδη αποχώρηση.

  1. Χρ. Δάντης - No Madonna lyrics:

Ladies And Gentlemen How Do You Do Came Here To Talk About A Thing So True Got Me Hangin' Around Driven Into The Ground Got Me Crying

Ladies And Gentlemen How'd You React Tell Me About It As A Matter Of Fact I Was Only The Bait In My Lover's Debate I've Been Dying

Had Enough And Now I'm Leaving Elvis Has Left The Building
You Had Your Chance You Had The Honour But Baby You're No Madonna

  1. - Με το που της το ξεφουρνίζω ότι φεύγω, αρχίζει να αναλύεται σε λυγμούς κι άλλες κλαψομουνιές, αλλά εγώ ακλόνητος: Τέρμα, της λέω, τελείωσε. Ξέχασέ με, δεν θα με ξαναδείς. Elvis has left the building!
    - Ώπα ρε άσπλαχνε, μήπως της τραγούδησες και το Suspicious minds;

Elvis - Suspicious minds (από allivegp, 14/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την σκόπιμη παραφθορά του γνωστού στίχου «Λίγο πολύ όλοι την έχουμε γευτεί» του λαϊκού ύμνου «Ιστορία μου, αμαρτία μου» της Ρίτας Σακελλαρίου. Η αλλαγή της αντωνυμίας από «την» σε «τον», αντικαθιστά στη συνείδηση όλων κατά μια παράξενη, ανομολόγητη, ωστόσο ισχυρή συνθήκη, το γλυκό πιοτό της αμαρτίας στο οποίο αναφέρεται το άσμα, από το ανδρικό αναπαραγωγικό μόριο, τον πέοντα.

Με αυτή τη φράση, αφήνουμε υπονοούμενα για τις σεξουαλικές προτιμήσεις κάποιου, αλλά ταυτόχρονα δηλώνουμε απελευθερωμένοι και απενοχοποιημένοι, αφού πρόκειται για προσωπική επιλογή του καθενός, ξορκίζοντας ταυτόχρονα ενοχές περασμένων δεκαετιών του τύπου μακριά απ΄τον κώλο μας.

Η χρήση του πρώτου πληθυντικού γίνεται για να αποφύγουμε τον ευθύ, κατά μέτωπο, καταλογισμό του χαρακτηρισμού της γκέισας. Άλλοτε πάλι, χρησιμοποιούμε πρώτο πληθυντικό επειδή η δήλωση μας απλά ισχύει.

Η φράση έρχεται προς επικύρωση του ρηθέντος υπό του λαϊκού αοιδού Στέλιου Ρόκκου «Άντρα είναι αυτός που τον δοκίμασε και δεν του άρεσε.»

- Μα καλά, τοιουτέν και ο Βρασίδας, ο μάτσο τυπάς με την υπεργκόμενα;
- Ε, καλά τώρα. Τί σου φαίνεται παράξενο; Λίγο - πολύ, όλοι τον έχουμε γευτεί.

Κατερίνα Λάσπα (από Hank, 07/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική ευχή μουσικού, ηχολήπτη ή DJ, από την τετριμμένη μπαρμπαδο - ευχή: «Άντε, και του χρόνου με υγεία!».

Εκφράζει ενδεχόμενο παράπονο κακής ποιότητας ήχου, λόγω ελλείψεως ή ελαττωματικότητας / αδυναμίας των ηχείων, να αποδώσουν τη μουσική χωρίς χιόνι ή ένταση αντιστοίχως.

Εκφράζει επίσης, την απέχθεια του ομιλούντος, προς τις τυποποιημένες ευχές, που λέγονται με τον ίδιο τρόπο από αιώνων, σε κάθε περίσταση.

Κατά το: Άντε, και του χρόνου τούμπανο!, Ας είμαστ' εμείς καλά κι ας πεθάνουμε, Να μας ζήσουν οι πεθαμένοι!, κ.τ.λ .

-Χρόνια πολλά και καλά παιδιά!

-Άντε, και του χρόνου με ηχεία!

Και σε τρία χρόνια με ηχεία (το εξώφυλλο από το ΒΗΜΑ μετά από τριετία). (από Galadriel, 07/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυστριακοποντιακός όρος που περιγράφει τον ρυθμικό ασυγχρονισμό μεταξύ των μελών ενός μουσικού συνόλου.

Άμαζι, φάλτσο και κακόηχο... Ντα κάπο κύριοι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό «sax and violins», το οποίο αποτελεί λογοπαίγνιο του επίσης αγγλικού «sex and violence» (ήτοι «σεξ και βία», το οποίο χρησιμοποιείται και στη γλώσσα μας).

Λέγεται σε περιπτώσεις όπου θέλουμε να αναφερθούμε σε μια ανάλογη της έκφρασης κατάσταση, ή να απειλήσουμε κάποιον, αλλά υφίσταται ανάγκη κωδικοποιημένης διατύπωσης λόγου.

Λέγεται ότι ειπώθηκε για πρώτη φορά από τον David Byrne των Talking Heads στο ομώνυμο τραγούδι (βλ. μήδι).

- Ιεροκλή, ακόμα μου χρωστάς εκείνα τα εκατό. Θες να σε αρχίσω στο σαξόφωνο και τα βιολιά δηλαδή;

(από Jonas, 25/05/09)(από jesus, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εξαιρετικά μεγάλη συγκέντρωση μαύρων ανά τετραγωνικό μέτρο. Λέγεται ιδίως για κυριλάουα νυχτερινά μαγαζιά που οργανώνουν κάθε τόσο «μαύρες» βραδιές με μουσική hip hop, r'n'b και τα σχετικά. Τα μαγαζιά αυτά δεν είναι τα ορίτζιναλ «μαυράδικα» (που βρίσκονται σε ψιλοπαρακμιακές περιοχές και προσελκύουν σχεδόν αποκλειστικά μαύρους).

  2. Το σύνολο των προαναφερθέντων μοντέρνων «μαύρων» ακουσμάτων (τη τζαζ όσο να 'ναι δεν τη λες μαυρίλα).

  3. Γενικά η λεγόμενη «μαύρη» κουλτούρα στις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης. Κατά βάση είναι η αφροαμερικάνικη κουλτούρα, όπως αυτή προσλαμβάνεται και προσαρμόζεται από τα εκατομμύρια των αφρικανών που ζουν στη Γριά Ήπειρο.

Η έκφραση χρησιμοποιείται και στις 3 περιπτώσεις με ελαφρώς υποτιμητική / σαρκαστική διάθεση, από λευκούς που πιστεύουν πως οι μαύροι (λόγω μεγάλης πούτσας) και οι αλβανοί βεβαίως βεβαίως (που είναι πιο μπρουτάλ ρε πστ μου) μας έχουν φάει όλες τις γκόμενες κι έχουμε μείνει να βροντάμε την ψωλή μας.

  1. - Φίλε, παίζει για καλοκαιράκι να δουλέψω στο Mao. Έχω έναν γνωστό εκεί και μου είπε αν είναι να πάω για πορτιέρης.
    - Τι να πα να κάνεις εκεί στη μαυρίλα ρε αγόρι;

  2. - Θυμάσαι ρε μαλάκα τη Τζέσι, το πορνίδιο που τραβιόμουνα πέρσι; Το γύρισε και από σκυλού ακούει μόνο μαυρίλα πλέον. Σκάει και με κάτι χαμηλοκάβαλα τζιν να φαίνεται κι η κωλοχαράδρα της φάτσα φόρα...
    - Θα ρουφάει καμιά μαύρη ψωλή αγόρι μου και γι' αυτό έχει κολλήσει... Εμ βλέπεις, τι να κλάσει κι η δικιά σου η δεκαπεντάποντη μπροστά στο βόα;

(από johnblack, 22/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρακλάδι / μουσική σκηνή της εξ Αμερικής ανεξάρτητης μουσικής, το οποίο εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας των 80, αλλά μεσουράνησε κυρίως στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας των 90, σχεδόν ταυτόχρονα με την εμφάνιση του grunge (το οποίο όμως είχε μικρότερη διάρκεια ζωής) και όπως και εκείνο «λάνσαρε» ένα ιδιαίτερο τρόπο ζωής, παράλληλα με τους ξεχωριστούς ήχους που έφερε στο προσκήνιο.

Ετυμολογικά, προκύπτει από τις αγγλικές λέξεις «low fidelity» (χαμηλή πιστότητα, σε αντίθεση με το πολυφορεμένο «hi-fi» - high fidelity). Η μουσική (και οι μουσικοί) χαρακτηρίζονταν από ένα (ανεπιτήδευτο συνήθως) ατημέλητο στυλ, οι κιθάρες ήταν παράφωνες, ο ήχος ακατέργαστος (λιγότερο σκληρός και μελαγχολικός πάντως από το grunge), ενώ κοινός τόπος ήταν και οι κακής ποιότητας ηχογραφήσεις (εξ' ου και lo-fi).

Τα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα πολλά: Pavement, Sebadoh, Dinosaur Jr., Yo La Tengo, Silver Jews, Guided by Voices, Grandaddy και Modest Mouse, μεταξύ άλλων.

Παρόλο που η σκηνή απέκτησε αρκετούς φανατικούς οπαδούς (ακόμα και στη χώρα μας), άρχισε να παρακμάζει μετά το 2000, κυρίως λόγω της διάλυσης πολλών εκ των αντιπροσωπευτικότερων συγκροτημάτων.

Η έννοια «lo-fi» μπορεί άνετα, πέρα από τη μουσική αναφορά της, να αποδώσει έναν χαρακτηρισμό σε ένα πρόσωπο ή κατάσταση, ότι δηλαδή είναι χαμηλής πιστότητας, είτε με τη καλή (εκκεντρικότητα, φρεσκάδα, πρωτοτυπία, κάτι πέρα από τα συνηθισμένα), είτε με την κακή έννοια (κυριολεκτικά). Επιβάλλεται ιδιαίτερη προσοχή στη χρήση, όσο και στη κατανόηση, η οποία πάντα πρέπει να βασίζεται και στα συμφραζόμενα.

  1. - ...και μετά το Μέγαρο, πήρα τηλέφωνο το Μαράκι και πήγαμε Decadence...
    - Σπεκ, Ιεροκλή είσαι και πολύ lo-fi τύπος μιλάμε...

  2. - Ρε θυμάσαι το παλιό στερεοφωνικό στο σπίτι των γονιών μου που ακούγαμε Floyd; Το δώσανε σε παλιατζή...
    - Καλά κάνανε στη τελική, μετά από τόσα χρόνια θα έβαζες πάνω βινύλιο και θα το χαράκωνε.... από hi-fi που ήταν κάποτε, κατάντησε lo-fi...
    - Χεχε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κάνω όλα μόνος μου, δίνω τα ρέστα μου, σηκώνω την ομάδα στις πλάτες μου, ζωγραφίζω, κάνω παπάδες, είμαι μια ορχήστρα μόνος μου. Ενίοτε από ανάγκη γιατί κανείς συμπαίκτης μου δεν τραβάει (όλοι τρομπάρουν) και ενίοτε γιατί είμαι μερακλωμένος και γουστάρω. Σημειωτέον, όταν ο παίχτης σολάρει, όλοι κάθονται ανάμερα άουτ οφ ρισπέκτ και ενίοτε τον σιγοντάρουν χτυπώντας παλαμάκια. Α, τώρα που είπα παλαμάκια, ο πραγματικός σολίστας-μόρτης δεν τα σηκώνει γιατί -και καλά- νιώθει ότι τον μετατρέπουν σε σπετάκολο-περφόρμερ, ενώ αυτός την ώρα του σολάζ κάνει κατάθεση ψυχής.

  1. - Ευτυχώς που έχουμε τον καραφλό να σολάρει από τα δεξιά και ας είναι στα τριανταφεύγα του. Μεγάλη παιχτούρα σου λέω - αν είχε και κεφάλι θα έπαιζε στη Ρεάλ.
    - Σιγά το πάγκρεας που ξεθαρρεύτηκε με το τσικό που έχει απέναντι του. Αν ρίξουν πάνω του τον Σολάρι, θα πάψει να σολάρει.

  2. (σε μάθημα σολφέζ)
    - Όταν εγώ στο πιάνο, εσύ σολάρεις. Δυο, τρία, πάμε!

solaris (από allivegp, 15/05/09)Mount Solaro, Capri, Italy (από allivegp, 15/05/09)Santiago Solari (από allivegp, 15/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικός, μάλλον υποτιμητικός, χαρακτηρισμός των Νεοελλήνων, με την έννοια ότι αρέσκονται σε ανατολίτικες συνήθειες, όπως τα τσιφτετέλια.

Γενικά, χρησιμοποιείται από αυτούς που κατηγορούν τους Νεοέλληνες μάλλον για την ανατολίτικη τάση τους παρά για την δυτικόφιλη, λ.χ. για αυτούς που θα ονομάσουν την Ελλάδα Ελλαδιστάν ή Λαϊκή Θεοκρατία του Ελλαδιστάν μάλλον παρά Ελλαδέξ, αν και το ένα δεν αποκλείει το άλλο.

Χρησιμοποιήθηκε αρκετά στην παπανδρεϊκή δεκαετία του '80 και απαθανατίστηκε απ' τον Διονύση Σαββόπουλο στο άσμα «Κωλοέλληνες» του αντιπασοκικού δίσκου «το Κούρεμα».

Οι πρώτοι στίχοι των Κωλοελλήνων:

Μελαμψές φυλές
κοντοπόδαρες,
Σειληνοί του κράτους
που ξερνάει και νάτους,
τσιφτετέλληνες!
Με γονείς ληστές
των συντρόφων τους θύτες
για αμνηστία οι αλήτες
τώρα διοικητές.
Κράτος ασυστόλων
και πεσμένων κώλων
κωλοέλληνες.

Η χάρτα αυτού του κράτους κρύβει απάτη
που φτάνει στον γνωστό αγριορωμιό
στο ντάτσουν μιας φυλής που ζει φευγάτη
απ`ό,τι Ελληνικό στον κόσμο αυτό.

Μπρέθλες. (από Galadriel, 17/10/10)(από Khan, 14/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι κάτι που προκαλεί τρελή πώρωση, μας στέλνει κανονικά, ενίοτε δε μας κάνει να αισθανόμαστε λες και έχουμε καπνίσει πέντε λιβάδια μαύρο εισάγοντάς μας σε μια εναλλακτική πραγματικότητα από την οποία δεν μπορούμε να ξεκολλήσουμε.

Για να δούμε όμως τι προκαλεί χάσιμο.

• Καταρχήν, η μουσική (εξ ου και το Lost In Music των Sister Sledge). Χαρακτηριστικές κατηγορίες μουσικής που προκαλούν χάσιμο είναι η ψυχεδέλεια και τα πριόνια.

• Η πολύ προχώ τέχνη γενικά, που αν καταφέρεις να την πιάσεις, μένεις μαλάκας. Χαρακτηριστικά εδώ είναι το θέατρο του παραλόγου και το σουρεαλιστικό σινεμά.

• Έπειτα, τα διάφορα παιχνίδια σε PC ή παιχνιδομηχανές (βλέπε λάινεϊτζ). Στην περίπτωση αυτή το χάσιμο οδηγεί αναπόφευκτα στο κάψιμο.*****

• Τα ναρκωτικά, ειδικά τα παραισθησιογόνα, που είναι χάσιμο στην κυριολεξία. Ρωτήστε τους επιζήσαντες της ηρωικής rock σκηνής των 60s να σας διαφωτίσουν επί του θέματος.

• Διάφορα άλλα πράγματα που προκαλούν παρόμοιες αντιδράσεις (ναι, και το slang.gr)!

Πολύ συχνά το χάσιμο είναι τρελό, απίστευτο ή απόλυτο.

***** Και όμως, χάσιμο στον χώρο του παιχνιδιού υπήρχε και πριν από τα PC games! Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι το παιχνίδι των 60s τάκα-τάκα, το οποίο ήταν τόσο πορωτικό που οδήγησε στο απόφθεγμα πως «το πολύ το τάκα-τάκα κάνει το παιδί μαλάκα»!

  1. (σχόλια για το κομμάτι «Καινούρια Ζάλη», από Τρύπες)
    «με πορωνει..... ( ιλια )
    Να χάνεσαι... ( Κάποια )
    τρελα, ψυχεδελεια, χασιμο...»

(Από εδώ)
«Ειδικά το «A Man Called Shit» είναι απίστευτο χάσιμο καθώς στο κομμάτι αυτό συμμετέχουν όλοι οι κιθαρίστες του συγκροτήματος, υλοποιώντας τα υγρά όνειρα όλων των οπαδών του ηλεκτρικού ήχου.»

  1. (Από το GameOver.gr, για ένα PC game)
    aragorn, προχειρο δεν θα το ελεγα με την καμια! Ειναι ΤΡΕΛΟ χασιμο, εχω τρελαθει εδω και πολυ ωρα!!! Αλλα ειναι οντως πανακριβο...

  2. (Από εδώ)
    «Δανάη αν σου αρέσουν οι γελοιογραφίες είναι το ιδανικό δώρο. Δες στο λινκ που έχω στον Παπασωτηρίου περισσότερα.
    Τρελλό χάσιμο!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified