Further tags

Χαρακτηρισμός που ταιριάζει σε επικίνδυνη οδήγηση μηχανής, είτε λόγω ελλιπούς ασφάλειας του δικύκλου (μπουρδέλο, καβουρντιιστήρι), είτε λόγω μη χρήση κράνους και συναφών προστατευτικών μέσων σε συνδυασμό με ποικίλες επιδείξεις δεξιοτεχνίας π.χ. σούζες, έντο κτλ.

Ως γνωστόν, οι καμικάζι αρέσκονται να έχουν το Χάρο δικάβαλο, καθώς είναι εθισμένοι στην έξαρση αδρεναλίνης που αυτό προκαλεί.

Παρεμφερής έκφραση είναι και έχει το «τον χάρο στο πίσω κάθισμα ή στον ουρανό», για οδηγούς αυτοκινήτου που οδηγούν επικίνδυνα.

  1. Μια φορά τον Μητσάρα δεν τον έχω δει με κράνος, και σηκώνει κάτι σούζες, ξεχνάει να το κατεβάσει. Προσπεράσεις σε τυφλή στροφή και ό,τι νά 'ναι. Αυτό το παιδί όλη την ώρα δικάβαλο με τον Χάρο πάει.

  2. Ο μπαρμπά-Σταμάτης δεν έχει φρένα στο παπάκι του, προχθές τον μαζεύανε πάλι από ένα χαντάκι. Δικάβαλο με τον Χάρο πάει συνέχεια, αλλά δεν λέει να πάει να τα φτιάξει ο τσιγκούναρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά των Λετονών για το τρίο, τριολέ, ménage à trois. Ειδικά για την εκδοχή ένας άντρας δυο γυναίκες.

Γίνεται και τρικάβαλο, από εκεί και πέρα μπορεί να μπατάρει το εργαλείο και να μην αντέξει.

-Είδα χτες τον Μένιο πάνω στο μοτοσυκλετόνι, να έχει δικάβαλο Λίλιαν και Λάουρα!

(από pavleas, 05/02/09)(από Galadriel, 31/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν, στο παρκάρισμα ή στο ξεπαρκάρισμα, στουκάρουμε τον μπροστινό ή τον από πίσω μας τόσο δυνατά ώστε το ακούνε όλοι. Το λέμε για όσους, την ώρα που (ξε)παρκάρουν, κοιτάν αλλά δεν βλέπουν (είναι κοντοί ή γέροι ή άσχετοι ή ξανθιές) και περιμένουν να ακούσουν το μπαμ για να σιγουρευτούν ότι δεν πάει άλλο η μανούβρα.

ΚΡΑΑΑΑΤΣ!!!
- Ω τον παππού! τον τσάκισε τον πίσω του!
- Α, καλά, αυτός παρκάρει δια της ακουστικής μεθόδου.
- Άμα ακούει κιόλας το χούφταλο, πάλι καλά...

(από nick, 05/04/09)Γούντι Άλεν, «Μπανάνες» (1971) (από vikar, 27/07/11)

βλ. και παρκάρω με το αυτί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαστορική ατάκα παλαιάς κοπής η οποία χρησιμοποιείται ως τα σήμερα στους εν λόγω κύκλους βεβαίως βεβαίως. Συνηθίζεται, πολλές μαστορικές κουβέντες να μην στέκονται κυριολεκτικώς, πλην όμως είναι αποκυήματα προσπάθειας απλοποίησης κυριολεκτικών φράσεων. Η συγκεκριμένη φράση προέρχεται εκ του «δίνω λαβή», δηλαδή κατέληξε, πως όταν κάτι δεν μας δίνει λαβή, δεν μας δίνει «χέρι». Πολλές φορές τέτοιες εκφράσεις δημιουργούνται όταν υπάρχει ζόρι, π.χ. ο μάστορας προσπαθεί να διαχειριστεί κάτι βαρύ η κάτι άβολο και, επάνω στην δύσκολη στιγμή, πετάει την λανθασμένη έκφραση η οποία κατόπιν γίνεται ιδίωμα της μαστορικής κοινότητας.

  1. - Πφφφ! Άστο! Άστο! Να το πιάσουμε από την άλλη γιατί άμα πέσει θα μας σπάσει τα ποδάρια.
    - Γιατί δεν το πιάνεις από κάτω;
    - Από κάτω δεν δίνει χέρι ρε παπάρα!

  2. - Με έφαγε όλο το απόγεμα να ανεβοκατεβάσω σασμάν.
    - Καλά ρε Μπάμπη, τόσες ώρες για έναν συμπλέκτη;
    - Έχει σε ένα κρυφό σημείο κάτι κωλόβιδες και δεν δίνει χέρι καθόλου, στραμπούληξα τα δάχτυλα μου να τις βάλω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται εν είδει επιρρήματος, για να περιγράψει μια έξτρα πρίμα γκουντ κατάσταση, μια φάση τριφασικιά και ανεβαστικιά, ένα τρελό σκηνικό κλπ.

Συνώνυμα: τζετ, τζιτζί, τζάμι, και γαμώ, καύλα, πένα, τούμπανο, πάουερ, δύναμη, ζάχαρη, μέλι, κομπλέ... και πολλά άλλα, ων ουκ έστιν αριθμός.

Παράγωγο επίθετο: γκαζιάρικος

Πολύ γκαζιάρικο μωρό η Πόπη.

Γιατί γκάζι;

Μα φυσικά διότι έχει μόνο θετικές συνδηλώσεις, σε αντίθεση πάντα με το φρένο:

Έκανα χτες βράδυ κίνηση να τη γαμήσω αλλά μου 'βαλε φρένο.

Το γκάζι ταυτίζεται με την Ενέργεια, τη Δύναμη. Στη φράση μου έχωσε γκάζια, παραδεχόμαστε πως υπομείναμε αγόγγυστα τον υπέρτερο δυναμισμό του νουθετούντος ημάς.

Το γκάζι, όπως και το Αυτοκίνητο, είναι ένα παντοδύναμο σύμβολο του βιομηχανικού πολιτισμού, ίσως και της ίδιας της ιδέας της Προόδου, σύμφυτης με αυτόν. O φίλος μου ο Βίκας με είχε προτείνει παλαιότερα το σχετικό Ο Μύθος της Μηχανής του Lewis Mumford, το οποίο ακόμη δεν αξιώθηκα να διαβάσω :(

Συναφές πανίσχυρο σύμβολο του βιομηχανισμού είναι το ηλεκτρικό ρεύμα, βλ. σχετικά το σαββοπουλικό «σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα». Εξ ου και ο Pierre Bourdieu έχει προτείνει, ενάντια στη φρενίτιδα του τεχνικού πολιτισμού, «να κατεβάσουμε τους διακόπτες».

Αυτά όσον αφορά το γενικόν του πράγματος. Ειδικά όσον αφορά τον Έλληνα, για τον οποίο το αμάξι του είναι το υπέρτατο φετίχ, δεν είναι καθόλου τυχαίο που ταυτίζει την καλοπέραση με το γκάζι. Ο έλληνας είναι ακόμη δέσμιος του μυθικού αφηγήματος της Προόδου, εξακολουθεί εν πολλοίς να θαυμάζει με παιδική σχεδόν αφέλεια τα μεγάλα τεχνικά επιτεύγματα του Πρώτου Κόσμου - ίσως γιατί ο ίδιος ούτε καν με αυτά. Ο έλληνας αντιμετωπίζει το μεταμοντέρνο και τις σχετικές επιφυλάξεις και σκεπτικισμό απέναντι στην Πρόοδο ως εξωτικά φρούτα, από τα οποία θέλει να δοκιμάσει μια σταλιά έτσι για τα νεφρά, αλλά ως εκεί, μην το παραχέσουμε κιόλας: η Άννα Βίσση, το 4Χ4 και το τζακούζι παραμένουν σταθερές αξίες στη ζωή του. Ο έλληνας είναι ακόμη βαθύτατα μοντέρνος (με ό,τι αυτό συνεπάγεται) ήτοι, με σημερινούς όρους, βαθύτατα οπισθοδρομικός.

- Για πε, τι κάνατε τελικά χτες, βγήκατε;
- Πού να στα λέω, μαζεύτηκαν όλοι οι πεθαμένοι, που 'χαμε να τους δούμε από του Αγίου Πούτσου ανήμερα! Κώστας Παγκράτι, Σπυράκλας, Κουνούπι, Πεταλούδας, ο Φίλιππας ο καπετάνιος, πανικός σου λέω, τα πάντα όλα! Αράξαμε Πανόρμου, ήπιαμε τον κώλο μας, κλάσαμε στο γέλιο, γενικώς την περάσαμε γκάζι. Μαλακία σου που δεν ήρθες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή την προφανούς ετυμολογίας κακιά λέξη την είχα ακούσει (και χρησιμοποιήσει, αλλά μην το πείτε κανενού) μερικές φορές στα ογδοενενήνταζ και παναπεί με τσίτα τα γκάζια, μαλλιοκούβαρα. Μη γκάνετε το γκόπο, δε γουγλίζεται ούτε την έχω βρει πουθενά αλλού. Οπότε την καταθέτω έτσι για να υφάρχει, κι όποιος ξέρει τίποτις, εδώ από κάτου είναι τα σχόλια.

- Μεγάλε το είδες το καινούργιο μου εργαλείο; Ένα κοπάδι αλόγατα κάτω απ' το καπό, διακοσαρίζει για πλάκα ρε συ, εχτές κατέβαινα από Καρέα γαμητός, φάγανε τη σκόνη μου όλοι.
- Μπράβο αγορίνα μου, μπράβο. Κοίτα μη φάνε και τα κόλλυβά σου....Και δε μου λες, εκεί που το πήρες, σου κάνανε και τη σπάτουλα δώρο;
- Ποια σπάτουλα;
- Τη σπάτουλα για να σε ξύσουνε απ' την άσφαλτο έτσι και στουκάρεις πουθενά με το κωλοπειραγμένο το κουβαδάκι σου βρε μαλακισμένο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρόπος ὁδήγησης ἀπὸ γυναῖκες κάποιας ἡλικίας ποὺ τραβοῦν τὸ κάθισμα ὅσο πιὸ μπροστὰ πάει, μέ ὰποτέλεσμα νὰ κολλᾶνε πάνω στὸ τιμόνι καὶ νὰ "ὁδηγοῦν μὲ τὰ βυζιὰ".

"Ζεστὸ-ζεστὸ"! Μόλις τ'ἄκουσα στὸ ραδιόφωνο.

Σπάσανε τὰ νεῦρα μου σήμερα στὸ δρὸμο. Εἶχα μπροστὰ μου μιὰ θείτσα, βυζοτὶμονο, μὲ εἴκοσι καὶ τέρμα ἀριστερὰ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικώς χρησιμοποιείται για διάφορα εξογκώματα, και κυρίως για εξογκώματα σε δερμάτινες ή ελαστικές επιφάνειες (ή και σε άλλες επιφάνειες που θα έπρεπε να είναι λείες). Λ.χ. σε μπάλα ποδοσφαίρου που υποφέρει από το κλωτσίδι, ιδίως αν είναι κακής κατασκευής, ή σε ελαστικά οχημάτων που πετάνε βυζί ως μη όφειλαν. Ένας περαιτέρω αστεϊσμός μπορεί να επιτευχθεί αν το κακής ποιότητας ελαστικό παρομοιαστεί με διάσημη φο-βυζού τουμπανοβύζα τ. Πάμελα Άντερσον, Πετρούλα Κωστίδου κ.τ.ό.

Συνώνυμο: καρούμπαλο.

Πάσα: deinosauros, sokin, Παπαντώνης.

  1. Πεταξε βυζι το λαστιχο
    Εκλασε η ασφαλτος
    Για το πεταξε βυζι ισως λεγεται για τα ελαστικα με σαμπρελα και το λενε στην κατασταση στην οποιο το λαστιχο ειναι οπως η μπαλα,που σκιζεται το δερμα και πεταγεται το μπαλονι εξω και κανει ενα καρουμπαλο...Εντελως στην τυχη και πιθανως να ειναι τρελη μ@λ@κια... (Εδώ).

  2. Τελικά τα κατάφερα και έπεσα όλος μέσα σε γνωστή λακούβα των νότιων προαστείων. Πέταξε «βυζι» (σαν την Πετρούλα..... ενα τούμπανο) (Εδώ).

  3. Καλύτερα να κάνει βυζιά το λάστιχο (αν και αυτό έχει σχέση περισσότερο με την ποιότητα των ελαστικών παρά με τη γόμα... αλλά έστω ότι έχουν σχέση, δεν είμαι και ειδικός, αν ξέρει κάποιος ας μας δώσει τα φώτα του) παρά να βρεθεί σε ένα δεντρό κρεμασμένος με το τιμόνι στο χέρι. (Εδώ).

  4. Ήμουνα καλός τερματοφύλακας, έπιανα τη μπάλα με το ένα χέρι κι έβγαζε «βυζί» ! (Από το βιβλίο του Γιάννη Παπαϊωάννου, Ντόμπρα και Σταράτα, ευγενικώς πασαρισθέν υπό του Δεινοσαύρου).

(από Vrastaman, 14/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα τουτούνι βγάζει μούτρα σε περίπτωση υποστροφής: οι μπροστινοί τροχοί γλιστρούν και το όχημα θα κινηθεί με την μούρη προς το εξωτερικό μέρος της στροφής. Ο σωστός οδηγός θα τραβήξει το πόδι από το γκάζι ή, στα δύσκολα, θα τραβήξει χειρόφρενο. Συνήθως προκαλείται λόγω κακού στησίματος του εφτακινήτου, φθαρμένων ελαστικών, υπερβολικής φόρτωσης, ασχετοσύνης, ή απλά φορ τεχ λουλζ.

Σ.ς.: στην αντίθετη περίπτωση υπερστροφής το αμάξι θα πετάξει κώλο πράγμα που αντιμετωπίζεται με ανάποδο τιμόνι και κατάλληλα γκαζώματα.

- Τα πισωκίνητα τα προτιμούν καλοί οδηγοί (οι περισσότεροι παλιάς σχολής) που θέλουν να έχουν τον έλεγχο αν τυχόν μπούνε σε στροφή με περισσότερα χιλιόμετρα απ' όσο πρέπει (αν και δεν υπάρχουν πλέον πολλά αμάξια στημένα για λίγη υποστροφή). - Ετσι ακριβως ειναι συμπεριφορα του si μου. Βγαζει λιιιιγα μουτρα στην εισοδο αλλα με το που δωσεις γκαζι διορθωνει και απλα στριβει
(βρουμ)

- στο δρομο...δηλαδη πολυ κατω απο τα ορια του το αμαξι ειναι αρκετα ουδετερο-ελαφρα υποστροφικο..ακομα ομως και στο οριο του δυσκολα βγαζει μουτρα..πολυ δυσκολα..μηπως κατι παιζει με την ευθυγραμμιση σου....την εχεις τσεκαρει;;
(βρουμ βρουμ)

Υποστροφή (από Vrastaman, 18/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρελαίνομαι, τα παίζω, ξεφεύγω, δεν ξέρω τι μου γίνεται, παλαβώνω, κόβω καπίστρι, χάνω τη μπάλα.

- Τον καημένο, τον παράτησε η γκόμενα, τον διώξανε από τη δουλειά, του κλέψανε το αυτοκίνητο και έμαθε ότι έχει και AIDS... Πώς να μη βαρέσει μπιέλα...

(από Khan, 21/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified