Further tags

(α) Χουφτώνω κάποιον/ -α.
(β) Επιπλήττω κάποιον αυστηρά.

  1. - Άσε. έχω πολλά νεύρα!
    - Γιατί, τι έγινε;
    - Ένας πορνόγερος στο τρένο μου έβαλε χέρι.
    - Πίκρα...
    - Τού 'ριξα όμως ένα βρισίδι... Τον έκανα ρεζίλι σε όλο το βαγόνι!

  2. - Αυτή η μπαμπόγρια που έχετε στη δουλειά γιατί φεύγει κάθε πρωί από τις 11:00; Στις 15:00 δεν τελειώνετε;
    - Η κυρα-Βούλα; Γιατί, μήπως και όσο είναι στο γραφείο δουλεύει;
    - Καλά, και δεν της βάζει κανένας χέρι;
    - Ναι τώρα σώθηκες...
    - Σωστά, δημόσιο είσαστε, τι βλακείες λέω...

(από Khan, 28/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση μεστή νοημάτων που περιγράφει σκωπτικά κάποιον ο οποίος θεωρεί ότι έχει πιάσει την καλή και έχει, ωσεκτουτού, προκλητικά μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του - ενώ, στην πραγματικότητα, δεν έχει καταφέρει και τίποτε σπουδαίο και απλώς παραμυθιάζεται και παραμυθιάζει και τον κόσμο.

Διότι, δεν είναι εύκολο πράμα να χουφτώσει κανείς τα παπάρια του Ποντίφηκα. Λίγο η αγαμία των Δυτικών κληρικών, λίγο οι Ελβετοί φρουροί του Βατικανού - ελάχιστοι/-ες έχουν τέτοια οικειότητα με τον προκαθήμενο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Βεβαίως, κάποιοι νομίζουν ότι το καταφέρνουν - αυτό, ή κάτι ανάλογης δυσκολίας. Αυτομάτως τότε θεωρούν ότι βρίσκονται σε θέση ισχύος, ότι έχουν μπει σ' όλα τα κόλπα και ότι είναι, γενικώς, οι γκραν γαμάω. Ακολουθεί, αναπόφευκτα, η έπαρσις - ο θεωρών εαυτόν κολλητό του Πάπα συνήθως κάπως την έχει δεικαι γίνεται και ο πρώτος πολ μουρ.

Όλα αυτά προκαλούν όχι μόνο ενόχληση αλλά και δυσπιστία. Και διότι, γενικώς, ως λαός δεν μασάμε, όταν έρθει κάποιος και ισχυρισθεί ότι έχει πιάσει τον Πριμάτο της Ρώμης απ' τ' αρχίδια - ή, κάτι εξίσου μεγαλόστομο και απίθανο - η αντίδρασή μας είναι, πολύ απλά, να μην τον πιστέψουμε. Και να τον κράξουμε εις το τετράγωνο - όχι μόνο διότι πουλάει μούρη, αλλά και γιατί έχει, προφανώς, χάσει την επαφή με την πραγματικότητα.

Στις σπάνιες περιπτώσεις που οι ισχυρισμοί του κομπορρήμονος εκτιμάται ότι έχουν κάποια βάση - δήλαδή, αν όντως έχει πιάσει την καλή - η έκφραση αλλάζει και γίνεται είτε 'έχει πιάσει τον Πάπα γερά απ' τ' αρχίδια' είτε 'έχει πιάσει τον Πάπα απ' τ' αρχίδια και του τα κουνάει'. Σε τέτοιες περιπτώσεις, παραλείπεται από την έκφραση το 'νομίζει ...' και συχνά προηγείται ένα επιδοκιμαστικό 'μπράβο τον πούστη ...'

Δες επίσης και το λήμμα Πιάνω τον Θεό απ' τ 'αρχίδια - αν και η σημασία είναι κάπως διαφορετική.

  1. - Καλά, ρε γαμώτο, ο Τσουράπογλου δεν ξηγιέται καλά ... μέχρι προχτές ούζα πίναμε μαζί καθε μεσημέρι και τώρα που πήρε την προαγωγή δε γυρνάει να μας κοιτάξει ...
    - Άσ' τονα μωρέ, το μαλάκα ... πήρε πέντε φράγκα παραπάνω και νομίζει ότι έχει πιάσει τον Πάπα απ' τ' αρχίδια ... γράφ' τονα κι εσύ να τελειώνουμε ...

  2. - Τά 'μαθες για τον Απιθανόπουλο ... έξι διαμερίσματα στο Κολωνάκι πήρε προίκα ... σε ενημερώνω ...
    - Μπράααβο τον πούστη ... αυτός έχει πιάσει τον Πάπα γερά απ' τ' αρχίδια ...
    - Και του τα κουνάει ...
    - Έεετσι ... στο ρυθμό της σάμπας ...

Βλ. και έπιασε τον πάπα απ' τα αρχίδια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνεχίζοντας την παράδοση γερμανόφερτων εκφράσεων όπως η κλασική πλέον mit porden nicht vafen avgen, η συγκεκριμένη έκφραση παραπέμπει σε ύπνο που παίρνει τα παιδιά, έλα πάρε και τούτο. Τούφεν (από την τούφα) σλάφεν (εκ του schlafen που όντως σημαίνει κοιμάμαι στη γερμανική) για να καταδείξει την αδήρητη ανάγκη για ξεκούραση.

- Πάμε Χρύσπα μετά;
- ΠοιαΧρύσπα ρε όργιο που δε βλέπω μπροστά μου απ' τη νύστα. Πάω για τούφεν σλάφεν σούμπιτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά η ανώτερη κατηγορία σε κάποιο άθλημα. Μεταφορικά χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάτι (γκόμενα, φαγητό, αυτοκίνητο, γκατζετάκι κλπ) το οποίο είναι τοπ από πλευράς ποιότητας και γενικά δεν συγκρίνεται.

Δεδομένου του ξεπεσμού του ελληνικού πρωταθλήματος, ο όρος έχει εκφυλισθεί προσφάτως και αντ' αυτού συνιστάται η χρήση παρεμφερών όρων όπως Premier League, Ligue 1, 1. Bundesliga, Serie A, SuperLiga, Primera Liga, Primera Division. Όλα αυτά είναι απείρως σοβαρότερα από την Α' Εθνική και προσδίδουν επιπλέον κύρος στο χαρακτηρισμό. Με μέτρο παρακαλώ.

1
- Πώς το είδατε το αυτοκίνητο κύριε Σκορδοπούτσογλου; Σας άρεσε;
- Α' Εθνική αδελφέ. Τύλιξε μου ένα να φύγω.

2
- Σου άρεσε το ιμάμι Νώντα μου;
- Α' Εθνική μανίτσα μου, Α' Εθνική. Γεια στα χέρια σου.
- Η μαμά μου το 'φτιαξε, αυτή να ευχαριστήσεις.
- Μού 'κατσε...

3
- Ωρε ένας κώλαρος. Α' Εθνική.
- Τι Α' Εθνική ρε μεγάλε; Αυτός παίζει Premier League και χτυπάει Champions League εύκολα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτεταμένη χρήση στα εικονογραφημένα κόμιξ για να δείξει ότι ένας συγκεκριμένος χαρακτήρας σκέφτεται. Κατ' άλλους είναι μετάφραση του αγγλικού mumble mumble, που δείχνει ότι ο χαρακτήρας λέει κάτι ακατάληπτο μέσ' απ' τα δόντια του. Δεδομένου ότι όταν σκεφτόμαστε πολλές φορές ψιλομουρμουρίζουμε κιόλας, μπορεί και οι δύο εκδοχές να είναι σωστές.

- Τελικά τι θα κάνουμε το βράδυ; Πάμε κανα κλαμπάκι ή μήπως θες να πάμε σινεμά και μετά να τσιμπήσουμε τίποτε;
- Χμ... μούμπλε μούμπλε... Να δούμε τι παίζει στο Village;

(από acg, 13/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φορτικός, αυτός που προσπαθεί (και ωιμέ ενίοτε τα καταφέρνει) να κάνει κουμάντο στην ζωή μας ενώ δεν της ανήκει ούτε κατά διάνοια. Κατάλοιπο της τουρκοκρατίας και αυτό, ναι ναι...

- Τί ζόρι τραβάς ρε μαλάκα με τον Αντρέα τώρα;
- Ά μωρέ τον μαλάκα, που θα τον έχω και κεχαγιά στ' αρχίδια μου... Τρεις μέρες τον φιλοξενήσαμε, έφαγε, ήπιε, έχεσε στη χέστρα μας, κι αντί να πει ευχαριστώ και να ξεκουμπιστεί, τον έχω να μου τη λέει κι από πάνω, όλο άποψη είναι, γιατί δεν βάζεις εκεί τον καναπέ, όχι δεν είναι καλό το χρώμα του τοίχου, η οθόνη του κομπιούτορα είναι κόντρα στο φως, κάνε τό' να, κάνε τ' άλλο, κάτσε τώρα να στη βάλω, άσε που μου τά 'χει κάνει σουμουντρούκουλου και με την Μαιρούλα... - Καλά, καλά, σκάσε πια ρε πστ!, κόφ' τη γκρίνια επιτέλους!

Δες και τσολιάς στ' αρχίδια μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάτησε. Κεράτωσε.

Για κάποιο λόγο, λέγεται με αυξημένη δόση χαιρεκακίας.

Συγγενή λήμματα: κερατάς, κέρατο

- Ωραίο ζευγάρι ο Ντίμης και η Ντενίζ ...
- Αααχ, ματάκια μου ... κι αν ήξερες ... τάρανδο τον έχει κάνει ... δεν χωράει να περάσει απ' την πόρτα ... αλλά έτσι είναι αυτές οι ξένες, δεν έχουν τσίπα ...

(από Khan, 22/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαρυστομαχιάζω απο το πολύ ποτό ή φαΐ, μπουχτίζω. Συνώνυμα: πρήζομαι, σκάω.

  1. Στον σωματικό έλεγχο γέροι, γονείς με παιδιά, γυναίκες, όλους τους ανάγκαζαν να δώσουν τα μπουκάλια λες και ήταν εκρηκτικά. [...] Για να μην είμαστε άδικοι τους έδιναν την επιλογή να το πιουν. Ένας που το έκανε την έβγαλε στην τουαλέτα [...]. Νταλάκιασε ο άνθρωπος τόσο νερό μαζεμένο. (από το διαδίκτυο)

  2. Αχ τη δροσιά του να 'χεις. [...] Νταλάκιασα με τα ποπ κορν. (από το διαδίκτυο)

νταλάκι (από panos334, 01/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σουτάρω τη γκόμενα που μ' έπρηξε τ' αρχίδια!!!

Χωρίς πολλά πολλά, με συνοπτικές διαδικασίες, αφού έχει εξαντληθεί η υπομονή μου και περιμένω τόοοοσο καιρό, ήρθε επιτέλους η ευκαιρία!...
Η έκφραση ολόκληρη είναι... «δίνω τα βάγια και σημαιούλα στο πέτο!». Προέρχεται απο την Κυριακή των Βαΐων, όπου ο παπάς μάς δίνει τα βάγια, ενώ στο προαύλιο οι κυρίες της Φιλοπτώχου μάς καρφιτσώνουν σημαιούλα στο πέτο (παλιά, τώρα βγαίνουν αυτοκόλλητες).
Παίρνεις λοιπόν κάθε των Βαΐων ικανή ποσότητα φυλλαρακίων (τα βάγια) και έχεις και πορεύεσαι για όλο το χρόνο!.....
Προσοχή!
Είναι η τελευταία κίνηση! Έχουν προηγηθεί συγνώμες, μεταμέλειες, δεν θα το ξανακάνω και τέτοια.....
Έχεις χαρακτηριστεί ήδη μεγάλος λαλάκης, αν δεχτείς πίσω γκόμενα που έχει πάρει βάγια!
Για σημαιούλα, μη σκοτώνεσαι να βρείις, δεν χρειάζεται... απλώς το κάνει πιο επίσημο. Τώρα μεταξύ μας, ούτε βάγια χρειάζονται...
Με δυο τρία «γαλλικά» γίνεται η δουλειά σου όταν έρθει εκείνη η ώρα!.....

-Το τράβηξε πολύ η Μαρίνα αδερφέ... όχι το καφενείο, όχι η παρέα, όχι το γήπεδο, μια το ένα, μια το άλλο... μ' έφερε στό αμήν!... Τι κατάλαβε; πήρε τα βάγια και ησύχασε!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέθανε.

Πήγα να δω τί έκανε ο παππούς και τί να δω, ντακόρδιασε. Τον κηδέψαμε προχθές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified