Εξαιρετικά εύγλωττο απόφθεγμα, βγαλμένο κατευθείαν από την αληθινή ζωή. Το άκουσα πρώτη φορά από Κύπριο φίλο.
Εξαιρετικά εύγλωττο απόφθεγμα, βγαλμένο κατευθείαν από την αληθινή ζωή. Το άκουσα πρώτη φορά από Κύπριο φίλο.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που προέρχεται από ολ-τάιμ-κλάσικ ανέκδοτο, τόσο πετυχημένη ώστε η ευρεία διάδοση και χρήση της με την πάροδο του χρόνου να την μετατρέψει σε γνωμικό που χρησιμοποιείται εδώ και πολλά χρόνια πια ανεξάρτητα του αρχικού ανεκδότου.
Σαν γνωμικό πλέον έχει πάρει καυστική χροιά και λέγεται σκωπτικά και με μπόλικη δόση κακεντρέχειας, κοροϊδεύοντας στην ουσία τον άλλον που βρίσκεται σε κατάσταση αδυναμίας είτε να γαμήσει κυριολεκτικά ή να πράξει κάτι που επιθυμεί με τον τσαμπουκά του, σε στυλ «αφού ρε loser δεν είσαι άξιος να... (γαμήσεις ή ό,τι άλλο), άντε τράβα για απόσυρση».
Θυμίζει στο υφάκι το πιο φρέσκο αλλά εξίσου απαξιωτικό «get a life».
το ανέκδοτο περ σε:
Πάει κάποιος σε ένα πολυκατάστημα να ζητήσει δουλειά σαν πωλητής, βρίσκει το διευθυντή, του λέει ότι θέλει δουλειά και εκείνος του απαντάει πώς είναι φουλ και ότι δεν χρειάζεται πωλητή.
Ο τύπος επιμένει, ο διευθυντής του επαναλαμβάνει το ίδιο και ετοιμάζεται να τον διώξει, οπότε ο τύπος απελπισμένος του λέει πως θα δουλέψει χωρίς μισθό για ένα μήνα και αν δεν του κάνει τότε να τον διώξει.
Συμφωνεί ο διευθυντής και ο τύπος πιάνει δουλειά.
Μετά από 15 μέρες οι πωλήσεις του πάνε στα ύψη, ο διευθυντής παθαίνει πλάκα και αποφασίζει να τον παρακολουθήσει για να δει πως τα καταφέρνει και πουλάει τις κάλτσες του σε κάθε πελάτη που αναλαμβάνει να εξυπηρετήσει.
Τον βλέπει λοιπόν εκείνη τη στιγμή να κουβεντιάζει με ένα πελάτη και στήνοντας αυτί γίνεται μάρτυρας του παρακάτω διαλόγου:
πωλητής:
- Για το ψάρεμα χρειάζεστε πετονιά, καλάμι, αγκίστρι και δόλωμα.
πελάτης:
- Οκ, θα τα πάρω.
πωλητής:
- Ναι, αλλά τα μεγάλα ψάρια όμως είναι βαθιά όποτε πρέπει να πάρετε μια βάρκα με μια δυνατή μηχανή και όλο τον εξοπλισμό της.
πελάτης:
- Να την πάρω κι αυτή.
πωλητής:
- Για να μεταφέρετε όμως τη βάρκα πρέπει να πάρετε και ένα τρέιλερ και φυσικά και ένα τζιπ για να πηγαίνετε όπου σας αρέσει.
πελάτης:
- Θα τα πάρω κι αυτά και βάλτε και ό,τι άλλο χρειάζομαι.
Κλείνει την παραγγελία και φεύγει ο πελάτης.
Ο διευθυντής πλησιάζει τον πωλητή σαστισμένος και του λέει:
- Καλά βρε συ, δεν πιάνεσαι με τίποτα, πώς τα κατάφερες ρε θηρίο να σου 'ρθει ο άλλος για μια πετονιά και να φύγει με χίλια είδη;
- Δεν ήρθε για πετονιά κύριε διευθυντά, σερβιέτες ήρθε να πάρει για τη γυναίκα του και του είπα «δε γαμείς που δε γαμείς, δεν πας για ψάρεμα;»
πηγή: Ελληνική Λίστα Ανεκδότων
Got a better definition? Add it!
Μια έκφραση βγαλμένη από τη στρατιωτική ζωή.
Συνηθίζεται από παλιούς φαντάρους που μετρούν λίγες μέρες για να απολυθούν.
Εφαρμογή: Ο παλιός, κυκλοφορώντας στο στρατόπεδο, χύμα σε κατάσταση διάλυσης και αποσύνθεσης, και βλέποντας νέους γυαλισμένους, κομβιωμένους, ξυρισμένους, πετάει τη συγκεκριμένη ατάκα.
Συνέπειες: O παλιός καβλώνει στο άκουσμά της, ενώ παράλληλα η εκφορά της αφήνει έκθαμβους τους νέους, που λες και αντικρίζουν ποιος ξέρει τι; Η ατάκα αυτή ψαρώνει και λυπεί τους νέους αφού εκείνοι έχουν κάτι καντάρια μέρες για να απολυθούν.
Έτσι ο παλιός συνειδητοποιεί καλύτερα ότι σε λίγο τερματίζει τη στρατιωτική ζωή.
Διαχρονικότητα: Η ατάκα είχε μεγαλύτερο νόημα παλιότερα, όταν η στρατιωτική θητεία ήταν πολύ μεγαλύτερη. Αλλά επειδή όλα στο μυαλό παίζονται ακόμα και τώρα, η διάρκεια της θητείας, σε αρκετούς φαντάζει αιώνας. Οπότε η ατάκα έχει διαχρονική αξία.
O πάλιουρας που μετρά δέκα μέρες για να απολυθεί, περπατά αργά αργά στο στρατόπεδο σε κατάσταση διάλυσης. Δεν φοράει τζόκεϊ, έχει ξεκούμπωτο χιτώνιο, το οποίο είναι πενταβρώμικο, φοράει σαγιονάρες και έχει μια έντονη δόση βαρεμάρας σε όλες τις αντιδράσεις του. Στο διάβα του συναντά ένα κοπάδι νέους που η αμφίεση τους είναι απολύτως σύμφωνη με τις προδιαγραφές. Ο παλιός βλέπει τον πιο ψαρωμένο και του πετάει, έχοντας ειρωνεία στο βλέμμα: «Περπατώ και διαλύομαι. Λες να απολύομαι;»
Got a better definition? Add it!
Η πολυσχιδής αυτή λεκτική εκτόνωση στρέφεται τόσο κατά του ριζικού μας, όσο και κατά όσων μας ταλαιπωρούν και καθιστούν την ζωή μας λίγο πιο αφόρητη.
Το φελέκι ετυμολογείται εκ του Τουρκικού felek (τύχη, μοίρα).
«Ψάχνω στην κωλότσεπη, κοιτάζω και στο πέτο
μα η τσατσάρα φίλε μου έχει ασκήσει veto.
Φτου σου, το φελέκι μου! Την ξέχασα στο σπίτι.
Πού να τρέχω τώρα στο Ηράκλειο στην Κρήτη;»
ΗΜΙΖ, «Η μαγική τσατσάρα»
Got a better definition? Add it!
Η κλασσική σημασία της έκφρασης παραπέμπει στην περίοδο εγγύησης καλής λειτουργίας μιας συσκευής, όπου σε περίπτωση βλάβης η συσκευή επισκευάζεται δωρεάν η αντικαθίσταται.
Προκύπτει λοιπόν συσχέτιση του όρου με την έννοια της απροβλημάτιστης σχέσης με κάτι που έχουμε στην κτήση μας για κάποιο χρονικό διάστημα.
Το συγκεκριμένο λήμμα λοιπόν έχει να κάνει με το γεγονός πως ο νέος υπάλληλος σε μια εταιρεία και πολύ περισσότερο ο νεαρός πρωτοδιόριστος δεν έχει καεί από ενδεχόμενες παράλογες απαιτήσεις των ανωτέρων του, δεν έχει ακόμα πρόσθετες απαιτήσεις, έχει όνειρα, ενώ έχει μεγάλη όρεξη και ενέργεια για δουλειά. Έτσι ο νέος τα δίνει όλα, γι 'αυτό και έχει εγγύηση καλής και απροβλημάτιστης λειτουργίας, τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα
Διάλογος μεταξύ παλιών υπαλλήλων κάποιας εταιρείας.
- Κοίτα τον νέουλα. Έχει λιώσει στη δουλειά και γουστάρει το όρνιο.
- Εμ... νέος υπάλληλος και μάλιστα πρωτοδιόριστος. Νομίζει πως έτσι θα πάει μπροστά. Κάποια στιγμή θα πει: στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα.
- Ασ' τον... Ασ' τον να βγάζει τη δουλειά. Έχει εγγύηση ο νέος. Αντέχει. Δεν είναι σαν κι εμάς.
Got a better definition? Add it!
Όταν θεωρούμε σωστά ή λαθεμένα, πως ένα κράτος, που δεν μας γεμίζει το μάτι, πουλάει μαγκιά σε κάποιο πολύ ισχυρότερο. Με ορολογία σκυλίσιας ζωής, όταν θεωρούμε πως το κανίς πουλάει μούρη σε μολοσσό. Πολλές φορές όμως, τέτοιου είδους μαγκιές είναι καθοδηγούμενες από αλλού (βλ β παράδειγμα).
Λιακό: Ρε θα τρελαθούμε εντελώς. Πουλάει μαγκιά ποιός; Η Αμερική στη Ρωσία; Προσέξτε. Τα 'βαλε το περίπτερο με το σούπερ μάρκετ. Αν είναι δυνατόν... (Συνεχίζει με βιβλιοπαρουσίαση)
- Τα μαθες, η Γεωργία τα 'βαλε με τη Ρωσία.
- Τι; Τα 'βαλε το περίπτερο με το σούπερ μάρκετ;
- Ναι. Αλλά... το περίπτερο έχει πλάτες.
- Τι πλάτες;
- Μια μεγάλη αλυσίδα από σούπερμάρκετ
Got a better definition? Add it!
Φράση που ξεπηδάει από τα χείλια απεγνωσμένων που τους τράβηξαν, χωρίς τη θέλησή τους, στην κόλαση της ανάστασης. Μην αντέχοντας άλλο από τις λαμπάδες που τους καίνε τα μανίκια και τα μαλλιά, τις κυράτσες που βγάλαν ξανά μετά από ένα χρόνο τα καλά τους και έχουν μαστουρώσει από τη ναφθαλίνη και την άπειρη ηχορύπανση από βαρελότα-και λοιπές ουγκαλιές- ξεσπούν απεγνωσμένα στα λόγια του παπά ''το Χριστό σου Ανέστη!''
- Το Χριστό σου Ανέστη μαλάκα με τις γουρούνες και τα βαρελότα, αν ξαναπετάξεις δίπλα μου θα στις χώσω και θα γίνει ο κώλος σου Ιεροσόλυμα!
- Χριστός Ανέστη παιδι μου ένα να σε φιλήσω!
- Το Χριστό σου Ανέστη θεία, μου 'καψες την κοτσίδα!
Got a better definition? Add it!
Η έκφραση έχει κυρίως δύο εφαρμογές:
Υποδηλώνει ότι έχει πέσει γερό χώσιμο, ειδικά όσον αφορά την συμπαθή τάξη των πληροφορικάντηδων όπου το φαινόμενο του πιξελιάσματος είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο.
Περιγράφει την κατάντια όσων αφιερώνουν ατέλειωτες ώρες σκυμμένοι στην οθόνη του PC τους κυματοδρομώντας σε ποργογραφικές ιστοσελίδες εις αναζήτησιν σεξουαλικής εκπληρώσεως.
Ο ιδιωματισμός αυτός προήλθε αποτελεί τεχνοβλαστό του πιο συμβατικού έχει πήξει το μουνί μας
Έχουμε αναβάθμιση του συστήματος το φελέκι μου... πάλι θα πιξελιάσει το μουνάκι μας το σουκού!
Got a better definition? Add it!
Όταν η συμπεριφορά και η διάθεσή κάποιου έχει επηρεαστεί εμφανώς λόγω πραγματικής ή επινοημένης πίεσης / καταναγκασμού.
Ένα αεροπλάνο πέφτει στη ζούγκλα και σώζονται 25 άτομα. Τους βρίσκει μια φυλή και τους πηγαίνουν στο φύλαρχο.
- Βρήκαμε αυτούς. Τι να τους κάνουμε αρχηγέ;
- Να τους πάτε να τους φάνε τα λιοντάρια.
- Είναι και μια γιαγιά 80 χρονών. Και τη γιαγιά αρχηγέ;
- Και τη γιαγιά. Τι πρόβλημα έχεις; Μάνα σου είναι;
Τα λιοντάρια όμως έφαγαν μόνο 6 από αυτούς και χόρτασαν. Τους υπόλοιπους τους ξαναγυρίζουν στον φύλαρχο.
- Μείνανε 19. Τι να τους κάνουμε αρχηγέ;
- Να τους πάτε να τους φάνε οι λεοπαρδάλεις.
- Και τη γιαγιά αρχηγέ;
- Και τη γιαγιά. Πάλι πρόβλημα έχεις; Μάνα σου είναι;
Και οι λεοπαρδάλεις όμως έφαγαν μόνο 6 και οι άλλοι ξαναγύρισαν στον φύλαρχο που είχε αρχίσει να σπάζεται που του τα πρήζανε συνέχεια.
- Μείναν 13 αρχηγέ. Δεν έχουμε άλλα ζώα να ταΐσουμε. Τι να τους κάνουμε αυτούς;
- Ε, αυτούς πάρτε τους και πηδάτε τους. Δώστε τους να καταλάβουν, ξεπατώστε τους, αλλά μη μου τους ξαναφέρετε εδώ.
- Και τη γιαγιά αρχηγέ;
Τότε πετάγεται η γιαγιά.
- Ε, πια εσύ με τις ερωτήσεις. Τι ζόρι τραβάς με μένα; Μάνα σου είμαι;
Got a better definition? Add it!
Είναι η ελληνική παραλλαγή της ιστιοπλοΐας, μόδα της τελευταίας δεκαετίας. Άσπρα κόκκινα κίτρινα μπλε καραβάκια κατακλύζουν το Αιγαίο, ο σκίπερ συνήθως είναι βερμουδιάρης, το πλήρωμα μπουζουκογκόμενες ή εναλλακτικές καθώς και άλλοι βερμουδιάρηδες, τα χώνουν στις ψαροταβέρνες που την έχουν καταλάβει τη δουλειά και σερβίρουν, εννοείται, αστακομακαρονάδες -και το πανί σπανίως ανοίγει, πότε γιατί φυσά πολύ, πότε γιατί δεν φυσά καθόλου. Αγαπημένα τους μέρη τα ήσυχα κολπάκια στα οποία, προτού φύγουν για να επιστρέψουν στο Κλεινόν Άστυ ή όπου αλλού, αφήνουν τα σκουπίδια τους, τα σκατά τους, τις σαπουνάδες τους ή ό,τι άλλο έχουν ευχαρίστηση. Να με συχωρέσουν οι εξαιρέσεις.
- Πώς πήγε η ιστιοπλοΐα;
- Σκατά. Μόνο ιστιοπλοΐα δεν ήτανε. Πανί δεν άνοιξε δήθεν γιατί δεν φύσαγε αρκετά και η μηχανή έκαιγε τρεις μέρες συνέχεια, πεθάναμε από τη μπόχα και τον θόρυβο, οι γκόμενες ζαλίζονταν, ο μαλάκας ο Σάκης το στούκαρε σε ξέρα και μετά πληρώναμε όλοι μαζί τη ζημιά, το σκάφος αν δεν ήμουν εγώ θα έζεχνε από τη βρώμα, τί άλλο θέλεις, ιστιοφλωρία σου λέω, οι τύποι είναι ανίκανοι. Δεν ξαναπάω, αλλιώς μου τα είχαν πει...
- Όταν σ'τα έλεγα εγώ με έλεγες γρουσούζη. Αφού τους ξέρω ρε μαλάκα, πάντα έτσι τα κάνουν, δεν ακούς τη γριά πουτάνα...
Got a better definition? Add it!