Αναποτελεσματικότητα, νούλα, μηδέν εις το πηλίκειον, ατελέσφορο αποτέλεσμα, γάματα με μεγάλα γράμματα...
- Έκαμες καμιά προκοπή;
- Δε φάνηκε δικέ μου το βέρι, τζίφος..
Αναποτελεσματικότητα, νούλα, μηδέν εις το πηλίκειον, ατελέσφορο αποτέλεσμα, γάματα με μεγάλα γράμματα...
- Έκαμες καμιά προκοπή;
- Δε φάνηκε δικέ μου το βέρι, τζίφος..
Got a better definition? Add it!
Λέγεται για τον τσιγκούνη, αλλά και γι' αυτόν που δεν πρόκειται να ξεβολευτεί με τίποτα για να κάνει το χατήρι κάποιου, όσο αγαπητός ή απαραίτητος και να του είναι αυτός.
- Καλά, δεν μπορεί μόνη της να πάρει ένα ταξάκι ή το μετρό και να πάει στο Ελ.Βελ.; Θέλει και συνοδεία; - Δεν την ξέρεις; Δούλους θέλει, τι νόμιζες. Όσο για την ίδια, μην τυχόν και της ζητήσεις ποτέ το παραμικρό. Δε δίνει να πιει ούτε στον άγγελό της.
Καλά τι σου ζήτησα πια και γω; Να με πετάξεις μέχρι το αεροδρόμιο σου ζήτησα. Αλλά εσύ, πού... Δε δίνεις να πει ούτε στον άγγελό σου. Ποτέ σου!
Got a better definition? Add it!
Εκ πρώτης όψεως λέξη που παραπέμπει σε λαρισινό «αξάν» (προφορά) της λέξης «έτσι».
Θα μπορούσε βέβαια να είναι και παραφθορά της λέξης «έιτζ» προφερόμενη από άτομο που η ακοή του δεν είναι σε άριστη κατάσταση, ή από άτομο που η διάταξη της οδοντοστοιχίας του δεν του επιτρέπει να προφέρει σωστά ορισμένα γράμματα.
Λαρισινός επιστρέφει από την ξενητειά στην πατρίδα του και πατώντας στα πάτρια εδάφη αναφωνεί: Λάρ'σ Λάρ'σ σε είδα και λαχτάρ'σ!!
Η γιαγιά στην εγγονή: τι κάνει παιδάκι μου εκιός ο φίλος σου που είχε εκείνη την αρρώστια... το ετς;
Βλ. και: έτσι-γιουβέτσι, ...κι έτσι., έτσι, έτσι!
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για την πεολειχία, την πίπα, το κλαρίνο, τον στοματικό έρωτα.
Δανειστήκαμε την λέξη από το Τουρκικό çubuk, πού σημαίνει ραβδί ή κλωνάρι και με την σειρά του ετυμολογείται εκ του μεσαιωνικού Περσικού chobag που έχει τον ίδιο ορισμό. Μεταφορικά συνδέεται με το çubuk, την πολυτελή δηλαδή πίπα πού κάπνιζαν οι προύχοντες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Συνήθως είχε κεχριμπαρένιο επιστόμιο, μακρύ (έως και 1.5 μ) στέλεχος από πολύτιμο ξύλο και πήλινο λουλά.
Στη σύγχρονη Τουρκία, η λέξη αυτή δεν αποδίδει ούτε την σύγχρονη πίπα (είδος καπνιστή), αλλά ούτε και σλανγκιστί το γλειφοπούτσι. Αντίθετα η λέξη boru (εκ τού οποίου και η δικιά μας μπουρού) σημαίνει πίπα και ενέχει σλανγκικές διαστάσεις, όπως και το saksafon.
Γλωσσολογικό συμπέρασμα: το τσιμπούκι υφίσταται Ελληνική σλανγκική αδεία. Το δε σλανκικό δαιμόνιο της φυλής απογείωσε την έννοια σε άλλους γαλαξίες αγγελικών κλαρίνων (βλ. παραδείγματα).
Όταν οι γηραιοί αλβιώνες give a blowjob και οι Γαλάτες σύμμαχοί μας taillent une pipe, το καθ' ημάς γαμαμούτρα περιλαμβάνει επώνυμα τσιμπούκια με σήμα το Λιοντάρι και επιδέξιες πεολ(ε)ιχούδες με μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν! Eμείς έχουμε τσιμπουκομικρούλικα όρθια τσιμπούκια, δίμετρες τσιμπουκλούδες με παχυλά τσιμπουκόχειλα, πιπινέζες γκουρμέ, πεσκανδρίτσες που από ασχημόπαπα μετουσιώνονται σε κύκνους με τα χυμώδη πεοχειλουδάκια τους καθώς σε πιπώνουν μονοφωνικά τε και στερεοφωνικά και άμα λάχει σου ρίχνουν ναι κάνα χυσόφιλο για τσιμπούμεραγκ!
Got a better definition? Add it!
Αγώνας- θρίλερ του Θρύλου, όπου ο Θρύλος κατορθώνει να κερδίσει/προκριθεί στο τσακ του τσακός, λ.χ. στα πέναλτι, ή με γκολ στις καθυστερήσεις, ή με winning-shot στο μπάσκετ κ.ο.κ.
Λεξιπλασία του χρήστη Vrastaman, την οποία κάνω clopy paste.
Πω πω τι θρύλερ ήταν αυτό χτες; Με τρίποντο του Τόμιτς από τα 9 μέτρα νίκησε στον πόντο ο Θρύλος κι ο Τζούροβιτς του Πανιωνίου να φωνάζει: «Άουτ ήτανε Τόμιτσου, άουτ»!
Got a better definition? Add it!
Υπερθετικός σλανγκική αδεία του «στο τσακ», δηλαδή παρά τρίχα, την τελευταία στιγμή κ.ο.κ.
Στο τσακ του τσακός, με έναν πόντο διαφορά νικήσαμε την Γαλλία! «Βάλ' το αγόρι μου!», είπε ο Σκουντής κι ο Μητσάρας τό 'ριξε το θεϊκό τριποντίδι στην εκπνοή! Αυτά είναι!
Δες και ποτέ των ποτών.
Got a better definition? Add it!
Η πτώση επιπέδων ζαχάρου στον οργανισμό μας, μπορεί να οδηγήσει στην έλλειψη ενέργειας, στην υποτονικότητα και στην εξάντληση.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, η φράση υποδηλώνει με κωδικοποιημένο τρόπο την ανάγκη κάποιου για συνεύρεση με κάποια ζαχαρομούνα ή κάποιο παστάκι, ώστε αυτός να ενδυναμωθεί ψυχικά.
Η φράση θα μπορούσε να ειπωθεί και μπρος σε παιδιά. Ακόμα θα μπορούσε να ειπωθεί από κάποιον ακόμα και μπρος στη γυναίκα του, αρκεί να μην προδοθεί κατά την εκφορά της ατάκας, αρκεί αυτός που θα ακούσει το υπονοούμενο να είναι μυημένος στον κώδικα και βεβαίως, προκειμένου αυτός να περνά απαρατήρητος, θα πρέπει να διαθέτει ευστροφία καραβιδομάνας.
Μια τέτοια περιστασιακή συνεύρεση θα μπορούσε να ανανεώσει έναν παντρεμένο. Απ' την άλλη πλευρά, ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπίσεις έναν πειρασμό είναι να ενδώσεις σ' αυτόν.
Ένα κοινό στοιχείο που προβάλλει μεταξύ κλασσικής και σλανγκικής έννοιας είναι πως η θεραπεία θα μπορούσε να επιφέρει θεραπευτική δράση. Ωστόσο όμως και στις δυο ξεχωριστές καταστάσεις μπορεί να δημιουργηθούν προβλήματα. Στην πρώτη περίπτωση μιλάμε για παρενέργειες δράσης του φαρμάκου, στην άλλη ελλοχεύει ο κίνδυνος πιασίματος στα πράσα (αν και πολλές φορές ο κίνδυνος έχει τη γοητεία του), κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε διάλυση της οικογένειας. Αυτό βεβαίως θα μπορούσε να γίνει και κατ' απαίτηση του ενός η/και των δύο εραστών, γίνει δε γίνει γνωστό το σκηνικό.
Στις 12 το βράδυ
Πέρι: Ρε Μένιο, σε βλέπω νταουνιασμένο. Έχεις τίποτα;
Μένιος: Άσε ρε μου 'χει πέσει το ζάχαρο. Τώρα που με βλέπεις, πάω για θεραπεία.
Πέρι: Τέτοια ώρα; Τα γιατρεία, έχουν κλείσει ώρες. Ωχ μη μου πεις πως πας σε νοσοκομείο;
Μένιος: Όχι κολλητέ. Σε μπαράκι πάω να συναντήσω μια ζαχαρομούνα... άλλο πράγμα. Τι να σου λέω; Μιλάμε για τη ...θεραπεία. Αλλά... Μη μάθει τίποτα η Λάουρα.
Got a better definition? Add it!
Το αμορτί, κυριολεκτικά, είναι ένα μικρό, αμελητέο κέρδος στο λαχείο. Συγκεκριμένα, αν το τελευταίο νούμερο του λαχείου που κρατάμε συμπίπτει με το τελευταίο νούμερο του πρώτου αριθμού, του αριθμού που κερδίζει το τζάκποτ, τότε κι εμείς κερδίζουμε δυο φορές την αξία του λαχείου μας –την σήμερον ημέρα, ας πούμε, θα πάρουμε 20 ευρώ. Κι αν συμπέσουν τα δυο τελευταία νούμερα, τότε παίρνουμε 40 ευρώ –δες και το μήδι 1. Βγάζουμε, δηλαδή, την επένδυση μας –την αποσβένουμε– και κάτι παραπάνω. Αυτό τα μικρά κέρδη από τα αμορτί είναι που νομιμοποιούν την Διεύθυνση Κρατικών Λαχείων να μας πλασάρει χρόνια τώρα το κατ' εξοχήν παραπλανητικό και μούφα σλόγκαν «Ο Ένας στους Δύο Κερδίζει» –δες το μήδι 2.
Εννοείται ότι αυτοί που παίζουν τακτικά λαχεία τα κέρδη του αμορτί δεν τα παίρνουν ποτέ σε ρευστό αλλά πάντα σε λαχεία για την επόμενη κλήρωση.
Μεταφορικά, την έκφραση αμορτί (το πιάσαμε, το πήραμε ή ήρθε) την χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε ότι:
στο τσακ του τσακός ήτανε να κάνουμε την καλή αλλά –γαμώ την ατυχία μου μέσα– κάτι δεν έκατσε πάλι και πάλι μείναμε στα ψιλολόγια.
Η τέλεια πανωλεθρία, βεβαίως, συνοψίζεται στην έκφραση ούτε αμορτί. Ρε πστ μου!
Από τη γαλλική λέξη amortir, που σημαίνει ακριβώς κάνω απόσβεση. Είναι η ίδια λέξη από την οποία προκύπτει και το αμορτισέρ (amortisseur) που, στη λόγια γλώσσα, λέγεται αποσβεστήρας κραδασμών.
Νταξναούμ, τα πολλά τα φράγκα η γριά τάφησε στο Σύλλογο Προστασίας Απόρων Κορασίδων «Η Παρθενοπιπίτσα» και ξύσ' τ' αρχίδια σου με τον γκασμά αλλά πιάσαμε κι εμείς το αμορτί... τη γκαρσονιέρα στην Τούμπα την είχε γράψει στη Μαιρούλα...
– Κι έχει πάει 90+1 και κρατάει το 1-0 η Χετάφε μέσα στο Μπερναμπέου και λέω, αγόρι μου, πάμε ταμείο και από το τίποτα γίνεται μια φάση κουλή και... αυτογκόλ...
– Και πήγε στον κουβά η ιστορία;
– Όχι ακριβώς... γιατί είχα σμπρώξει και δέκα γιούρια στο Χ... αλλά, τι τα θες, μια ζωή αμορτί... που θα πάει, όμως... θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σύφιλη: γνωστό αφροδίσιο μεταδοτικό νόσημα, που τα παλαιότερα χρόνια ως γνωστόν ήταν ανίατος λόγω ελλείψεως ανάλογης φαρμακευτικής αγωγής.
Η νόσος κατέληγε σε τρέλα. Όταν λοιπόν κάποιος συφιλιάζεται σημαίνει ότι τρελαίνεται.
Πήγα να ζητήσω ένα χαρτί από την εφορία και, μόλις έφτασα μετά από ώρες στο κατάλληλο γραφείο, η υπάλληλος λιμάριζε τα νύχια της! Συφιλιάστηκα! Χρειάστηκαν πέντε νομάτοι να την πάρουν από τα χέρια μου!!!
Got a better definition? Add it!
Υποτιθέμενο αξεσουάρ, το οποίο βρίσκεται υπό την κατοχή ορισμένων ανθρώπων, παρά τη θέλησή τους και χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να το ξεφορτωθούν. Ουσιαστικά, πηγάζει από την αγανάκτηση των εν λόγω ατόμων, που προσπαθούν να δώσουν μια πειστική ερμηνεία για το πώς τυχαίνει κάθε φορά να συναναστρέφονται με αλλοπρόσαλλα άτομα χωρίς να μπορούν να το αποφύγουν...
Ρε συ, πάλι μουρλός πήγε κι έκατσε δίπλα μου στο λεωφορείο το πρωί... Τι να κάνω με αυτόν τον τρελομαγνήτη που κουβαλάω πια, δε ξέρω...
Got a better definition? Add it!