(γίνομαι)
Γίνομαι μούσκεμα, γίνομαι λούτσα. Βρέχομαι πολύ, ως το κόκκαλο.
Και εκεί που είχα βγει όλο χαρά με το κοντομάνικο και χωρίς ομπρέλα, πιάνει μια μπόρα και έγινα παπί.
(γίνομαι)
Γίνομαι μούσκεμα, γίνομαι λούτσα. Βρέχομαι πολύ, ως το κόκκαλο.
Και εκεί που είχα βγει όλο χαρά με το κοντομάνικο και χωρίς ομπρέλα, πιάνει μια μπόρα και έγινα παπί.
βλ. και τσουπλί
Got a better definition? Add it!
Πίνω χωρίς μέτρο (χρησιμοποιείται για όλων των ειδών τις ουσίες).
-Δε ξαναβγαίνω με το μαλάκα! Κάθε φορά πίνει τον κώλο του και μετά τον κουβαλάω σπίτι!
Got a better definition? Add it!
Άριστη κατάσταση, του κουτιού.
- Είναι καλό το μηχανάκι του φίλου σου;
- Μόνο καλό, χαρτί σου λέω. Ούτε καινούργιο δεν ήταν έτσι.
Got a better definition? Add it!
Ποδοσφαιρικό, εμπνευσμένο από την ξερή. Ο άσχετος αμυντικός.
- Καλό το σέντερ μπακ του Πανακρατηριακού;
- Μπά, δεν κόβει μπάλα ούτε με βαλέ...
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από την ιταλική λέξη fermare και σημαίνει σταθεροποιώ. Χρησιμοποιείται όπως το εφαρμόζω.
- Άσε, μας έπιασε ντίρλα ένας τροχονόμος και μας τον φέρμαρε..
Got a better definition? Add it!
Αποσπώ τιμαλφή ή άλλα είδη των οποίων η αξία καθορίζεται από τις εκάστοτε περιστάσεις με την απειλή όπλου, κέρατου, γροθιάς κτλ από άτομο, συνήθως στο δρόμο.
- Άσε ρε φ'λαράκ', με φερμάρανε οι μπαοκτσίδες το μπουφάν. Τι θα πω τη μάνα μου τώρα...
Got a better definition? Add it!
«έγινε αλιμούρα»
Περιγράφει μια κατάσταση μαζικής υστερίας.
Πήγα να πάρω εισιτήρια για τον τελικό του Champions League, περίμεναν 5000 άτομα και μόλις άνοιξε το γκισέ έγινε αλιμούρα.
Κάποιος στην πλατεία Ομονοίας, Δευτέρα πρωί, πήγε και σκόρπισε στον αέρα 1 εκ.ευρω σε πενηντάρικα και όπως καταλαβαίνεις έγινε αλιμούρα.
Got a better definition? Add it!
Βαριέμαι, δεν κάνω τίποτα.
Πω ρε φίλε, χθες όλο το πρωί κωλοβαρούσα, κόπηκε το ρεύμα και δεν είχα τι να κάνω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν κάποιος λέει κάτι προσβλητικό για τον άλλο και ο άλλος δεν μπορεί να πει τίποτα.
- Έχωσα μια τάπα στον Πάνο... Πήγε σπίτι του και άρχισε να κλαίει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το βρίσκουμε και ως: με κλάνει, θα μου κλάσει τα παπάρια. Δεν μπορεί να μου κάνει τίποτα, δεν είναι της κλάσης μου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified