Further tags

Έμεινα ρέστος - χρεοκόπησα - έμεινα ταπί - έμεινα στον άσσο.

Συνήθως, τα χρήματα τα βάζουμε στις τσέπες μας («τσέπη», λέξη τουρκική Shep, θυλάκιο ενδύματος). Όταν, λοιπόν, δεν έχουμε καθόλου χρήματα και οι τσέπες μας είναι άδειες, τότε έμεινε το ένα πανί της μίας μεριάς της τσέπης απέναντι στο άλλο: «πανί με πανί». (Πανί - μεταγν. παν(ν)-ίον, υποκορ. του μεταγν. πάννος» - λατιν. Pannus - ελλ. δωρ. πάνος (= πήνος, ύφασμα).

Υπάρχει και ο αντίποδας «έχει καβούρια στην τσέπη»: είναι τσιγκούνης (δηλαδή, μεταφορικά, φοβάται να βάλει το χέρι στην τσέπη μήπως και τον δαγκώσει ο κάβουρας).

- Άντε ρε φιλάρα να πάμε καμιά βόλτα.
- Πού να πάω ρε, άντε άσε με, είμαι πανί με πανί...
- Ά ρε σε ξέρω, δε σε ξέρω νομίζεις, παλιοτσιγγκούναρε, καβούρια έχεις στη τσέπη και φοβάσαι να κεράσεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πού πάει η μαγκιά μας όταν φεύγει*; Και κυρίως, πού είναι η μαγκιά, και πού ήταν πάντα, αν δεν είναι εκεί που εμείς νομίζαμε ότι είναι;

Αυτό το ερώτημα μόνο κάποιος άλλος μπορεί να το απαντήσει και όχι εμείς, κάποιος συμπατριώτης μας, που πάντα μπορεί να βρει ότι, αυτό το οποίο εμείς κατορθώσαμε δεν είναι το real thing, αλλά μια φτηνή απομίμηση του μάγκικου, του μπάνικου, του κιμπάρικου, του ωραίου και του αληθινού κ.λπ.

Τώρα η μαγκιά είναι εκεί, όπου το εκεί μπορεί να είναι δυο ακριβώς αντίθετες κατευθύνσεις και modus operandi:
α) σε κάτι πιο καταφερτζίδικο, ξύπνιο, άκοπο, έως και λαμόγικο...
β) σε κάτι πιο φτωχό πλην τίμιο, κοπιώδες, αυτοδημιουργητοειδές...

βλ. παραδείγματα


*την παίρνει απ' το χέρι ο τσαμπουκάς που μας έχει φύγει κι αυτός, και περπατούν μαζί χέρι χέρι στα λιβάδια των χαμηλών προσδοκιών και των χαμένων υποθέσεων.

- Καλά, την Κωνσταντίνα, το καυλάκι, το μανιτάρι, την έφαγα φίλε... μαγκιά;
- Έλα ρε...;
- Την πήρα και πήγαμε τριήμερο και καλά...
- ... Άε ρε μαλάκα, εγώ την είχα φάει στο πάρτυ της Ξένιας... εκεί είναι η μαγκιά φίλε... ούτε τριήμερα, ούτε αου σου του...

- Ωραίος ο κήπος, ε; Αυτοί οι Σύριοι γαμούνε και είναι και φτηνοί... - Ωραίος... αλλά φίλε, αλλού είναι η μαγκιά.
- Τι ρε μαλάκα... - Ε, να το κάνεις μόνος σου, ρε αλλοτριωμένε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Τι μου λες», «τι μου τραγουδάς», «τι μου τσαμπουνάς».

Η τσαμπούνα, ή σαμπούνα, ή ασκοτσάμπουνο, είναι ένα λαϊκό μουσικό όργανο που ανήκει στην κατηγορία των πνευστών.

Η ιδιαίτερη διάδοσή της στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους και λιγότερο στα Ιόνια, συνδέεται με τον ποιμενικό της χαρακτήρα. Στην Κρήτη ονομάζεται ασκομαντούρα, λόγω του τρόπου κατασκευής της.

Μια παραλλαγή της τσαμπούνας, η γκάιντα, η οποία έχει και πιο μεγάλους αυλούς, συναντάται στη Βόρεια Ελλάδα και στα Βαλκάνια.

Μα τι μου τσαμπουνάς;

ΠΟΛΥ ΜΙΛΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ ΤΣΑΜΠΟΥΝΑΣ ΕΝΑ LABEL, 10 ΠΟΡΝΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΔΗΘΕΝ ΝΤΑΒΑΣ.

Τι συσπείρωση μεταξύ των Ελλήνων τσαμπουνάς, όταν τα συμφέροντα είναι αντικρουόμενα;

Tι καραγκιοζάκια μας τσαμπουνάς ρε Νικολή;

Ρε; ποια αφρόκρεμα μας τσαμπουνάς;

(από ο αυτοκτονημενος, 08/03/09)(από ο αυτοκτονημενος, 08/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Ο τελευταίος των Μοϊκανών», αποτελεί μυθιστόρημα του συγγραφέα Τζέιμς Φένιμορ Κούπερ. Το 1992 γυρίστηκε η ομώνυμη ταινία με σενάριο βασισμένο στο μυθιστόρημα αυτό.

Σύμφωνα με το στόρι, όταν οι Αγγλογάλλοι μάχονταν για τον έλεγχο των αμερικάνικων αποικιών της βόρειας Αμερικής, κατά το δέκατο όγδοο αιώνα, ο Μοϊκάνος Μόχοκ, ένας εκ των τριών τελευταίων της φυλής του, προσπαθούσε να σώσει την ετοιμοθάνατη φυλή, τις πολιτισμικές της αξίες και τα έθιμα της, κόντρα στους λευκούς που επιθυμούσαν να την εξαλείψουν.

α) Οταν χαρακτηρίζουμε κάποιον ως τελευταίο των Μοϊκανών, μιλάμε για κάποιον που εξακολουθεί να εμμένει σε κάτι, για κάποιον που ενστερνίζεται παλιές αντιλήψεις, όταν τα υπόλοιπα άτομα του συνόλου, τις θεωρούν παρωχημένες, τις αντιμετωπίζουν απαξιωτικά, τις έχουν απορρίψει.

β) Επίσης, ως τελευταίος των Μοϊκανών, μπορεί να θεωρηθεί κάποιος που ανήκε σε μια ομάδα (π.χ.: ηλικιακή ομάδα, κάστα, ομάδα επαγγελματιών), που τα μέλη της τώρα έχουν αποδεκατιστεί εντελώς.

  1. Διαμαρτυρήθηκε έντονα και ενημέρωσε τη διεθνή κοινή γνώμη ο μοναχικός αγωνιστής, κ. Τάσσος Παπαδόπουλος, πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και τελευταίος των Μοϊκανών.
    Δες

  2. ο Μίκης Θεοδωράκης πρότεινε: «Πρέπει να επανέλθουμε στους μεγάλους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, στους Κινέζους, στους Ινδούς, στους Πέρσες, στους Εβραίους κ.λπ., διότι αυτοί οι λαοί πάλεψαν ενάντια στις δυνάμεις του χάους για να δημιουργηθεί ο σημερινός άνθρωπος της ελευθερίας με τη δημιουργία του Μπετόβεν. Αν συνεχιστεί αυτή η επίθεση των δυνάμεων του χάους, ίσως έχουμε μέσα μας το αρχαίο εφεύρημα του Δούρειου Ίππου, και η Ομορφιά, η Τέχνη κ.λπ. γίνουν περιττές για τα παιδιά μας. Φοβάμαι ότι αυτό ήδη έχει αρχίσει να γίνεται, εγώ είμαι ο τελευταίος των Μοϊκανών. Σήμερα μπορεί να υπάρχουν μεγαλοφυΐες, αλλά μπορεί να μην υπάρχουν οι παραλήπτες, εγώ αισθάνομαι μεγάλη μοναξιά».Σε αυτό το σημείο επέρριψε σημαντικές ευθύνες στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, διότι δημιουργούν μια ψεύτικη αίσθηση αρμονίας.
    Δες

  3. Για το σήμερα δηλώνει ότι αισθάνεται ερημιά, μοναξιά και θλίψη, λέγοντας ότι είναι ο τελευταίος των Μοϊκανών. Δες
    Πέρι Μητσοτάκη ο λόγος.

  4. Με την διάλυση της “παλιοπαρέας” και τον υποβιβασμό στην Β`Εθνική ο Σκοπελίτης κατάλαβε ότι οι μέρες του στην ομάδα τελειώσαν…Έμεινε κυριολεκτικά,ο τελευταίος των Μοϊκανών.
    Δες

  5. Ο κυρ Σπύρος Κούδας μέχρι πρότινος ήταν ο τελευταίος των Μοϊκανών στην Πίνια. Το λιλιπούτειο ιχθυομαγειρείο του απέναντι από κυλωτάδικα, καλτσάδικα και ρουχάδικα και μερικά ψαράδικα ήταν ό,τι είχε απομείνει από έναν δρόμο ο οποίος είχε ταυτιστεί με το εμπόριο ψαριού εδώ και αιώνες.
    Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σωβρακοφανής: όταν φαίνεται κάποιου το σώβρακο

Σωβρακοφάνεια: η συνακόλουθη ντοματοπομπή, αν ο σωβρακοφανής βγει στην πλατεία.

- Μωρ΄ συ! Του σώβρακου΄ς φαίνεται!

(Σερραίος για σωβρακοφανή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξαναμμένος, -η, -ο (επίθετο) Ετυμολογία: ξανάβω + κατάληξη -μένος Αναψοκοκκινισμένος. Αυτός που έχει ανάψει πάλι και έχει κοκκινίσει.

1) Για τραύματα, αυτό που έχει πάθει φλεγμονή, που είναι ερεθισμένο, φουντωμένο συνώνυμα: πυρωμένος. 2) Αυτός που βρίσκεται σε διέγερση, σε έξαψη.
3) Αυτός που είναι ξεσηκωμένος: «τα πλήθη ήταν ξαναμμένα».
Και το αντίθετα: καταλαγιασμένος.

Αν δείτε στον ύπνο σας πως νιώσατε ξαναμμένος, χωρίς να υπήρχε κανένας εξωτερικός ...

Καλό είναι το όνειρο αν δείτε πως νιώσατε ξαναμμένος από ανηφόρα, ...

Είμαι πολύ ξαναμμένη, θέλεις να κάνουμε τρελλίτσες;

(από ο αυτοκτονημενος, 08/03/09)(από ο αυτοκτονημενος, 08/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δόξα και τιμή στο μεθύσι.

Συμβουλή: Όταν πάτε για να μεθύσετε (σκόπιμα), βγάλτε του τα μάτια, μη καταλαβαίνετε ούτε αλκοτέστ, ούτε και τίποτα άλλο. Απλά, αν θέλετε να ζήσετε, βάλτε κάποιον άλλο να οδηγήσει. Κατά τα άλλα, γαμήστε του τα ράμματα.

Καλό θα είναι όμως, να ρίξετε και μια ματιά σαν asist στην λίστα παρακάτω. Όχι ότι δεν τα ξέρετε, αλλά έτσι, κουβέντα να γίνεται μωρές…

Πόδια κρύα και υγρά: Κρατάτε το ποτήρι σε λάθος γωνία. Στρίψτε το ποτήρι, ώστε το άνοιγμά του να έχει κατεύθυνση προς το ταβάνι.

Μπίρα παράξενα άχρωμη και άγευστη: Το ποτήρι είναι άδειο. Βρείτε κάποιον να σας κεράσει άλλη.

Ο απέναντι τοίχος είναι γεμάτος φώτα: Έχετε πέσει ανάσκελα. Σηκωθείτε και δεθείτε στο μπαρ.

Το στόμα σας γέμισε με αποτσίγαρα: Έχετε πέσει μπρούμυτα, ή πίνετε από το σταχτοδοχείο.
Η ίδια της προηγούμενης περίπτωσης.

Η μπίρα είναι άγευστη. Το πουκάμισό σας είναι υγρό.:
Το στόμα σας είναι κλειστό, ή το ποτήρι πήγε σε λάθος περιοχή του προσώπου. Πηγαίνετε στην τουαλέτα και κάντε πρακτική εξάσκηση μπροστά στον καθρέφτη.

Πόδια ζεστά και υγρά: Μειωμένος έλεγχος της ουροδόχου κύστεως. Στηθείτε δίπλα στο κοντινότερο σκυλί κι αρχίστε να παραπονιόσαστε για την... εκπαίδευσή του.

Το πάτωμα φαίνεται θολό:
Το κοιτάζετε μέσα απ' τον πάτο του άδειου ποτηριού σας. Ξαναγεμίστε το.

Το πάτωμα κινείται: Σας κουβαλάνε έξω. Πέστε τους να σας πάνε σ' ένα άλλο μπαρ.

Η αίθουσα φαίνεται ασυνήθιστα σκοτεινή: Το μπαρ έκλεισε. Σιγουρευτείτε ότι ο μπάρμαν ξέρει τη διεύθυνσή σας.

Το ταξί, τελείως ξαφνικά, παίρνει μια πολύχρωμη όψη: Η κατανάλωση μπίρας υπερέβη τη δυνατότητα και τα όριά σας. Καλύψτε το στόμα σας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρότζεκτ ονομάζουμε το σύνθετο έργο που γίνεται με στόχο τη δημιουργία ενός προϊόντος η μιας υπηρεσίας. Για τη διενέργεια αυτού του έργου γίνεται αξιοποίηση της διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού και των αναγκαίων υλικών, στον απαιτούμενο χρόνο. Ενα κλασικό πρόγραμμα Η/Υ στη διαχείριση πρότζεκτς, είναι το MS Project.

Σλανγκιστί, ο όρος λέγεται όταν κάποιος που είτε, δε διακρίνεται από λειτουργικότητα πνεύματος είτε, θέλοντας να εντυπωσιάσει κάποιους, αναλαμβάνει μια εντελώς απλούστατη και εντελώς τυποποιημένη εργασιακή διαδικασία και καταφέρνει να την κάνει τόσο πολύπλοκη, τόσο πολυσύνθετη, τόσο δαιδαλώδη, ώστε να την κάνει να θυμίζει πρότζεκτ. Π.χ.: στη δουλειά, φτιάχνει το... χαρτομάνι, συγκαλεί τα... meetings, φτιάχνει τα... πρακτικά (σε ειδικές φόρμες), φτιάχνει στατιστικά, ειδικές εκθέσεις, κ.λπ. κι ολα αυτά για μια απλούστατη εργασία.

Γι' αυτό και καθυστερεί στη δουλεία του, μ' αποτέλεσμα να έρχεται συχνά σε κόντρα με τον προϊστάμενο του, τους συνεργάτες του, τη γυναίκα του, γιατί με τον τρόπο δουλείας του, δεν προλαβαίνει να κάνει κι άλλες απαιτούμενες εργασίες.

-Καλά ο πούστης ο Κώστας, μια απλή δουλειά ανέλαβε και την κατάντησε πρότζεκτ. Νομίζει πως κάτι κάνει!
-Σιγά τον πρότζεκτορα! Πώς τα καταφέρνει ο μαλάκας και κάνει μια απλή δουλεία να φαντάζει κινέζικο βασανιστήριο και να τρώει... τόσο χρόνο για αυτή, μόνο αυτός το ξέρει. Και ευτυχώς, τρέχει μόνο τον εαυτό του. Φαντάσου να 'ταν manager. Θα 'ταν... ο σπαζαρχιδιστής! -Νομίζει, ο ηλίθιος, πως μ' αυτά που κάνει θα εκτιμηθεί το έργο του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση φού και φού συναντάται αρχικά σε ανέκδοτο όπως φαίνεται ξεκάθαρα και στο παράδειγμα.

Παραπέμπει στην έκφραση «πού και πού», η οποία σημαίνει «κάποιες φορές», επισημαίνοντας την όχι και τόσο συχνή επανάληψη κάποιας πράξης και η οποία έκφραση γίνεται «φού και φού» όταν εκφέρεται από κάποιον γηραιό/γραία ιδίως φαφούτη/α, οπότε και τα χειλικά κοφτά «Π», γίνονται δασέα «Φ».

Το ανέκδοτο: Ήταν δύο γριές φαφούτες και λέει η πρώτη στην δεύτερη: «μωρή κάνεις καμιά φίφα;» Και η δεύτερη της απαντάει: «φού και φού!»

η αναφορά και από τον Γεωργίου Γιώργο (από Malinowsky, 08/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπιφτεκώνομαι με σούσι, αντί για μπιφτέκι, κατά το φεσώνομαι (τα δύο μπορεί να συνδυαστούν δεδομένης της ακρίβειας των σούσι). Να μην συγχέεται με το «σου σώνομαι».

Λίλιαν: Ήθελε ο Επαμεινώνδας και να με σουσώσει μετά το Μέγαρο, αλλά εγώ προτίμησα να με μπιφτεκώσει ο Αρίστος.

...με σήμα το Λιοντάρι (Aslan, στα Τούρκικα) (από Vrastaman, 09/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified