Το σεξ στα τέσσερα, όπως το κάνουν τα σκυλιά. Το πισωκολλητό.
- Της έκανα ένα σκυλίσιο, άλλο πράμα...
Το σεξ στα τέσσερα, όπως το κάνουν τα σκυλιά. Το πισωκολλητό.
- Της έκανα ένα σκυλίσιο, άλλο πράμα...
Πιθανά μεταφορά από το αγγλικό doggy style - βλ. και πισωκολλητό.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έγινε γλέντι τρικούβερτο. Βλέπε και τρικούβερτο.
Δηλαδή, έγινε γλέντι εξαίσιο, υπέροχο. Αυτή η φράση προέρχεται από τα μεγάλα καράβια. Είχαν αυτά τρεις κουβέρτες (3 καταστρώματα). Έτσι, στη φράση μας «ξεχάσαμε τα καράβια» και για να δηλώσουμε ότι το γλέντι (ε ρε γλέντια...) μας ήταν μεγάλο, το παρομοιάσαμε με το μεγάλο καράβι που είχε τρεις κουβέρτες, άρα θα ήταν πολύ μεγάλο.
- Κοίτα ρε τι σημαίνει γλέντι τρικούβερτο ... κι εγώ νόμιζα ότι ήταν το πήδημα κάτω από τρεις βελέντζες ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση αγανάκτησης, χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου το υποκείμενο αδικείται καταφανώς και εκφράζει με αυτό το τρόπο το παράπονό του για την αδικία που υπέστη.
- Ρε φίλε, πάλι με έβγαλε από τις υπερωρίες ο Διευθυντής. Γιατί, εγώ δεν δουλεύω όπως και οι υπόλοιποι; Σε πηγάδι κατούρησα;
Σχετικά: αν σ' αδικήσει ο κατής, σε ποιον θα πας να δικαστείς, έχει τον κώλο πίσω;τα βυζιά στην πλάτη τα 'χω;, μάνα με γέννησε και μένα.
Got a better definition? Add it!
Ο σεξουαλικός τουρισμός, οι σεξοδιακοπές.
- Γουστάρω! Μόλις πήρα διακοποδάνειο και φεύγω για διακοπές!
- Διακοποδάνειο για τουρισμό; Ή πουτανοδάνειο για σεξοτουρισμό;
Got a better definition? Add it!
Published
Μεταφορική έκφραση, η οποία σημαίνει ότι βασανίζω κάποιον, τού κάνω τη ζωή δύσκολη. Άλλο ένα δείγμα του πλούτου της γλώσσας μας, όπου η υπερβολή και το απίθανο, δημιουργούν μία μοναδική εκφραστικότητα.
Έτσι λειτουργεί ο Δήμαρχος. Του αρέσει να ψήνει το ψάρι στα χείλη τόσο στους Δημοτικούς Συμβούλους όσο και στους εκπροσώπους του Τύπου.
Υπάρχει ένας φαύλος αέναος κύκλος στο Ελλάντα όπου η πεθερά ψήνει στο ψάρι στα χείλη της νύφης της, την οποία επ’ουδενί λόγω θεώρει άξια για τον γιόκα της. Όταν με την σειρά της η νύφη αποκτήσει γιο που κινδυνεύει να «τυλιχθεί» θα κάνει ακριβώς τα ίδια στην δική της νύφη, ξεχνώντας όσα υπέστη η ίδια. Λοιπόν κορίτσια του slang.gr, σας λέω ακριβώς αυτό που είπα στην Vrastawoman: κανονίστε κακομοίρες μου να κάνετε και σεις μια μέρα τα ίδια!!!
Τελικά έφτασε σώα.
Σχεδόν δύο χρόνια μετά από εκείνη τη μέρα και η Αγγελική ακόμα περιμένει ν’ ακούσει εκείνο το «Καλωσήρθες» από την πόλη. Η αλήθεια είναι ότι η Αθήνα δεν υπήρξε και πολύ ευγενική μαζί της. Την ταλαιπώρησε από την πρώτη κιόλας μέρα και συνέχιζε – χωρίς οίκτο – να της «ψήνει το ψάρι στα χείλη» καθημερινά.
Σχετικό: κινέζικο βασανιστήριο, το
Got a better definition? Add it!
Υπονοούμενο για το σεξ, καθώς γκαζόν ιδίως στην γαλλοτραφή σλανγκ είναι η μουνότριχα (με την κυριολεκτική έννοια). Και, ως γνωστόν, η αγάπη είναι σαν ένα ευαίσθητο φυτό, που πρέπει να το προσέχουμε και να το ποτίζουμε (με σπέρμα).
Σημειωτέον ότι:
Η έκφραση έχει την συντακτική μορφή των εκφράσεων τύπου την τρίζει την όπισθεν, αλλά αναφέρεται κυρίως στον στρέιτ εραστή και την γυναίκα γκόμενά του, κι όχι σε πούστη τοιούτον.
Είναι λίγο παρώ λόγω τριχοφοβίας και ξυριζαιδοίζειν. Αλλά δεν κωλώνουμε, θα συνεχίσουμε να την χρησιμοποιούμε κουφάλα τριχοφοβικέ!
«Το κουρεύει το γκαζόν» είναι η ενδεδειγμένη έκφραση για το ξυριζαιδοίζειν.
Ασίστ: Πονηρόσκυλο, Mes.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το κουρκούτι είναι ο βρασμένος χυλός από αλεύρι, χαρακτηριστικό φαγητό στην Κατοχή. Το παραχθέν ρήμα κουρκουτιάζω σημαίνει ότι κουράζομαι υπερβολικά κατόπιν πνευματικής/διανοητικής εργασίας, υπονοώντας ότι το μυαλό μου ανακατεύεται και γίνεται μία μαλακή άμορφη μάζα, ωσάν κουρκούτι.
Η επόμενη επιλογή μου θα ήταν το Thunderace, Πιο σπορ από το VFR (γεωμερία, αναρτήσεις), λιγότερο άνετο για δύο (μεγάλο σελάκι συνεπιβάτη αλλά ψηλά τα μαρσπιέ, μικρό περιθώριο φορτώματος).
Αυτά αρκούν. Δε σε «κουρκουτιάζω» άλλο...
Πράγμα που σημαίνει, οτι θα είμαι ασυνείδητος πολίτης αν κάνω τα παρακάτω:
- κοιμάμαι το βράδι και όχι το πρωί
- κουρκουτιάζω στο 8ωρο για λίγα ψιλά
- περιμένω στην ουρά, αφού κανένας απο τους αγαπητούς «μπροστινούς» μου δεν έχει ουρά ο άνθρωπος.
- δεν κλέψω την τράπεζα να τα μοιράσω στους φτωχούς, απο τη στιγμή που όλοι είμαστε ίσοι.
- δεν κάνω ρυθμίσεις στο control panel μου για να τα βγάζω όλα ασπρόμαυρα, απο τη στιγμή που δεν υπάρχει πολυφωνία και πολυχρωμία και ούτε δημοκρατία, παρά μια άναρχη οχλοκρατία.
- δεν με αποζημιώσουν για το οτι δεν μου επιτρέπουν να ζήσω όπως εγώ θέλω και μου επιβάλουν πρόστιμο αν δεν φοράω κράνος.
- δεν κατεβώ στις επόμενες εκλογές με τα σώβρακα, για να τους πω οτι θα τους ψηφήσω τελικά, επειδή δεν μου πήρανε και τα σώβρακα...
- συνεχίσω να ζω σε αυτόν τον...τρελό πλανήτη.
Got a better definition? Add it!
Τρέμω από το κρύο. Πιθανή προέλευση από τη λέξη Τάρταρα, που ήταν ο λεγόμενος Κάτω Κόσμος κατά την αρχαιότητα. Σε αντίθεση με τη σύγχρονη Κόλαση του Δάντη, τα Τάρταρα ήταν ο χώρος που πέθαινες από το κρύο, παρά καιγόσουνα από τις φλόγες.
Τι να πω κι εγώ η κακομοίρα που γενικά είμαι πολύ κρυουλιάρα το χειμώνα -με τα πιο μικρά κρύα- και πολύ ζεστουλιάρα το καλοκαίρι και υποφέρω πραγματικά; και καλά, το καλο καίρι ανοίγεις κλιματιστικό και κάπως παλεύεται η κατάσταση, το χειμώνα όμως; Ακόμη στο γραφείο δεν έχουν ανάψει τα καλοριφέρ, το γραφείο μου είναι 2Χ2 και το χειρότερο είναι ότι είμαι μαζί με έναν συνάδελφο που δεν κρυώνει με τίποτα και δεν θέλει να ανάψουμε κλιματιστικό γιατί ζεσταίνεται!!!και κάθεται και με το πουκαμισάκι όλη τη μέρα, ενώ εγώ φοράω πουλοβεράκι και από πάνω την καπίτσα μου και πάλι τουρτουρίζω..........τι να πω......
Μετά από 1 τσιγάρο και κάμποσες φωτογραφίες, είμαι Θησείο. Κι εκεί, τα ίδια. Κρίμα. Πέρυσι, η πόλη είχε μια δοξαστική ομορφιά. Φέτος, τίποτα. Έχω αρχίσει να τουρτουρίζω... Θέλω να ζεσταθώ.
Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δάγκωσα το καβλί μου, δαγκώσει, τον / την έχω, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, μπιλοζίρια, ξυλιάζω, πουτσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τσάφι, τσόκρυο, ψόφος, ψωλόκρυο
Got a better definition? Add it!
Το να έχεις μεγάλο τουπέ ρε παιδί μου, να περπατάς ψηλομύτικα και (κυρίως) να αγνοείς τους άλλους.
«Σνομπάρω» σημαίνει δεν καταδέχομαι να δώσω σημασία σε κάποιον.
Η ετυμολογία, από το λατινικό όρο sine nobilitate (s. nob.) που σημαίνει «χωρίς τίτλο ευγενείας». Δηλαδή αυτοί που συμπεριφέρονταν λες και είναι ευγενείς χωρίς να είναι.
Σούλα! Σε αγαπώ λέμε! Μίλα μου ρε Σούλα, μη με σνομπάρεις γαμώτο!
Got a better definition? Add it!
Ο πολύ καλός οδηγός χρησιμεύει και σεξουαλικά προκείμενου να οδηγήσει τον σύντροφό του / της σε οργασμό.
Επίσης συναντάται σε κατασκηνώσεις προσκόπων και προσκοπίνων (οδηγών). Αν καμία είναι έξοχος μούναρος την αποκαλείς «οδηγάρα μου» για να μην πάρουν γραμμή τα λυκοπουλάκια και γίνεις μπετούγια σκουριασμένη.
- Φτού ... χα φτού
- Τι έπαθες Νόντα και φτύνεις;
- Τι να πάθω ... να, πάρκαρα το μηχανάκι μου σε ένα κενό 2 μέτρα και εκεί που ξεκαβάλαγα κάποιος μου κορνάρει, κοιτάζω και τι βλέπω, μια αυτοκινητάρα 6 μέτρα και τον οδηγό να μου λέει ότι θέλει να παρκάρει και να πάρω το μηχανάκι.
- Και και;
- Τον κοιτάζω καλά καλά και του λέω «ρε φίλε, αν το παρκάρεις εδώ εγώ θα σου τον πάρω πίπα».
- Και τι έγινε ρε;
- Φτού χα χα φτού τον πούστη, οδηγάρα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified